Για τα προ Χριστού χρόνια δείτε
ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1900
16 μ.Χ. Ο Στράβων στον Πειραιά. Υπάρχουν τα ιερά.
160 μ.Χ. Ο Παυσανίας στον Πειραιά. Υπάρχουν τα ιερά.
176 μ.Χ. Αντωνίνοι. Μικρή ανάκαμψη της κίνησης του λιμένα. Πιθανή χρονολογία τοποθέτησης του μαρμάρινου αγάλματος του Λέοντος στον Πειραιά.
Από τα ευρήματα φαίνεται πως υπήρξε και ρωμαϊκή πόλη στον Πειραιά. Κατά την ανέγερση, το 1981, του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιά στην Τερψιθέα, ανακαλύφθηκαν ερείπια πόλης ρωμαϊκής εποχής, οικίες εργαστήρια, καταστήματα και δεξαμενές σε σχήμα αχλαδιού, σκαμμένες στο βράχο που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με υπόγειους διαδρόμους. Οι δεξαμενές αυτές αποτελούν πρότυπο για την ύδρευση του Πειραιά. Τέτοιες δεξαμενές είχαν βρεθεί και παλιότερα αλλά καταστράφηκαν. Αυτές διατηρήθηκαν.
267 μ.Χ. Εισβολή των Γότθων. Εγκατάλειψη του Πειραιά από τους κατοίκους του.
322 μ.Χ. Ο στόλος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εκ 1200 πλοίων, χρησιμοποιεί ως ορμητήριο τον Πειραιά στην εκστρατεία κατά του Λικινίου. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο παρέμεινε άσημος και με λίγους κατοίκους.
395 μ.Χ. Αλάριχος. Οριστική καταστροφή του Πειραιά. Αρχή των αιώνων της παρακμής.
551 μ.Χ. Μεγάλος σεισμός καταστρέφει ότι είχε απομείνει από τα λιμενικά έργα του Πειραιά.
662 μ.Χ. Ο βυζαντινός στόλος, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Κώνστα Β', στον Πειραιά, έναν ολόκληρο χειμώνα.
935 μ.Χ. Σαρακηνοί αποβιβάζονται στον Πειραιά και λεηλατούν την Αττική.
1019 μ.Χ. Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος μετά τη νίκη του κατά των Βουλγάρων, έρχεται στην Αθήνα, κι αφού τελεί μεγαλοπρεπή δοξολογία στον πλησίον του Παρθενώνος ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, αναχωρεί από τον Πειραιά όπου είχε καταπλεύσει ισχυρή μοίρα του Βυζαντινού στόλου.
1040 μ.Χ. Ο αρχαίος Πειραιάς όλο και ερημώνει. Κατά τον 11ον αιώνα διήλθαν από τον Πειραιά οι μισθοφόροι του Βυζαντίου Βάραγγοι, στους οποίους κάποιοι συγγραφείς αποδίδουν τη χάραξη Ρουνικής επιγραφής στη ράχη του Λέοντος του Πειραιώς.
ΤΟ ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ - ΠΟΡΤΟ ΔΡΑΚΟ
1204 μ.Χ. Ο δυνάστης της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας Λέων Σγουρός , αφού κατέκτησε την Κόρινθο, ήρθε στον Πειραιά απ όπου πολιόρκησε την Αθήνα και την κατέλαβε.
Φραγκοκρατία. Το λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποιείται σπάνια —και ευκαιριακά— για εμπορικές συναλλαγές.
1318 μ.Χ. Ο Πειραιάς αναφέρεται για πρώτη φορά στο χάρτη του Βισκόντι ως Πόρτο Λεόνε. Τότε πήρε αυτήν την ονομασία.
Στη θέση που ήταν το Δημαρχείο, το γνωστό σ' όλους Ρολόι, ήταν άλλοτε στο δέκατο τρίτο αιώνα, ένα μεγάλο και υπερφυσικό πέτρινο λιοντάρι , και γι αυτό οι Ελληνες ναυτικοί ονόμαζαν τον Πειραιά Πόρτο — Δράκο και αργότερα Πόρτο — Λεόνε. Το λιοντάρι αυτό λέγεται ότι στήθηκε από τον Δούκα Γουίδωνα, αλλά ποιος το έφτιαξε και γιατί το έβαλαν εκεί, μας είναι άγνωστο. Ομως είναι γνωστό το σχήμα και η ύπαρξή του: Το λιοντάρι ήταν καθισμένο στα δυο του πισινά πόδια, είχε ανθρώπινο κεφάλι, κι' έβλεπε προς τη θάλασσα, λες κι' ήταν έτοιμο να ορμήσει προς τις σκούνες και τα βρίκια πούρχονταν από τα διάφορα λιμάνια. Ομως, μετά από τριακόσια ενενήντα χρόνια ο Ενετός στόλαρχος Φραγκίσκος Μοροζίνι που όργωνε το Αιγαίο, πήρε το άγαλμα του λιονταριού, κι' ένα άλλο από τη Αθήνα και τάστειλε στη Βενετία, όπου τα τοποθέτησαν στην είσοδο του ναυστάθμου. Εκεί βρίσκονται μέχρι σήμερα
1385 μ.Χ Ο Νέριος Ατζαγιόλης της μεγάλης ιστορικής Ιταλικής οικογένειας κυρίευσε τον Πειραιά και μετά την Αθήνα. Κατά την διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας άλλαξε πολλούς κυρίους. Εχρησιμοποιείτο σαν ορμητήριο και οι κάτοικοί του συνεχώς λιγόστευαν.
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
1456.- Κατάληψη της Αθήνας και του Πειραιά από τους Τούρκους.
1674.- Στις 14 Δεκεμβρίου 1674, ο τότε Γάλλος πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη ήρθε με πολλά πλοία στο λιμάνι.
Το πόσο ενδιαφέρον είχε από τότε ο Πειραιάς για τους ξένους, δείχνει η παρακάτω χαρακτηριστική περιγραφή: Στις 14 Δεκεμβρίου 1674, ο τότε Γάλλος πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη ήρθε με πολλά πλοία στο λιμάνι. Μαζί του έφερε ολόκληρη ακολουθία: ζωγράφους, συγγραφείς γλωσσολόγους, σχεδιαστές, καθώς και ειδικευμένους εργάτες με κατάλληλα εργαλεία για την απόσπαση των επιγραφών και ανάγλυφων. Να πως περιγράφει κάποιος από την ακολουθία του Γάλλου πρεσβευτή, ένα επεισόδιο σχετικό με την εγκατάστασή τους στον Πειραιά:
«Οταν μας είδαν με το τηλεσκόπιο από την Αθήνα, γνώρισαν πως πλοίο ήταν Γαλλικό. Ο τότε Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα νόμισε πως αυτοί που ήρθαν με τα πλοία ήσαν έμποροι, και μόλις κατέβηκε στον Πειραιά ξαφνιάστηκε σαν είδε τον πρεσβευτή και την ακολουθία του. Τότε ζήτησε συγνώμη του είπε να περιμένει, κι αυτός ανέβηκε στην Αθήνα για να ετοιμάσει την υποδοχή. Οταν έφυγε ο πρόξενος, ο Γάλλος πρεσβευτής διέταξε κι έκαναν αντίσκηνο στον έρημο τότε Πειραιά. Αυτός, μαζί μερικά μέλη της ακολουθίας του γύρισαν όλα τα μέρη του Πειραιά για να δουν τα αρχαία μνημεία: Τον τάφο του Θεμιστοκλή, τα Μακρά Τείχη που κατέστρεψε ο Σύλλας, καθώς και ένα μαρμάρινο λιοντάρι που από το στόμα του έτρεχε νερό.
Εν τω μεταξύ, όμως, την ώρα που έλειπε ο πρεσβευτής με την ακολουθία του, αποβιβάστηκαν μερικοί πειρατές και μπροστά στα μάτια μου κακοποίησαν πολλούς χωριάτες ενός χωριού του λιμανιού, κι έφυγαν αφού πήραν πολλούς αιχμαλώτους, καθώς και τον Τούρκο τελώνη. Οι κάτοικοι του χωριού φαίνεται πως ήταν ψαράδες, γιατί πουθενά δεν φαινόταν καλλιεργημένη γη».
Μετά από δώδεκα χρόνια, το 1686, δυο Γάλλοι αξιωματικοί έφτασαν στον Πειραιά σαν έμποροι, οι οποίοι γυρνούσαν τα διάφορα λιμάνια για να πουλήσουν δήθεν τα εμπορεύματα τους. Το καράβι τους ήταν φορτωμένο λογής - λογής πραμάτιες: περσικά χαλιά, ανατολίτικα υφάσματα, κομψοτεχνήματα από την Κίνα και διάφορα είδη από την Αραβία. Ομως δουλειά τους δεν ήταν το εμπόριο. Σα σκοπό είχαν σύμφωνα με διαταγή του Γάλλου πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη, να μελετήσουν και σχεδιάσουν τις τοποθεσίες, τις αρχαιότητες και τα σχέδια του Πειραϊκού λιμανιού.
Αυτοί λοιπόν οι αδελφοί Κόμτ έκαναν διάφορα σχέδια, που βρίσκεται η ακτή, που ο δρόμος που πήγαινε για την Αθήνα, που πιθανόν να περνούσε ανάμεσα από τη σημερινή Μακρά στοά και την οδό Μιαούλη. Στα σχέδια επίσης είχαν καθορίσει τον τόπο του μοναστηρίου Αγίου Σπυρίδωνα, την πιθανή τοποθεσία του τάφου του Θεμιστοκλή, των Μακρών τειχών, καθώς και τη θέση του λιονταριού, στο παλιό Ρολόι που κατεδαφίστηκε.
1687.- Το χρόνο αυτό επισκέφθηκε τον Πειραιά ο Αγγλος Βερνάρδος Ράντολφ που γράφει σχετικά: «Το λιμάνι του Λέοντος δεν το προσβάλλει κανένας άνεμος, αλλά δεν είναι οχυρωμένο και καθημερινά αποβιβάζονται πειρατές».
—Την αυγή της 11/9/1687 οι Τούρκοι είδαν από το κάστρο στο λιμάνι του Πειραιά πολεμικά πλοία που ξεμπαρκάριζαν στρατεύματα. Ο στρατηγός Καίνιξμαρκ τα χώρισε σε δύο δυνάμεις και με κανόνια προχώρησε μέσα από τον Ελαιώνα στην Αθήνα.
1688.- «Απαγωγή» του αγάλματος του Λέοντος από το Φρ. Μοροζίνι, μετά την εκστρατεία κατά των Αθηνών.
1729.- Επισκέπτεται τον Πειραιά ο σατανικός γάλλος Αβάς Φουρμόντ αλλά δεν βρίσκει κάτι σημαντικό να πάρει ή να καταστρέψει. Κατέστρεψε όμως την αρχαία Σπάρτη.
1735.- Το χρόνο αυτό ιδρύθηκε το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, εκεί ακριβώς που είναι η σημερινή ομώνυμη εκκλησία, πάνω σχεδόν στα ερείπια του αρχαίου ναού της Αφροδίτης. Το μοναστήρι αυτό ήταν οχυρωμένο με γερούς τοίχους, απόρθητες επάλξεις και αρκετές πολεμίστρες. Η είσοδός του ήταν θολωτή, με διπλές και γερές πόρτες, το δε διάκενο που μεσολαβούσε ανάμεσα στις δύο, ήταν αδιάβατο για τους ξένους, γιατί στο κέντρο του θόλου υπήρχε μια τρύπα απ όπου οι καλόγεροι του Μοναστηρίου, ζεματούσαν με βραστό λάδι και καυτό μολύβι, αυτούς που θα προσπαθούσαν να μπουν με τη βία στη Μονή.
Ολη η πειραϊκή χερσόνησος αποτελούσε κτήμα της ή αλλιώς βακούφι της. Επίσης είχε αρκετά μετόχια, εκ των οποίων το γνωστότερο βρισκόταν στην περιοχή του Καραβά, του οποίου ο μετοχιάρης συμμετείχε στις συνελεύσεις των κατοίκων της για την εκλογή της Δημογεροντίας ή για οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα ή ανάγκη προέκυπτε.
Η μονή ενίσχυε συνεχώς το κύρος της μέχρι που το 1767 έγινε «σταυροπηγιακή.
Κατά την διάρκεια της Εθνεγερσίας του 1821, ο Πειραιάς έγινε θέατρο πολεμικών συγκρούσεων κατά το κρίσιμο έτος του 1827, όπου μετά την κατάληψη του λόφου της Καστέλας από τους Έλληνες με επικεφαλής τον Σκωτσέζο φιλέλληνα συνταγματάρχη Gordon, οι Τούρκοι οχυρώθηκαν στη μονή του Αγίου Σπυρίδωνα .
Κατά το δίμηνο Μαρτίου - Απριλίου του 1827, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις πολιόρκησαν τη μονή και μετά από ανηλεή βομβαρδισμό αναγκάζουν τους πολιορκημένους Τουρκαλβανούς να παραδοθούν.
Ηταν τόσο γερό το μοναστήρι ώστε άντεξε καταπληκτικά το 1827, στο βομβαρδισμό που έκανε επί δύο ημέρες κατά την Επανάσταση ο ναύαρχος Αστιγξ με τα πολεμικά «Καρτερία» και «Ελλάς».
Από το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα πέρασαν μεταξύ άλλων τρεις ηγούμενοι, ένας με το όνομα Διονύσιος, άλλος ο Νικηφόρος Γαβριήλ, και τρίτος ο Συμεών Μαρμαροτούρης.
Ο Μαρμαροτούρης συνεργάστηκε με διάφορους δημογέροντες, τον Νικ. Τυρναβίτη, Λογοθέτη και άλλους, για ζητήματα σχετικά με την Επανάσταση.
Στο μοναστήρι αυτό τον αγωγό του νερού τον είχε κατασκευάσει με δικά του χρήματα ο ιδρυτής της ομώνυμης Σχολής Γιάννης Ντέκκας. Μάλιστα, στη διαθήκη του, που έγινε τον Νοέμβριο του 1757 « μπροστά στο Δημόσιο Συμβολαιογράφο Μπονεφάτσιο» και που διαβάστηκε διαβάστηκε μετά πέντε χρόνια από την κηδεία του, άφηνε στη Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα τα εξής χρήματα και εντολές:
«Τετρακόσια δουκάτα για ν αγοράσουν οι επίτροποι ένα υποστατικό, από τα χρήματα του οποίου θα διατηρούνε καθαρή και σώα τη σωλήνα που φέρνει νερό στο μοναστήρι. Κι' ότι απομείνη από το περίσσευμα του υποστατικού, να ξοδεύεται για τον εξωραϊσμό του μοναστηρίου». Επίσης έκανε διάφορες συστάσεις για τον υδραγωγό, και ειδικά για τον επιστάτη « επειδή το νερό είναι αγαθό του θεού και επομένως ωφέλιμο για όλους»! Και τελειώνοντας, γράφει: «.. αν δεν κάνει αυτά που γράφω, θα δώση λογαριασμό στον κριτή θεό για τα τετρακόσια δουκάτα.»!
Οταν διαλύθηκε το μοναστήρι, έμειναν στα χέρια του ηγουμένου Συμεών μερικά πράγματα, για τα οποία έγινε ολόκληρη αλληλογραφία μεταξύ αυτού και του Επαρχιακού διευθυντή της Αττικής.
Τα πράγματα που παρακρατούσε ο Μαρμαροτούρης ήταν ένα Ευαγγέλιο, δυο σταυροί, τέσσερα καντήλια αργυρά, δυο πετραχείλια χρυσά, και διάφορα άλλα είδη. Τελικά, τα κειμήλια αυτά τα πήρε αργότερα η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.
Με τη διάλυση του μοναστηριού – όπως και άλλων μοναστηριών του Ελλαδικού χώρου – το 1833, κρατικοποιήθηκε η περιουσία του και ο βασιλιάς Όθωνας έχτισε νέο ναό στη θέση της ερειπωμένης μονής, το 1836. Ως αντίδωρο για την προσφορά της πάλαι ποτέ μονής του Αγίου Σπυρίδωνος, στο ελληνικό έθνος ανακήρυξε τον Άγιο Σπυρίδωνα πολιούχο του Πειραιά.
1770.- Παρουσιάζονται στον Πειραιά οι αδελφοί Καϋράκ από τη Μασσαλία.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΟΙΚΙΣΤΕΣ
Κατά το 1770 παρουσιάζονται στον Πειραιά οι αδελφοί Καϋράκ από τη Μασσαλία. Κατάγονταν από ευγενή οικογένεια και ήταν συγγενείς του Γάλλου προξένου στην Αθήνα Ντε Γκασπερύ ( μετέπειτα Γάσπαρη). Χρονογράφοι της εποχής μας λένε ότι η οικογένεια Καϋράκ εγκαταστάθηκε πρώτα στην Αθήνα και κατόπιν στον Πειραιά. Ανοιξαν ένα κατάστημα κι έκαναν μαζί τον μάγειρα, τον ξενοδόχο, και τον έμπορα. Υποδέχονταν όλους τους ξένους με γαλατική ευγένεια, κι έδιναν πρόθυμα κάθε πληροφορία που τους ζητούσαν, τόσο για τον Πειραιά όσο και για την Αθήνα. Ενας μάλιστα από τους αδελφούς Καϋράκ, εμπόδισε τότε τον φίλο του, Καπετάν Αλέξη Παλικούτζον, αξιωματικό του Ρωσικού πολεμικού ναυτικού, να φέρει τον Ρωσικό στόλο και να ξεσηκώσει τους Ελληνες για Επανάσταση.
Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο των Ορλωφικών, 1969-1770, συνέβη τούτο: Ο Καπετάν Παλικούτζος ήρθε στο λιμάνι, με πλοίο που είχε Μοσχοβίτικη σημαία, και πήρε μια σακολέβα Τούρκικη, γεμάτη ρύζι. Φεύγοντας, είπε πως θα ξαναγυρίσει, φέρνοντας μαζί του τον Ρωσικό στόλο, για να ξεσηκώσει τους Ελληνες σε Επανάσταση. Οι Τούρκοι, μόλις το άκουσαν αυτό, έφυγαν και κλείστηκαν στο κάστρο. 'Αλλά, την ώρα που έφευγε ο Καπετάν Παλικούτζος, τον πρόλαβε ο Καϋράκ και τον παρακάλεσε εν ονόματι της φιλίας τους να μη φέρει τον στόλο στον Πειραιά. Μάλιστα οι τρομαγμένοι Τούρκοι περίμεναν τον Ρωσικό στόλο να προβάλει στο λιμάνι. Ο Καπετάν Παλικούτζος φαίνεται πως άκουσε το φίλο του Καϋράκ, και δεν έφερε τα ρωσικά πλοία στον Πειραιά. Ετσι δεν εξεγέρθηκαν τότε οι Ελληνες, Αυτή η εκδούλευση ήταν η καλύτερη υπηρεσία που προσέφερε ο Καϋράκ στην Αθήνα και γενικά στους Ελληνες.
Οι Καϋράκ έγιναν γνωστοί ως "Μουσιουκαράδες" (από το Μουσιού Καϋράκ).
Ο Λουδοβίκος Καϋράκ, ήταν θερμός φιλέλληνας, ταυτόχρονα με το εμπόριο έγινε και πρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα – αναφέρεται δε ως έγκριτος κάτοικος της το 1784.
Ο Ιωσήφ Καϋράκ, αρχικά αξιωματικός του γαλλικού ναυτικού που εγκαταστάθηκε στον Πειραιά ασχολήθηκε, μαζί με τον αδελφό του, με το εμπόριο ελιών και λαδιού και στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν ο μόνος έμπορος του Πειραιά. Νυμφεύθηκε Ελληνίδα από καλή οικογένεια, τη Μαρία Μαμουνά, και το γεγονός αυτό εξυμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα:
Κυρά Μαργιώ του Μαμουνά και 'γγονι τ' Αοτρακάρη
Μουσιού Καϋράκ σε γύρεψε γυναίκα να σε πάρει.
Η Μαρία Καϋράκ πέθανε λίγο μετά το γάμο της, αφού γέννησε μία κόρη, τη Μαργαρίτα. Ο Καϋράκ αγόρασε επίσης ένα σπίτι από το Γάλλο πρώην πρόξενο Ωμπέρ, εκεί που σήμερα είναι ο Κήπος του Θεμιστοκλέους ή παλαιότερα Τινάνειος, δίπλα στη θάλασσα, και εγκατέστησε το κατάστημά του κοντά στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης. Η οικία του Ιωσήφ Καϋράκ άλλαξε πάρα πολλούς ιδιοκτήτες, Έλληνες και ξένους, και καταστράφηκε κατά την Ελληνική Επανάσταση).
Στην περίοδο 1775-1776 διετέλεσε πρόξενος της Βενετίας. Η κόρη του Μαργαρίτα έγινε σύζυγος του Γάλλου Ανδρέα Μερτρούδ, που ήταν γνωστός στην Αθήνα με το όνομα Μουσανδρέας (Μουσιού Ανδρέας) και μία από τις κόρες του ζεύγους έγινε σύζυγος του γιατρού Καίσαρα Βιτάλη, πρόξενου του Βασιλείου της Νεαπόλεως, ο οποίος βοήθησε πολύ τον Αγώνα, φέρνοντας κρυφά πολεμοφόδια από την Ιταλία λίγο πριν από την κήρυξη της Επανάστάσης του 1821. Ο Ιωσήφ Καϋράκ πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία το 1798 (ή κατ' άλλους το 1800).
Και οι δύο αδελφοί Καϋράκ τάφηκαν στον κήπο της Μονής των Καπουτσίνων στην Αθήνα (στη θέση που βρίσκεται το Μνημείο του Λυσικράτους στην Πλάκα) και οι τάφοι τους υπήρχαν εκεί μέχρι το 1815.
Ο Συμεών Μαρμαροτούρης εκτός από τα πολλά κτήματα που είχε στην κατοχή του, είχε και μία πολύ ωραία ανιψιά την Κατερίνα Μαρμαροτούρη, που με την ομορφιά της φαίνεται πως ήταν το μήλο της έριδος.
Γι αυτό της έβγαλαν κι ένα δίστιχο, που σώζεται μέχρι σήμερα:
«Κατίγκω μ του γιαλού, μην αγαπάς αλλού».
Τον καιρό εκείνο, ένας περιηγητής, ο Σκροφάνι, επιστρέφοντος από τη Σικελία, γράφει τα εξής για τον Πειραιά και την κίνησή του:
«Μέσα στο λιμάνι του Πειραιά ήταν οκτώ σκάφη, Υδραίικα και Ψαριανά. Οι ψαράδες που συναντήσαμε στο λιμάνι, είχαν γκίνια από ψάρια, και γι αυτό φοβέριζαν τον Αγιο Σπυρίδωνα πως, αν δεν τους παρουσίαζε ψάρια, δεν θα του άναβαν το καντήλι… Ενας μάλιστα από αυτούς, ερεθισμένος από θυμό, φώναξε τον Αγιο «Παξιμαδοκλέφτη», γιατί είχε καταναλώσει όλα του τα παξιμάδια, χωρίς να πιάσει ούτε ένα ψάρι ..».
Τα χρόνια εκείνα, 1773, εκτός από δέκα ή δώδεκα καλόγηρους του μοναστηριού, τους Καϋράκ, τον Τούρκο τελώνη και δυο φαροφύλακες, κανείς δεν ζούσε στο λιμάνι του Πειραιά. Τότε άνοιξε στο λιμάνι η «Δογάνα», κάτι μεταξύ εστιατορίου και ξενοδοχείου, χωρίς όμως κρεβάτια. Σ' αυτό καταστάλαζαν οι Ελληνες που έρχονταν από τα διάφορα μέρη φοβούμενοι τους Τούρκους. Οπως αναφέρουν διάφοροι χρονογράφοι, οι πρώτοι Πειραιώτες, ήταν Ελληνες που μετά την Επανάσταση έφταναν απ' όλα τα τουρκοκρατούμενα μέρη της Ελλάδας.
Με τον καιρό, και με κάτι παλιόξυλα, κατασκεύασαν τις πρώτες παράγκες και άρχισε κάποια κίνηση. Οι παράγκες αυτές δεν ξεχώριζαν αν ήταν δωμάτια, εργαστήρια ή μαγαζιά. Αργότερα πλήθυναν οι κάτοικοι και στις 23 Δεκεμβρίου του 1835 ορκίστηκαν οι πρώτοι δημοτικοί άρχοντες, με δήμαρχο τον Υδραίο έμπορο Κυριάκο Σερφιώτη.
1780.- Ο Πειραιάς πάντα έρημος. Μόνες «εστίες» ζωής το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και το σπίτι του Γάλλου Ωμπέρτ, μετέπειτα Καϋράκ.
1790.- Δημιουργία «ασκηταριού» μοναχών σε σπηλιά του λόφου Βώκου- σήμερα ναός Ζ. Πηγής Παλαιοημερολογιτών.
1792.- Προσπάθεια για αξιοποίηση του Πειραιά, με εγκατάσταση των Υδραίων, που είχαν εγκαταλείψει το νησί τους, μετά από φοβερή επιδημία, ματαιώνεται εξαιτίας της αντίδρασης των Αθηναίων, κυρίως, ιδιοκτητών της περιοχής. Αργότερα χτίζουν τον Αγιο Νικόλαο.
1806.- Ο Σατωμπριάν επισκέπτεται τον Πειραιά και υπογραμμίζοντας την ερήμωση του τόπου παρατηρεί ότι «δεν διέκρινε ούτε μίαν λέμβον». Και προσθέτει: «Θλιβερός φρουρός εις την παραλίαν και παράδειγμα ηλιθίου υπομονής εις Τούρκος τελωνοφύλαξ κάθηται αυτού καθ' όλον το έτος, εντός αθλίου παραπήγματος. Μήνες παρέρχονται χωρίς να ίδη καταπλέον κανένα πλοίον...».
1811.- (Καλοκαίρι). Ο Λόρδων Βύρων, δεινός κολυμβητής, έχει κατεβεί στον Πειραιά για το καθημερινό μπάνιο του. Σε μια στιγμή συναντά μια ομάδα Τούρκων, που ετοιμάζονταν να τιμωρήσουν με πνιγμό μια μοιχαλίδα. Τάζει μπαξίσια στους Τούρκους, σώζεται η γυναίκα και ο ποιητής βρίσκει το κεντρικό θέμα του νέου έργου του « ο Γκιαούρ».
– Τον ίδιο χρόνο ενώ ο Βύρων φεύγει από τον Πειραιά με το πλοίο ΥΔΡΑ, φεύγει και το τελευταίο κομμάτι από τα «Ελγίνεια» μάρμαρα.
1814.- Το μήνα Μάϊο επισκέφθηκε τον Πειραιά ο Ουίλλιαμ Τάρνερ διπλωματικός υπάλληλος στην Αγγλική Πρεσβεία της πόλης. Ο Τάρνερ γράφει:
«Χωρίς να καθυστερήσω άλλο ξεκίνησα να επισκεφθώ τα αρχαία. Ανέβηκα στην Ακρόπολη. Μπροστά μου ο περίφημος ναός του Θησέα. Με συγκίνηση στάθηκα πάνω στην Πνύκα όπου ο Δημοσθένης έβγαλε τους περίφημους λόγους του προς τους Αθηναίους. Ανέβηκα στον Αρειο Πάγο και στο λόφο των Νυμφών απ όπου είδα τον Πειραιά, την πόλη του Θεμιστοκλή και την Σαλαμίνα. Το βράχο που κάθισε ο Ξέρξης για να παρακολουθήσει τη ναυμαχία.
1815.- Κοντά στο Τελωνείο, υπάρχει ένα πηγάδι απ όπου οι ξένοι που φθάνουν στο Πόρτο Λεόνε, Πειραιά, μπορούν πάρουν νερό. Στον πηγάδι αυτό που βρισκόταν στην αρχή της σημερινής οδού 2ας Μεραρχίας, πρώην Αιγέως, το 1860 τοποθετήθηκε τρόμπα – αντλία- για να παίρνουν τα πλοία και από αυτήν πήρε το όνομά της η Τρούμπα.
1816.- Το Φλεβάρη του χρόνου αυτού ένα μικρό τρικάταρτο αποβιβάζει στον Πειραιά μιαν ιστορική βασίλισσα: τη βασίλισσα της Αγγλίας Καρολίνα. Η εποχή ήταν σκοτεινή για την Ελλάδα, και ζούσε κάτω από τη σκιά της τρομοκρατίας. Παρ' όλα αυτά ο πληθυσμός της Αθήνας, μόλις πληροφορήθηκε την άφιξη της «υψηλής» ξένης, κατέβηκε σύσσωμος στον Πειραιά για να την υποδεχθεί. Η βασίλισσα, που συνοδευόταν από τον Ιταλό τυχοδιώκτη Βαρθολομαίο Περγκάμι, τόσο πολύ ενθουσιάστηκε ώστε, αντί ν' ανέβει στην πρωτεύουσα με το άλογο που της έφεραν, κίνησε με τα πόδια. Ενας από τους προύχοντες των Αθηνών, ο Μιχαήλ Αρμάος, που μιλούσε αρκετά καλά τα αγγλικά της εξήγησε ότι οι δρόμοι ήταν ακατάλληλοι για τα «ευγενικά της βήματα». Ηταν όλοι κατεστραμμένοι και γεμάτοι λάσπες. Η Καρολίνα χαμογέλασε:
--- Δεν πειράζει, είπε. Στον ωραίο σας τόπο, όλα πρέπει να έχουν αξία. Ακόμη και οι λάσπες.
Πριν ανεβεί στην Αθήνα επισκέφθηκε τις αρχαιότητες που υπήρχαν στον Πειραιά.
Υστερα περπάτησε, ακολουθούμενη από τον πληθυσμό, δυο ολόκληρες ώρες. Οταν έφτασε στην Αθήνα, όχι μόνο δεν έδειξε καμιά κούραση, αλλά θέλησε να επισκεφθεί αμέσως τους αρχαιολογικούς χώρους.
--- Θεέ μου, φώναξε η βασίλισσα μόλις είδε τον Παρθενώνα. Τέτοια ιερή ομορφιά, πώς είναι δυνατόν να βεβηλώνεται από την παρουσία αυτών των ανθρώπων;
Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ
1821.-
Την άνοιξη του 1821 ο Πειραιάς ήταν ένας σχεδόν έρημος τόπος. Υπήρχαν μόνο το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, μερικά σκόρπια σπιτάκια και το παράπηγμα του Τούρκου Τελώνη με τον πύργο του.
Πέρα από αυτά υπήρχαν τα ψυχρά θλιβερά λείψανα, από τα τείχη του Θεμιστοκλή και του Κόνωνα.
Στη γη θαμμένα τα απομεινάρια της αρχαίας πόλης, που τη θαυμάσια ρυμοτομία της είχε χαράξει ο ξακουστός Μιλήσιος αρχιτέκτονας Ιππόδαμος, με εντολή του ίδιου του Περικλή. Κι ανάμεσα σ αυτά όσα αγάλματα και άλλα αξιόλογα αντικείμενα δεν είχαν κλαπεί, λεηλατηθεί, ή καταστραφεί.
Τίποτα δε θύμιζε ότι ο Πειραιάς ήταν κάποτε το μεγάλο λιμάνι της κραταιής Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η ίδια η Αθήνα, η γεννήτρα της δημοκρατίας ζούσε σε σκοτεινή και οπισθοδρομική σκλαβιά και κυβερνιόταν από άξεστους Τούρκους διοικητές, που μέσα στις μύριες όσες αυθαιρεσίες τους, αφήνανε, με το αζημίωτο, το λόρδο Ελγιν και τους ομοίους του να καταληστεύουν τα αρχαία αριστουργήματα.
Όμως ήρθε η ώρα του Ξεσηκωμού.
Ο άνθρωπος που θα οδηγούσε τους Ελληνες σ αυτόν, βγήκε από ανάμεσά τους. Ήτανε ο χωριάτης Μελέτης Βασιλείου απ' τη Χασιά (Φυλή), πατριώτης μυημένος στη Φιλική Εταιρία. Με το πρόσχημα ότι μπορούσε να κρατήσει την ασφάλεια της Αττικής, φυλάγοντας τα ορεινά περάσματα γύρω στην Πάρνηθα, πήρε άδεια απ' τους Τούρκους και συγκρότησε ένα ένοπλο τμήμα στο Μενίδι. Αυτοί οι οπλοφόροι ήταν η μαγιά του επαναστατικού στρατού της Αττικής.
Στις αρχές του Απρίλη του 1821 άρχισαν την ένοπλη δράση τους χτυπώντας τους Τούρκους στον Κάλαμο και απομονώνοντας την Αττική απ' το βοριά.
Ύστερα, αφού συνεννοήθηκε μυστικά με τους Αθηναίους, εξόρμησαν απ' το Μενίδι, απελευθέρωσαν την Αθήνα στις 26/4/1821 και πολιόρκησαν τους Τούρκους, που εγκαταλείψανε την κάτω πόλη και κλειστήκανε στην Ακρόπολη.
Την άλλη μέρα, 26 του Απρίλη, μπήκε στο λιμάνι του Πειραιά το πρώτο πλοίο με ελληνική σημαία. Ήταν ένα υδραίικο πλοίο με 11 κανόνια και καπετάνιο το Γιώργη Νέγκα, που ήρθε να ενισχύσει τους επαναστάτες της Αττικής, σταλμένο - από τη διοίκηση της Ύδρας που την ασκούσε τότε ο λαϊκός αγωνιστής Αντώνης Οικονόμου, ο άνθρωπος που ανάγκασε τους εφοπλιστές του νησιού να βγουν στον αγώνα. Στο μεταξύ είχαν επαναστατήσει, εκτός από τις Σπέτσες την Ύδρα και τον Πόρο, και τα κοντινότερα στον Πειραιά νησιά Σαλαμίνα, Αίγινα, και Τζια. Όλα αυτά τα νησιά μείνανε λεύτερα μέχρι το τέλος της Επανάστασης και στάθηκαν πολύτιμο έρεισμα, για την ηπειρωτική Αττική, που γνώρισε πολλές περιπέτειες μέχρι να φύγει κι ο τελευταίος Τούρκος απ' αυτή, το 1833.
Ο Αντώνης Οικονόμου, ο άνθρωπος που ξεσήκωσε την Ύδρα και που επί των ημερών του ήρθε το πρώτο πλοίο με Ελληνική Σημαία στο λιμάνι του Πειραιά, κυνηγήθηκε και τελικά δολοφονήθηκε στις 16/12/1821 έξω από το Αργος από Ελληνες.
Αφού η Επανάσταση απλώθηκε, ο Πειραιάς πήρε αρκετή ζωή, καθώς έγινε πέρασμα για τον εφοδιασμό των επαναστατών στην ξεσηκωμένη Αττική.
Όμως, τον Ιούλιο του 1821, κατέβηκε ο Ομέρ Βρυώνης για την Αθήνα. Οι κάτοικοι της ακολουθώντας την ίδια τακτική με τους προγόνους τους, στους Μηδικούς πόλεμους, καταφύγανε στα «ξύλινα τείχη» και τράβηξαν για τα νησιά και κυρίως για την κοντινή Σαλαμίνα. απ' όπου επιχειρούσαν ξαφνικές παρενοχλητικές καταδρομές, κατά του Ομέρ Βρυώνη.
Ο Βρυώνης ναύλωσε τότε δύο ολλανδικά πλοία που βρισκόντουσαν στο λιμάνι του Πειραιά, επιβίβασε στρατό και ετοιμάστηκε για απόβαση στην αντικρινή Σαλαμίνα. Καθώς όμως ετοιμαζόταν να αποπλεύσει, μπήκε αποφασιστικά στην έξοδο του λιμανιού το υδραίικο πλοίο του Λάζαρου Βόγλη «ΜΕΝΤΟΡΑΣ» με καπετάνιο τον Κώστα Μεθενίτη και ματαίωσε τα σχέδια του πασά. Έτσι ο Βρυώνης έμεινε στην Αττική και επιχείρησε μια τελευταία προσπάθεια ενάντια στην Σαλαμίνα, αλλά τον αποκρούσανε οι Κουλουριώτες με αρχηγό το Γιώργο Γκλύστη στη στενή παραθαλάσσια διάβαση του Κερατόπυργου, εκεί που είναι σήμερα το Νέο Ικόνιο.
Τελικά ο Βρυώνης εγκατέλειψε την Αττική τον Οκτώβρη του 1821, μη αντέχοντας τον αδιάκοπο κλεφτοπόλεμο που του κάνανε σι επαναστάτες. Σε ένα, μάλιστα επεισόδιο κινδύνεψε να σκοτωθεί απ' τον τολμηρό Αθηναίο Δήμο Ρούμπεση, που χτυπήθηκε την τελευταία στιγμή απ' τους υπασπιστές του πασά.
Όταν έφυγε ο Βρυώνης και ανάσανε λίγο ο τόπος, οι Έλληνες ξαναπήραν την Αθήνα και πολιόρκησαν τους Τούρκους στην Ακρόπολη.
Οι Τούρκοι αντέξανε πολιορκημένοι επτά μήνες, μέχρι που παραδόθηκαν στις 10 Ιουνίου 1822. Από τους 2.500 που ήταν στην αρχή, είχανε μείνει μόνο 1.160, που οι πιο πολλοί δε θέλησαν να κάνουν χρήση του άρθρου 5 της συνθήκης παράδοσης και να φύγουν για την Τουρκία, αλλά μείνανε στην Αθήνα.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασε η είδηση ότι κατεβαίνει για την επαναστατημένη Ελλάδα ο Δράμαλης. Στην Αθήνα ξεσπάσανε ταραχές και πολλοί Τούρκοι πέσανε θύματα του ξεσηκωμένου όχλου. Όσοι γλίτωσαν, με τη φροντίδα και την προστασία του Αυστριακού πρόξενου, κατέβηκαν στον Πειραιά και έφυγαν για τη Σμύρνη.
Καθώς ο Δράμαλης κατέβαινε απειλητικός οι Αθηναίοι φύγανε ξανά και σκόρπισαν στα βουνά και στα νησιά. Μόνο πάνω στην Ακρόπολη έμεινε μια φρουρά από 500 άνδρες. Ο Δράμαλης όμως δεν ήρθε προς την Αθήνα, αλλά τράβηξε βιαστικός για το Μοριά όπου βρήκε το χαμό του στα Δερβενάκια.
Ένα μήνα περίπου μετά την καταστροφή του Δράμαλη, στις 22 Αυγούστου 1822, ήρθε στην Αθήνα ο Οδ. Ανδρούτσος. Συγκάλεσε συνέλευση αντιπροσώπων της Στερεάς, όπου του δόθηκε το αξίωμα του αρχιστράτηγου, εγκατέστησε φρούραρχο στην Αθήνα το φίλο του Γιάννη Γκούρα και έφυγε για την Παρνασσίδα για να σταματήσει τον Κιοσσέ Μεχμέτ που ερχόταν προς τα κάτω. Και πράγματι, ο δαιμόνιος Οδυσσέας, πότε με τα όπλα, πότε με απειλές και απατηλές ενέργειες, κατάφερε να κρατήσει για καιρό τους Τούρκους μακριά από την Ανατολική χέρσα Ελλάδα. Έτσι πέρασαν οι χρονιές 1823 και 1824 μέσα σε μια επικίνδυνη ησυχία για την Αττική, που την τάραζαν αδιάκοπα οι απανωτές επιδρομές του Ομέρ Μπέη της Εύβοιας. Σ' αυτό το διάστημα ο Πειραιάς κρατούσε συνεχώς το ρόλο του πρόχειρου κέντρου εφοδιασμού των επαναστατών που γινόταν με υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία.
Μόλις μπήκε ο επόμενος χρόνος, το 1825, φτάσανε στον Πειραιά πολλοί εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τα Ψαρά, που γύριζαν εδώ κι εκεί μετά την καταστροφή της ηρωικής πατρίδας τους τον Ιούνιο του 1824. Με άδεια της Κυβέρνησης εγκατασταθήκανε προσωρινά σε «εθνική γη» στον Πειραιά και σε μοναστηριακές εκτάσεις του Αγίου Σπυρίδωνα. Η εγκατάστασή τους προκάλεσε την αντίδραση των Αθηναίων, που υπέβαλαν υπομνήματα διαμαρτυρίας στην Κυβέρνηση, αλλά και στείλανε αντιπροσωπεία από τον ηγούμενο του Αγ. Σπυρίδωνα Συμεώνα Μαρμαροτούρη και τον πρόκριτο κυρ-Αγγελάκη Καγγελέρη για να υποστηρίξουν και προφορικά τις απόψεις τους.
Ενώ διαρκούσε η Επανάσταση το 1825, ελήφθη η πρώτη απόφαση της δημιουργίας του Νεωτέρου Πειραιά με την εγκατάσταση σ' αυτόν των Ψαριανών. Αυτοί είχαν αξιώσει ν' ανεγερθεί το τότε σωζόμενο σε αρκετά σημεία βόρειο τμήμα του Πειραϊκού περιβόλου.
Προς τούτο το Μινιστέριον (υπουργείον) των Εσωτερικών έστειλε εις τον Πειραιά Επιτροπήν Ψαριανών και τον Κωνσταντίνον Δεληγιάνην, να ερευνήσουν το θέμα. Σε αναφορά του γράφει, ότι «εδιασχοίνισε το παλαιόν θεμέλιον του Πειραιώς εις το οποίον μέλλει να γίνη το τείχος κατά ζήτησιν των Ψαριανών» από της Λιμνοθαλάσσης, που έφθανε περίπου ως τον Ηλεκτρικό Σταθμό, μέχρι του Μικρολίμανου και βρήκε ότι ήταν βήματα 2.560. Έγραψε επίσης στην αναφορά του ότι η έκταση που επρόκειτο να οικοδομηθεί η πόλη στο λιμάνι, ήταν 47 στρέμματα.
Οι Ψαριανοί στείλανε και αντιπροσωπεία από τον ηγούμενο του Αγ. Σπυρίδωνα Συμεώνα Μαρμαροτούρη και τον πρόκριτο κυρ-Αγγελάκη Καγγελέρη για να υποστηρίξουν και προφορικά τις απόψεις τους.
Αλλά σχετικά με την εγκατάσταση των Ψαριανών στον Πειραιά αντέδρασαν οι Αθηναίοι, οι οποίοι τελικά πέτυχαν να την ματαιώσουν.
Τελικά οι Ψαριανοί φύγανε και εγκατασταθήκανε στην περιοχή της αρχαίας Ερέτριας, στην Εύβοια, που λέγεται από τότε και Νέα Ψαρά.
Μα αν ο εποικισμός με Ψαριανούς απέτυχε, άλλοι, Χίοι, Κρήτες, Υδραίοι, Μανιάτες, κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στον Πειραιά και να τον δημιουργήσουν.
Στις 5 Ιουλίου 1825, τη νύχτα, έγινε ένα δραματικό γεγονός στην Ακρόπολη: ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, με εντολή του φίλου του και ψυχαδερφού του Γιάννη Γκούρα, δολοφονήθηκε και πετάχτηκε κάτω απ' το βράχο.
Μπήκε το 1826. Απρίλη μήνα έπεσε το ηρωικό Μεσολόγγι, μετά από τη θρυλική έξοδο της φρουράς του. Ο ένας απ' τους πολιορκητές, ο Ιμπραήμ τράβηξε για το Μοριά. Ο άλλος, ο Κιουταχής τράβηξε για την Αθήνα, αφού προηγουμένως εξασφάλισε τους δρόμους ανεφοδιασμού του βάζοντας όπου έπρεπε φρουρές.
Στις 3 Ιουλίου η εμπροσθοφυλακή του Κιουταχή φτάνει στα Πατήσια. 16 Ιουλίου φτάνει κι ο ίδιος ο Κιουταχής, 3 του Αυγούστου παίρνει την Αθήνα και πολιορκεί τους Έλληνες, που μ' αρχηγό το Γκούρα είναι κλεισμένοι στην Ακρόπολη.
Η Κυβέρνηση στο Ναύπλιο τάχει χαμένα, ψάχνει να βρει το στρατιωτικό ηγέτη που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή, για να κρατηθεί η Αθήνα και να μη σβήσει η επανάσταση στη Ρούμελη. Όλα τα βλέμματα τότε πέφτουν πάνω σ' έναν πραγματικό λαϊκό ηγέτη, το Γεώργιο Καραϊσκάκη, το νόθο γιο της καλογριάς, που χάρη στις ικανότητες, την παλικαριά του και την αδούλωτη ψυχή του μπόρεσε να βρει το δρόμο του, ενάντια στη μαύρη μοίρα της ζωής του και να φτάσει να γίνει απ' τους πρώτους του αγώνα.
Στις 20 Ιουλίου 1826 παίρνει την Κυβερνητική εντολή και με 600 διαλεγμένους άντρες φεύγει απ' το Ναύπλιο κι έρχεται στη Σαλαμίνα.
Σαν έφτασε εκεί κάποιος του υπόδειξε την περιοχή του Πειραιά, σαν κατάλληλο τόπο για τη δημιουργία ενός προγεφυρώματος στην ηπειρωτική Αττική. Παίρνει ένα καΐκι και στις 31/7/1826 έρχεται με 20 άντρες για μια αναγνώριση του Πειραιά. Πέφτει όμως πάνω σε μια τούρκικη περίπολο που ενέδρευε και μόλις προλαβαίνει να γλιτώσει. Επτά σύντροφοι του μένουν στα χέρια των Τούρκων και σκοτώνονται.
Ύστερα απ' αυτό το επεισόδιο περνάει απέναντι στην Ελευσίνα και στήνει εκεί το στρατόπεδο του. Στις 6 και 8 Αυγούστου 1826 επιχειρεί μια διείσδυση στον κάμπο της Αθήνας απ' τη διάβαση του Δαφνιού και δίνει αμφίρροπη μάχη στο Χαϊδάρι.
Στις 10 Αυγούστου συναντιέται με τον ίδιο τον Κιουταχή, πάνω στη ναυαρχίδα του Γάλλου στόλαρχου της Ανατολικής Μεσογείου Χένρυ Δεριγνύ, που βρίσκεται στο Αμπελάκι της Σαλαμίνας. Ήταν μια «στημένη» συνάντηση, που δείχνει το ενδιαφέρον που είχε κάθε μεγάλη δύναμη, για την ευνοϊκότερη προς το συμφέρον της έκβαση του ελληνικού αγώνα. Ο Κιουταχής απ' την κουβέντα που έκανε με τον Καραϊσκάκη, καταλαβαίνει την πίστη και την προσήλωσή του στον απελευθερωτικό αγώνα και κάποιες ελπίδες που έτρεφε για συνεννόηση μαζί του εξανεμίζονται. Μετά απ' αυτή τη συνάντηση ο Καραϊσκάκης, μπροστά στο γεγονός της στρατιωτικής ανωτερότητας του Κιουταχή, στο πεδινό έδαφος γύρω στην Αθήνα, άρχισε να σκέπτεται, να βρει τρόπο, να τον αποκόψει απ' τις γραμμές εφοδιασμού του και να τον φθείρει σιγά-σιγά μες στον άνυδρο κάμπο της Αθήνας. Αποφασίζει λοιπόν να κάνει μια αστραπιαία εκστρατεία στην ενδοχώρα της Ρούμελης για να καταστρέψει τις τούρκικες βάσεις και να διαλύσει το σύστημα ανεφοδιασμού του Κιουταχή. Προτού όμως φύγει, σχεδιάζει τρεις επιχειρήσεις, για διάσπαση του κλοιού των Τούρκων γύρω από την Ακρόπολη και ενίσχυση των πολιορκημένων. Η πρώτη στις 12 και 27 του Σεπτέμβρη 1826, από 200 Επτανήσιους με αρχηγό το Γεράσιμο Φωκά αποτυχαίνει. Η δεύτερη στις 11 του Οκτώβρη 1826, από 400 αγωνιστές με αρχηγό το Νικόλαο Κριεζή, ξεκινώντας από τον Πειραιά πετυχαίνει —και ανεβαίνουν στην Ακρόπολη. Η τρίτη στις 30 του Νοέμβρη 1826, από 540 Έλληνες και ξένους Φιλέλληνες με αρχηγό το Γάλλο συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο, ξεκινώντας απ' το Φάληρο, πετυχαίνει επίσης, και ανεβαίνουν στην Ακρόπολη.
Στο μεταξύ, στις 30 Σεπτέμβρη, τη νύχτα μια τούρκικη σφαίρα χτυπάει στο κεφάλι το Γκούρα και τον ρίχνει νεκρό στα Προπύλαια, κοντά στο μέρος που πριν 15 μήνες είχε δολοφονηθεί με διαταγή του ο Ανδρούτσος.
Μετά το θάνατο του Γκούρα, τη διοίκηση των πολιορκημένων της Ακρόπολης ανέλαβε μια τετραμελής επιτροπή υπό τον Μακρυγιάννη. Ενώ όμως η πολιορκία της Ακρόπολης συνεχίζεται, ο Καραϊσκάκης έχει εξορμήσει από τις 25 του Οκτώβρη και σαρώνει τη Ρούμελη. Μέσα σε 4 μήνες δεν έχει μείνει Τούρκος πουθενά. Δόμβραινα, Δίστομο, Αράχωβα, Άμφισσα, Τιθορέα ήτανε μια σειρά νίκες που απομονώσανε και φέρανε σε δύσκολη θέση το στράτευμα του Κιουταχή.
Ο Μακρυγιάννης πάνω στην Ακρόπολη, βλέποντας ότι ο Καραϊοκάκης έλειπε στην εκστρατεία, χωρίς να έχει ειδήσεις του και ότι ο Κιουταχής έμενε ανενόχλητος, αποφάσισε να στείλει κάποιον να εκθέσει τις ανάγκες των πολιορκημένων στην Κυβέρνηση. Οι πολιορκημένοι επιμένανε να πάει ο ίδιος, που είχε μεγαλύτερο κύρος για να έχει αποτελεσματικότητα το διάβημα. Ο Μακρυγιάννης παρόλο που είχε τρεις πληγές ανοιχτές, από πρόσφατη μάχη, το αποφάσισε και μαζί με άλλους 5 όρμησε έξω τη νύχτα στις 17 του Νοέμβρη 1826. Πέρασε επεισοδιακά ανάμεσα απ' τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στην Κυβέρνηση, στην Αίγινα.
Γύρισε πίσω μετά από 2 μήνες, στις 24 Γενάρη 1827, μαζί με το Σκωτσέζο Φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον και το Χαράλαμπο Ιγγλέση. Αποβιβάστηκαν στο Πασαλιμάνι, ανατρέψανε την παράκτια τούρκικη άμυνα, περιόρισαν τους Τούρκους στον Άγιο Σπυρίδωνα και οχυρώθηκαν στην Καστέλα.
Την άλλη μέρα, 25 και 26 του Γενάρη 1827, μπήκε στο λιμάνι του Πειραιά το πρώτο ελληνικό πολεμικό ατμόπλοιο, η «ΚΑΡΤΕΡΙΑ» και βομβάρδισε τους Τούρκους που ήταν κλεισμένοι στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήταν η πρώτη στον κόσμο πολεμική επιχείρηση από ατμόπλοιο και ο Πειραιάς είχε το προνόμιο αυτής της πρωτιάς.
Μετά από δύο μέρες, στις 27 του Γενάρη 1827, οι Έλληνες είχαν μια σημαντική αποτυχία στο Καματερό, κοντά στα Λιόσια. Το τούρκικο ιππικό με μια θυελλώδη επέλαση συνέτριψε ένα ελληνικό στρατιωτικό τμήμα που διοικούσε ο κεφαλλονίτικης καταγωγής Διονύσιος Βούρβαχης, συνταγματάρχης του Γαλλικού στρατού, που σκοτώθηκε στη μάχη.
Ύστερα απ' αυτή την αποτυχία, που έδειξε την υπεροχή του Κιουταχή στις μάχες «εκ παρατάξεως» και ιδιαίτερα του ιππικού του, οι Έλληνες πάθανε μια πτώση του ηθικού τους και αδρανήσανε. Σ' αυτή την κατάσταση τους βρήκε ο Καραϊσκάκης όταν γύρισε στην Ελευσίνα τροπαιούχος, μετά από τη νικηφόρα εκστρατεία της Ρούμελης, ένα μήνα μετά την καταστροφή του Βούρβαχη στις 28 Φλεβάρη 1827. Είχε μαζί του μόνο 1.000 άνδρες, γιατί είχε διασπείρει τους υπόλοιπους σε διάφορες θέσεις να φυλάνε τη Στερεά.
Χωρίς να χασομερήσει μάζεψε κοντά του τα υπολείμματα του στρατού του Βούρβαχη και όσους άλλους μπόρεσε και σχημάτισε ένα στράτευμα 3.500 ανδρών.
Στις 2 του Μάρτη μετακινήθηκε νύχτα απ' την Ελευσίνα στο Κερατσίνι, όπου τελικά φτάσανε λιγότεροι από 1.500 άνδρες, γιατί οι άλλοι στη διάρκεια της νυχτερινής πορείας, μέσα απ' την ορεινή διάβαση του Σχιστού, έφυγαν. Αυτή όμως η λιποταξία λειτούργησε σαν σωστή επιλογή, γιατί όσοι απομείνανε ήταν αποφασισμένοι να σταθούν εκεί και να πολεμήσουν. Πράγματι την άλλη μέρα 3 του Μάρτη ο Κιουταχής, καλά πληροφορημένος για την άφιξη του Καραϊσκάκη στο Κερατσίνι, έστειλε 800 πεζούς και 400 ιππείς να χτυπήσουν τα πρόχειρα οχυρώματα, που είχαν φτιάξει μες στη νύχτα οι Έλληνες, στο λόφο του Αγίου Γεωργίου. Όμως οι Τούρκοι παρά την προσπάθεια τους δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τις ελληνικές θέσεις. Την άλλη μέρα, 4 του μήνα, ο Κιουταχής ήρθε με 4.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Χώρισε τη δύναμη του σε 3 τμήματα. Το πρώτο το έστειλε στη μάντρα του Σαρδελά. Στη θέση Μετόχι, ανατολικά απ' το λόφο του Αγίου Γεωργίου και βόρεια απ' τη σημερινή κεντρική πλατεία Κερατσινίου. Τη μάντρα αυτή την είχε πιάσει, με εντολή του Καραϊσκάκη, ένα επίλεκτο ελληνικό τμήμα από 250 άνδρες. Οι κλεισμένοι στη μάντρα αντιμετωπίσανε νικηφόρα την επίθεση, όλη μέρα, και προκαλέσανε μεγάλη φθορά στους Τούρκους.
Το δεύτερο τμήμα (κυρίως ιππικό), επιτέθηκε στις κεντρικές θέσεις του Κερατσινίου με σκοπό να καταλάβει το λόφο του Αγίου Γεωργίου, όπου στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, του μόνου που υπήρχε τότε στο λόφο και που σώζεται ως τα σήμερα, είχε ο Καραϊσκάκης το σταθμό διοίκησης του.
Μπροστά στο τουρκικό ιππικό αντιπαρατάχθηκε το μικρό τμήμα του ελληνικού ιππικού, με αρχηγό το γενναίο Χατζή-Μιχάλη Νταλιάνη, που σκοτώθηκε αργότερα στο Φραγκοκάστελλο των Σφακιών της Κρήτης και σύνδεσε το όνομα του με το φαινόμενο και το θρύλο των Δροσουλιτών.
Ο Χατζημιχάλης παράσυρε το τούρκικο ιππικό μέσα στην κοιλάδα του Κερατσινίου προς τη θάλασσα, όπου τους παγίδευσαν οι άντρες που ο Καραϊσκάκης είχε παρατάξει στους υπερκείμενους λόφους. Οι Τούρκοι άρχισαν να δέχονται πυρά από παντού. Τότε ο Χατζημιχάλης γύρισε πίσω και τους χτύπησε, καθώς κάνανε αρχή να υποχωρούν. Σε λίγο τους ακολούθησαν κι άλλοι Τούρκοι, που χτυπούσαν τη μάντρα και η υποχώρηση γενικεύτηκε και μετατράπηκε σε φυγή.
Οι Έλληνες του λόφου της Καστέλας βλέποντας τους Τούρκους να φεύγουν σε κακή κατάσταση προς την Αθήνα επιτέθηκαν και τους πλαγιοκόπησαν. Όμως ο Κιουταχής δεν ήταν Δράμαλης. Έριξε στη μάχη το τρίτο τμήμα του στρατού του, που είχε την πρόνοια να το κρατήσει για εφεδρεία και σιγά-σιγά απαγκιστρώθηκε και συμπτύχθηκε με τάξη προς την Αθήνα. Άφησε πίσω του 300 νεκρούς και είχε 500 τραυματίες. Όμως δεν εγκατέλειψε ολοκληρωτικά την περιοχή του Πειραιά, αλλά διατήρησε τις θέσεις του στο βόρειο μέρος του λιμανιού από Καστράκι (Δραπετσώνα), Άγιο Διονύση, μέχρι Άγιο Σπυρίδωνα.
Μετά από έναν ανεπιτυχή αιφνιδιασμό που επιχείρησε ο Κιουταχής προς τις θέσεις του Καραϊσκάκη, απ' την περιοχή του Κορυδαλλού στις 22 του Μάρτη, δεν ξαναεπιτέθηκε εναντίον του Κερατσινίου.
Ετσι, το στρατόπεδο στο Κερατσίνι ενισχύθηκε σε τέτοιο σημείο, που έφτασε περίπου τους 10.000 άντρες, Ρουμελιώτες, Μοραίτες, Μακεδόνες, Νησιώτες, Κρητικούς. Τα οχυρώματά τους πιάνανε όλο το βορειοδυτικό Πειραιά και από τότε έμεινε η περιοχή αυτή με το όνομα «Ταμπούρια». Ο Καραϊσκάκης, ασκώντας τη διοίκηση, τώρα, κάτω απ' την εποπτεία των Άγγλων Κόχραν και Τζώρτς που του επέβαλε σαν αρχιστράτηγους η Κυβέρνηση, επιχείρησε την τελική του επίθεση προς τις θέσεις που διατηρούσαν οι Τούρκοι στο βόρειο μέρος του λιμανιού. Η επίθεση εκδηλώθηκε το πρωί στις 13 του Απρίλη από τα σημεία:
— Κερατσίνι με τον Καραϊσκάκη
— Από την Καστέλα με το Μακρυγιάννη, και
— Από το νότιο Πειραιά όπου είχε αποβιβαστεί ένα τμήμα από Υδραίους, Κρανιδιώτες κ.α.
Η τούρκικη αμυντική διάταξη κατέρρευσε, καθώς οι τρεις αιχμές της επίθεσης, συγκλίνανε προς το κέντρο και δεν απόμειναν παρά 300 Αρβανίτες μέσα στον Αγιο Σπυρίδωνα, που συνθηκολόγησαν σε τρεις μέρες μετά από άγριο κανονιοβολισμό του μοναστηριού απ' τα πλοία. Καθώς όμως οι Αρβανίτες φεύγανε υπέστησαν επίθεση από απειθάρχητα ελληνικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να υπάρξουν απώλειες κι απ' τις δυο μεριές και να κινδυνεύσει ο ίδιος ο Καραϊσκάκης.
Μετά την άλωση της Μονής του Αγ. Σπυρίδωνα ενώθηκαν οι Έλληνες Καστέλας και Κερατσινίου και ο Καραϊσκάκης μετέφερε τη βάση του στην Καστέλα.
Το απομεσήμερο, στις 23 του Απρίλη 1827, ανήμερα στη γιορτή του, του Αγ. Γεωργίου, βρισκόταν με πυρετό στη σκηνή του. Άκουσε χαμηλά στην αρχή του κάμπου του Ν. Φαλήρου τουφεκιές. Ετρεξε τότε έφιππος με μια μικρή ομάδα να σταματήσει την αψιμαχία, που είχαν αρχίσει οι προφυλακές με μια τούρκικη περίπολο. Και 'κει κάτω από συγκεχυμένες συνθήκες, χτυπήθηκε από σφαίρα στο υπογάστριο. Μεταφέρθηκε τραυματισμένος στη γολέτα «ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ» όπου ξεψύχησε το ίδιο βράδυ. Την άλλη μέρα μέσα σε βαρύ πένθος τον θάψανε στον περίβολο του Αγ. Δημήτρη, στην πόλη της Σαλαμίνας, όπως εκείνος ζήτησε.
Την επόμενη κιόλας μέρα, αδιαφορώντας για τις ολέθριες συνέπειες που είχε στο ηθικό του ελληνικού στρατεύματος ο θάνατος του Καραϊσκάκη, οι δυο Άγγλοι που ασκούσαν τη διοίκηση από τα πλοία, διατάξανε γενική επίθεση προς Αθήνα. Η επίθεση άρχισε από μια κατεύθυνση με αφετηρία το Π. Φάληρο (Τρεις Πύργοι) και κατάληξη την Ακρόπολη. Πάνω στον άξονα, περίπου, της σημερινής Λεωφόρου Συγγρού. Όταν ζούσε ο Καραϊσκάκης είχε άλλα σχέδια για την τελική επίθεση, που την ήθελε από πολλά σημεία, για να απασχολήσει πολλαπλά την τούρκικη άμυνα και όχι με μιας, αλλά με σταδιακή οργανωμένη προώθηση, μέχρι τον αντικειμενικό σκοπό. Τώρα όμως οι Άγγλοι αρχηγοί βιάζονταν και τελικά τα σχέδια τους καταλήξανε σε μια χωρίς προηγούμενο καταστροφή, που έμεινε στην ιστορία ως καταστροφή του Ανάλατου.
Μετά από την καταστροφή κάποια υπολείμματα των ελληνικών δυνάμεων με το Νικηταρά, κράτησαν την περιοχή του Πειραιά για λίγες ακόμα μέρες. Αλλά κάτω απ' τις συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων και την πείνα, αναγκάστηκαν να φύγουν με καϊκια απ' το Τουρκολίμανο. Στις 16/5/1827 φύγανε κι οι τελευταίοι με το Νικηταρά. Ο Πειραιάς έμεινε στα χέρια των Τούρκων. Στις 25 του Μάη 1827 συνθηκολόγησε η φρουρά της Ακρόπολης. Ο Κιουταχής τους κατέβασε στον Πειραιά και τους άφησε να περάσουν στην ελεύθερη Ελλάδα με γαλλικά και αυστριακά πλοία.
Η Αττική ελευθερώθηκε μετά την άφιξη του Καποδίστρια από το Δημ. Υψηλάντη στα 1828. Όσο όμως το θέμα της ελληνικής ανεξαρτησίας παρέμενε διπλωματικά εκκρεμές, ο Σουλτάνος διατηρούσε φρουρές σε ορισμένες θέσεις. Μια απ' αυτές ήταν και η Ακρόπολη, που η τούρκικη φρουρά αποχώρησε στις 31 του Μάρτη 1833, δώδεκα ολόκληρα χρόνια από τότε που ο Μελέτης Βασιλείου άρχισε την επανάσταση στην Αττική. Ο λαϊκός αυτός αγωνιστής από τη Χασιά, ο πρωτοεπαναστάτης της Αττικής, σκοτώθηκε το Μάη του 1824 από Ελληνες.
ΑΠΟ ΤΟ 1827 ΩΣ ΤΟ 1900
Ανέκαθεν υπήρχε ένας «ακήρυχτος πόλεμος μεταξύ Αθήνας και Πειραιά.
Η ΑΘΗΝΑ ήταν η πρωτεύουσα όλης της χώρας.
Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ η ναυτική και εμπορική πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Κι η μία επεδίωκε να υπερκεράσει την άλλη σε πρόοδο.
1825,- Προσπάθεια των Ψαριανών να εγκατασταθούν στον Πειραιά, μετά το ολοκαύτωμα του νησιού τους, αποτυγχάνει. Αντιδρούν οι Αθηναίοι που έχουν κτήματα στον Πειραιά και το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα που κατέχει μεγάλες εκτάσεις.
1827.- 26 Ιανουαρίου του 1827, η "Γενική Εφημερίς" που εκδίδεται στην Αίγινα την προσωρινή πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, καθιερώνει επισήμως του Πόρτο Λεόνε, με την αρχαία ονομασία του Πειραιεύς.
1829.- Εγκατάσταση των πρώτων «πέντε» οικιστών του νεότερου Πειραιά. Ανάμεσα τους κι ο Γιαννακός Τζελέπης.
Ο Πειραιάς σαν επίνειο των Αθηνών, μετά την δήωση και την πανωλεθρία αρχίζει να ζητάει ζωή. Έρημη τότε η παραλία. Την μονοτονία της διέκοπτε το ιστορικό μοναστήρι του Αγ. Σπυρίδωνος. Μπροστά από το μοναστήρι αυτό, υπήρχαν ερείπια μεσαιωνικού πύργου και λίγο πάρα πέρα ένα ξύλινο σπιτάκι που χρησίμευε σαν σταθμός τελωνειακός και τίποτε άλλο. Αυτή είναι η εικόνα κατ' αφήγηση ξένου, που πέρασε τότε από τον Πειραιά.
• Ως πρώτοι οικιστές του Πειραιά από επίσημο έγγραφο, παρουσιάζονται οι εξής πέντε: Ιω. Κατελούζος, Σπυρ. Διπλαράκης, Ιω. Τζελέπης, Αντ. Τζελέπης, Ν. Τζελέπης.
Στο νεκροταφείο της Ανάστασης και στην επιτάφια πλάκα του πρώτου οικιστή διαβάζουμε:
«Ω, διαβάτα, πρόσεχε, στον τάφο όπου βλέπεις, κοιμάται κι αναπαύεται ο Γιαννακός Τζελέπης. Αφήσας την πατρίδα του, Θετταλομαγνησίαν, αυτός την πρώτην έκτισε στον Πειραιά οικίαν». (Πέθανε το 1843).
Αργότερα, σαν πέθαινε κι' η γυναίκα του κάποιος πρόσθεσε έναν στίχο:
«Εν μέσω τόπου χλοερού κι η σύζυγός του η Φλωρού».
Σιγά - σιγά έφθαναν νησιώτες και στεριανοί που έφτιαχναν τις συνοικίες του. Επίσημοι συνοικισμοί θεσπισθέντες με Β.Δ. είτε με εγκυκλίους της κυβέρνησης, δυο μόνο έγιναν στον Πειραιά. Πρώτα, των Χίων και των Υδραίων. Ανεπίσημοι, όμως, συνοικισμοί υπήρχαν άλλοι τρεις, κάπως ασήμαντοι, των Βλαχοποιμένων, των Κρητών και των ξένων.
Ο Καποδίστριας αναθέτει τη σύνταξη του «σχεδίου της πόλεως» του Πειραιά από τον Κλεάνθη και το Σάουμπερτ.
1833.-Προς το τέλος του χρόνου 106 Χιώτες που βρίσκονται Σύρο, ζητούν να μεταναστεύσουν στον Πειραιά αλλά οι Αθηναίοι αντιδρούν και η κίνηση ματαιώνεται.
Φθάνουν όμως στον Πειραιά διάφοροι άλλοι Χαλκίδα και άλλα μέρη και εγκαθίστανται.
1834.- Σύνταξη νέου «σχεδίου της πόλεως» από τον Κλεάνθη και το Σάουμπερτ. Θεώρησή του από τον Κλένζε. Τότε, 18-9-1834, ένας αρχαιολόγος πρότεινε να γίνει πρωτεύουσα ο Πειραιάς. Αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε.
1834.- Οθωνας και Κυβέρνηση, εγκατεστημένοι στην ΑΘήνα πια, ίδρυσαν στον Πειραιά Υπολιμεναρχείο στο οποίο Λιμενάρχης τοποθετήθηκε ο Γάλλος Μπάντιν, μέχρι τότε Λιμενάρχης Ναυπλίου. Μέχρι τότε ο Πειραιάς ανήκε στο Λιμεναρχείο ΥΔρας. Διατάχθηκε ακόμη η κανονιοφόρος «Ανδρούτσος» να καταπλεύσει στο Πειραιά. Για να προστατεύσουν μάλιστα τους άνδρες του πληρώματός της από τη διαφθορά και το συγχρωτισμό τους με τα πληρώματα των εμπορικών πλοίων που ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, τους απαγόρευσαν την έξοδο και κυκλοφορία στην πόλη του Πειραιά.
Κατασκευάζεται η οδός ΑΘηνών -Πειραιώς από Βαυαρούς στρατιώτες που έχουν τελειώσει τη θητεία τους και μένουν να εργαστούν. Πολλοί παθαίνουν ελονοσία από τα έλη που βρίσκονται ΒΔ του Πειραιά.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΕΡΦΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
1835.- Ίδρυση του Δήμου Πειραιά. Πρώτος Δήμαρχος ο Κυριάκος Σερφιώτης. Κείνη τη χρονιά οι Αθηναίοι ζήτησαν να ενσωματωθεί ο Πειραιάς στο Δήμο τους, αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Ο Πειραιάς δεν έχει δημοτικό φωτισμό. Το πρώτο δημαρχείο λειτουργεί στο σπίτι του Κρητικού Εμμανουήλ Δεικτάκη.
Σήμερα χαίρεται κανείς να περπατάει τις νυχτερινές ώρες στον Πειραιά με τους άπλετα φωτισμένους δρόμους και τις πλατείες του. Από τα άκρα της πόλης μέχρι τα πιο κεντρικά της σημεία, ο ηλεκτροφωτισμός επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία.
Μα για να φθάσουμε στην εποχή του ηλεκτρικού διακόπτη με τις εν συνεχεία ευεργετικές επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων αυτής της πόλης, μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα μισοσκότεινης και γεμάτης ταλαιπωρίες διαδρομής.
Το θέμα του φωτισμού της πόλης έχει την ιστορία του. Ξεκίνησε από μια εποχή, που οι λιγοστοί άνθρωποι αυτοί του τόπου ζούσαν χωρίς αξιώσεις, χωρίς νυχτερινή, ζωή, δουλειά την ημέρα και ύπνος τη νύκτα.
Για την στιγμή της ανάγκης, το λυχνάρι του λαδιού ήταν υπεραρκετή να εξυπηρετήσει την κατάσταση.
Όμως το λυχνάρι του λαδιού ήταν μόνο για τα σπίτια. Στους δρόμους, τίποτα. Σκοτάδι απόλυτο. Για ποιο λόγο! Ποιός να κυκλοφορήσει; Πού να πάει; Να κάνει τί;
Με το λυχνάρι του λαδιού, λοιπόν, η διαβίωση των πρώτων εποίκων του Πειραιά, και με το καντήλι και το φως λίγων κεριών, η συνεδρίαση του πρώτου Δημοτικού Συμβουλίου του νεοσύστατου Δήμου, μέσα στην ερειπωμένη εκκλησούλα της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα, το Δεκέμβρη του 1835.
Μετά το ηλιοβασίλεμα, καμιά κίνηση, κανένα περπάτημα στην έρημη περιοχή.
Τα πρώτα εξωτερικά φώτα ήσαν δυο φανάρια λαδιού που τοποθετήθηκαν έξω από την πόρτα του κτιρίου που στέγαζε το Δημαρχείο και την Αστυνομία.
Και δεν ήταν μόνον η πόλη χωρίς φως, μα και το λιμάνι, αφού στα 1938, από τη Βασιλική Γραμματεία των Εσωτερικών χορηγήθηκε άδεια τοποθέτησης δύο φανών στην είσοδο του λιμανιού.
Το σκοτάδι της πόλης άρχισε να διαλύεται το Μάιο του 1854 με την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου «περί τοποθετήσεως τριών φανών ελαίου, εις τας αναγκαιοτέρας θέσεις της πόλεως».
Ετσι η αρχή έγινε. Το Γενάρη του επόμενου έτους τοποθετήθηκαν ακόμη μερικοί φανοί, που ο συνολικός αριθμός των έφθασε τους δέκα. Για τη συντήρησή τους προκηρύχθηκε δημοπρασία και ο ανάδοχος αναλάμβανε αντί 1.190 δραχμών να ανάβει καθ' όλο το έτος τους 10 φανούς, υπολογίζοντας ότι η απαιτουμένη για τη συντήρησή τους ποσότητα λαδιού, ανέρχεται σε δύο οκάδες την ημέρα. Το Σεπτέμβριο του 1856, άλλοι δέκα φανοί φωτίζουν την αγορά κα άλλα μέρη της πόλης. Τον άλλο χρόνο άλλοι δέκα. Στα 1866 ο αριθμός των φαναριών έχει ανέλθει σε 54, εκ των οποίων τα 12 πλαισιώνουν τον Τινάνειο κήπο. Εν τω μεταξύ τη συντήρησή τους, την έχει αναλάβει δια των υπηρεσιών του, ο Δήμος.
Στα 1867 το σύστημα του φωτισμού αλλάζει ως προς τη φωτιστική ύλη. Αντί για λάδι χρησιμοποιείται το πετρέλαιο.
Το Μάρτιο του 1872 ο Γάλλος Πιοτ προτείνει στο Δήμο τη χρήση του φωταερίου για το φωτισμό της πόλης και υπογράφεται η σχετική σύμβαση. Τρεις μήνες αργότερα παραχωρείται το γήπεδο για την εγκατάσταση του εργοστασίου.
Αλλά τον επόμενο χρόνο λόγω αύξησης των καυσίμων η σύμβαση ακυρώνεται.
Το Φεβρουάριο του 1877 υπογράφεται νέα σύμβαση με τον Ν. Βλάγκαλη. Το Μάιο του 1878 το κτίριο του Ωρολογίου και το Ζάννειο Νοσοκομείο φωτίζονται με φωταέριο. Καλό σημάδι. Σ' ένα χρόνο μέσα, τα εν λειτουργία φανάρια του γκαζιού στην πόλη, έφθασαν τα πενήντα. Βέβαια, η αλλαγή του συστήματος φωτισμού δεν σήμαινε την αυτόματη αντικατάσταση των φανών της πόλης. Δεν ήταν μόνο το στήσιμο του φαναριού στη γωνία κάποιου δρόμου ή ο εντοιχισμός του στο ντουβάρι του γωνιακού σπιτιού, αλλά και η τοποθέτηση υπόγειων σωλήνων διοχέτευσης αερίου.
Γι αυτό και η αντικατάσταση των φαναριών πετρελαίου με φανάρια γκαζιού, άρχισε να πραγματοποιείται τον Απρίλη του 1886. Την ίδια εποχή τοποθετείται το πρώτο πολύφωτο γκαζιού στην πλατεία Κανάρη.
Στα 1888 ο Ν. Βλάγκαλης μεταβιβάζει τα δικαιώματά του σε γαλλική εταιρία.
Τρία χρόνια αργότερα στο Δημοτικό Συμβούλιο ανακινείται το θέμα του ηλεκτροφωτισμού της πόλης, χωρίς βεβαίως εξελίξεις.
Τελικά στα 1899 (Απρίλιος) υπογράφεται σύμβαση με την εταιρία Τόμσον - Χιούστον για τον ηλεκτροφωτισμό της πόλης του Πειραιά. Με τη σύμβαση αυτή: «Υπεχρεούτο η εταιρία να εγκαταστήσει εντός 6 μηνών από της υπογραφής της συμβάσεως είκοσι τέσσαρας λαμπτήρας τοξοειδείς, φωτιστικής δυνάμεως 500 κηρίων κατ' ελάχιστον όριον, επί σιδηρών στηλών οίτινες θα καίουν επί 1825 ώρας έκαστος ετησίως, συνδεομένων δι εναέριων καλωδίων, στηριζόμενων επί βραχιόνων τοποθετουμένων επί τοίχων οικοδομών, είτε επί ξύλινων στύλων. Δια τους 24 λαμπτήρας ο Δήμος υπεχρεούτο να καταβάλλει επί 20 έτη ανά 20 χιλιάδας δραχμάς κατ' έτος. Δια τους επί πλέον τοξοειδείς λαμπτήρας, κατ' αίτησιν του Δήμου, ο Δήμος θα κατέβαλεν το αντίτιμον φωτισμού ήτοι 38 λεπτά καθ' εκάστην ώραν και κατά φανόν. Εφ όσον ο Δήμος τοποθέτησει άνω των 55 λαμπτήρων των 500 κηρίων, αποδεσμεύεται της αρχικής υποχρεώσεως των 24 και εφαρμόζεται η έναντι των 38 λεπτών καθ' ώραν πληρωμή».
Το Δεκέμβριο του 1899 έγιναν τα εγκαίνια του ηλεκτροφωτισμού.
Βέβαια δεν ηλεκτροφωτίσθηκε ως δια μαγείας η πόλη. Με το στγονόμετρο, που λέμε, έγινε η τοποθέτηση και λειτουργία των ηλεκτρικών λαμπτήρων. Για ένα διάστημα ο Πειραιάς χρησιμοποιούσε και τον ηλεκτρισμό και το γκάζι.
Όμως σιγά-σιγά το γκάζι παραχώρησε τη θέση του στον ηλεκτρικό λαμπτήρα κι ο γκαζιέρης παραιτήθηκε, και ανέθεσε τα καθήκοντα του στον ηλεκτρικό διακόπτη.
Αλλά οι ταλαιπωρίες της πόλης δε σταμάτησαν. Στα 1917 λόγω έλλειψης καυσίμων από τον αποκλεισμό, η πόλη φωτιζόταν με λάμπες ασετιλίνης.
Όμως αυτή η ταλαιπωρία πέρασε γρήγορα. Ο ηλεκτροφωτισμός ξανάρχισε, και μπήκε πλέον και στα πλούσια σπίτια, πρώτα, και σιγά-σιγά στα υπόλοιπα.
Υπογράφεται από τον Οθωνα το διάταγμα παραχώρησης οικοπέδων στους Χίους, οι οποίοι εγκαθίστανται γύρω από τον σημερινό Αγιο Κωνσταντίνο, στη Γούβα του Βάβουλα.
Καλοκαίρι του 1835, πεθαίνει από τύφο σε πλοίο έξω από το λιμάνι η κοντέσα Λουϊζα, κόρη του Αντιβασιλιά και πρωθυπουργού Αρμανσπεργκ.
1836.- Επιβολή του πρώτου λιμενικού τέλους. Άτυπη σύσταση και λειτουργία του Μωλικού ταμείου. Αποπεράτωση της αμαξιτής οδού Αθήνας-Πειραιά. Αποπεράτωση της αμαξιτής οδού Αθηνών – Πειραιώς. Ιδρυση του πρώτου Δημοτικού αλληλοδιδακτικού σχολείου και της ιδιωτικής σχολής του Νεοφ. Βάμβα - Οικοδόμηση της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα. Πρώτο δικαστήριο Πειραιά, το Ειρηνοδικείο.
Κατ' απογραφικό πίνακα των επιτηδευματιών του Πειραιά, που συντάχθηκε από τον πρώτο δήμαρχο Κυρ. Σερφιώτη, το Δεκέμβριο του 1836, κατ' εντολήν του Οικον. Εφόρου Αττικής Κ. Πεντεδέκα, οι πέντε αυτοί που αναφέραμε είναι οι πρώτοι που ήρθαν στον Πειραιά το 1829. Προ αυτών, δεν αναφέρεται κανένα άλλο όνομα οικιστού, πλην των Καϋράκ, του ηγουμένου της Μονής του Αγ. Σπυρίδωνος, Συμεώνος Μαρματούρη και λίγων διεσπαρμένων μοναχών.
Το 1836 όλοι κι όλοι οι κάτοικοι του Πειραιά ανέρχονταν σε 1.011 και οι περισσότεροι έμεναν σε καλυβόσπιτα. Οι οικογένειες ήταν 146, και τόσα περίπου και τα σπίτια. Από αυτούς γραμμένοι στο Δημοτολόγιο ήταν 764.
1837.- Απόρριψη πρότασης της Δημοτικής Αρχής ν' ανακηρυχθεί ο Πειραιάς «λιμήν ατελής» (ελεύθερος). Εγκατάσταση της Σχολής των Ευελπίδων στον Πειραιά (που παρέμεινε ως το 1894). 1837 Ιδρυση του «Παρθενικού Σχολείου» .
Τον επόμενο χρόνο οι κάτοικοι ανήλθαν σε 1829. Σύμφωνα με την απογραφή του χρόνου εκείνου, οικίες 109, αποθήκες – καταστήματα 236.
1837.- 2 Φεβρουαρίου. Στο λιμάνι του Πειραιά, με το βρετανικό δίκροτο «Πόρτλαντ» το νιόπαντρο πρώτο βασιλικό ζευγάρι της Ελλάδας. Ο βασιλιάς Οθωνας και η σύζυγός του βασίλισσα Αμαλία (Μαρία - Φρειδερίκη) κόρη του μεγάλου δούκα του Ολντεμπουργκ Αύγουστου. Ο γάμος τους είχε γίνει στις 20 Νοεμβρίου 1936- οι ημερομηνίες είναι με το παλαιό ημερολόγιο. Τους επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης υποδοχή και δια της οδού Πειραιώς η βασιλική πομπή, με τον Οθωνα έφιππο και την Αμαλία σε τέθριππο αμάξι μαζί με τις κυρίες της Αυλής κατευθύνθηκε στην Αθήνα.
1838.- Παραχωρούνται οικόπεδα στους Υδραίους και δημιουργούνται τα Υδραιϊκα, στην περιοχή από τον ΟΛΠ ως τον Αγιο Νικόλαο τον οποίο και ιδρύουν. Ιδρύεται το πρώτο τυπογραφείο από τον Ηλία Χριστοφίδη.
1839 .- Εκδίδεται το πρώτο περιοδικό, ο «Παιδαγωγός» του Ήλ. Χριστοφίδη — Αρχίζει να λειτουργεί το Σχολαρχείο.
1841.- Ίδρυση αγγλικής Εμπορικής Τράπεζας στον Πειραιά. Δίνεται ο πρώτος δημόσιος χορός στη λέσχη «Αρμονία».
1842.- Οι οικογένειες που διαμένουν στον Πειραιά είναι 210.
***** Εμείς βέβαια γνωρίζουμε τα σημερινά διόδια που πληρώνουμε στις …Εθνικές οδούς για τα αυτοκίνητα. Όμως τα διόδια στην Ελλάδα, είναι παλιά ιστορία. Από την εποχή του Οθωνα.
Ο Οθων, με το ΦΕΚ 15 1842 είχε επιβάλλει ….διόδια για τα διερχόμενα ζώα από την «λιθόστρωτη οδό Αθηνών Πειραιώς». Αλλά φυσικά υπήρχαν και κάποιοι που δεν πλήρωναν. Δείτε το Βασιλικό διάταγμα.
1843.- Πειραιάς ένας απέραντος ελαιώνας. Πως ήταν η περιοχή. Το ταξίδι από Σύρο στον Πειραιά.
1844.- Έναρξη της λειτουργίας του μεταξουργείου του Λουκά Ράλλη, του πρώτου (από το 1846) ατμοκίνητου εργοστασίου στην Ελλάδα.
1845.- Αρχίζουν να χτίζονται τα διδακτήρια του αλληλοδιδακτικού σχολείου και του Σχολαρχείου με δωρεά του Κ. Ίωνίδη. Εκλέγεται δήμαρχος ο Ανώνιος Θεοχάρης 13.08.1845 - 23.11.1848.
1846.- Ίδρυση του πρώτου ναυπηγείου από τον Αντ. Καλούδη.
1847.- Αποπεράτωση των διδακτηρίων αλληλοδιδακτικού σχολείου και Σχολαρχείου.
Οι κάτοικοι του Πειραιά είναι 4.960.
1848.- Σύσταση τριμελούς επιτροπής για τη διοίκηση του λιμένα. - Εκλέγεται δήμαρχος ο Π. Όμηρίδης - Σκυλίτσης 24.11.1848- Ιουλ.1854 -
1849.- Ο Νικηταράς άφησε τη στερνή του πνοή - 25/9/1849 - στον Πειραιά, σ' ένα φτωχοκάλυβο μιας καρβουνόμαντρας κοντά στο λιμάνι, όπου τον είχε μαζέψει ένα απ' τα παλιά παλικάρια του. Ήταν τυφλός και άρρωστος απ' τις κακουχίες της φυλακής που τον κλείσανε στα 1839.
Εκδίδεται η πρώτη εφημερίδα, ο «Ερμής του Πειραιώς», του Π. Καμπούρογλου.
1849 .- Το Πάσχα ήρθε στην Αθήνα ο Εβραίος μεγαλοτραπεζίτης βαρόνος Ρότσιλδ. Ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας που τον φιλοξένησε ζήτησε από την Κυβέρνηση να απαγορεύσει το συνηθισμένο κάψιμο του «Εβραίου», που έκαναν τότε κάθε Μεγάλη Εβδομάδα οι Αθηναίοι. Πράγμα που έγινε. Οι Αθηναίοι όμως θεώρησαν σαν υπεύθυνο τον Άγγλο - Εβραίο Δαβίδ Μπονιφάτσιο Πατσίφικο που έμενε στην οδό Σαρρή.
Το πλήθος ξεκίνησε για το σπίτι του και όταν έφτασε πέταξε όλα τα πράγματά του στο δρόμο.
Τότε ο Αγγλος πρέσβης βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει το φανταστικό για την εποχή εκείνη ποσό των 886.737 δραχμών σαν αποζημίωση. Η κυβέρνηση αρνήθηκε και η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια.
Υστερα από αυτά, στις 16 Ιανουαρίου του 1850, μοίρα του αγγλικού στόλου με επικεφαλής το ναύαρχο Πάρκερ ήρθε στον Πειραιά.
Μα η περιουσία του Πατσίφικο ήταν η δικαιολογία. Στην πραγματικότητα οι Αγγλοι απόκλεισαν τον Πειραιά γιατί είχαν πληροφορίες ότι ο Οθων σχεδίαζε να συμπράξει με τη Ρωσία εναντίον των συμφερόντων τους.
Στα 1850 η Αγγλία διεκδικούσε τα νησιά Ελαφόνησο και Σπέντζα. Αν λοιπόν οι πληροφορίες αλήθευαν ότι η Ελλάδα θα συνεργαζόταν με τον Τσάρο για να πολεμήσει την Τουρκία και να κατοχυρώσει τα νησιά για τον εαυτό της την είχε άσχημα.
Θέλησε λοιπόν να δώσει στον Όθωνα ένα μάθημα. Γι αυτό και κατέπλευσε η μοίρα του Πάρκερ στον Πειραιά.
Ο Πάρκερ με τον διπλωμάτη Ουάις πήγαν στο υπουργείο Εξωτερικών και επέδωσαν τελεσίγραφο. Η κυβέρνηση το αρνήθηκε και ο αγγλικός στόλος κήρυξε την Ελλάδα σε αποκλεισμό.
Ο υπουργός Λόντος απάντησε με ένα γράμμα στο οποίο ανέφερε:
«Κύριε,
απέναντι των πράξεων αίτινες έλαβον χώραν εκ μέρους μιας Δυνάμεως, την οποίαν η κυβέρνησής μου δεν έχει ούτε τον τρόπον, ούτε την θέλησην να αντικρούσει, διαμαρτύρομαι εν ονόματι του βασιλέως μου και εν ονόματι των ιερωτέρων αρχών του δικαίου των εθνών...κλπ»
Αλλά οι «ιερώτερες αρχές του δικαίου των εθνών» πολύ λίγο βάραιναν εκεί όπου υπήρχε δύναμη.
Οσο όμως οι μέρες περνούσαν ο λαός εξαγριωνόταν. Οι Αθηναίοι τραγουδούσαν το τραγούδι του Σούτσου:
«Εμπροστά: μ' ανδρείο βήμα, και στη μέση το σπαθί, η Ελλάς να γένη θρύμμα παρά ν' απεγγλεζωθή».
Τελικά, το Ελληνικό κράτος πλήρωσε στον Πατσίφικο 200.000 δραχμές. Ο αγέρωχος Πάλμερσον είχε δείξει τη γροθιά του στον Οθωνα.
Και ο αποκλεισμός του Πειραιά λύθηκε ύστερα από 42 μέρες, την 1 Μαρτίου 1850.
1850.- Ο Πειραιάς κύριος κόμβος των θαλασσίων συγκοινωνιών. Πρώτα υποτυπώδη λιμενικά έργα. Ετήσια λιμενική κίνηση: 7.000 πλοία 130.000 τόνων και 30.000 επιβάτες.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1850 οι οικίες είναι 450 και οι αποθήκες 330.
1852.- Στον Πειραιά λειτουργούν 11 εργοστάσια-βιοτεχνίες. Επεισόδια με το Λήσταρχο Νταβέλη στη γύρω περιοχή.
1854.- Αγγλογαλλική κατοχή, στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου. Επιδημία χολέρας. Επέφερε το θάνατο στο 1/10 των κατοίκων της Αθήνας. Σωτήριος Ρετσινόπουλος (Δημαρχεύων) Ιουλ. 1854-15.06.1855.
1855.- Δήμαρχος εκλέγεται ο Λουκάς Ράλλης 16.06.1855-19.04.1866 .
1856.- Αρχίζει να χτίζεται το κτίριο των «Ραλλείων Σχολών», με δωρεά του Ίακ. Ράλλη. Οι Ολυμπιακοί αγώνες του Πειραιά.
1857.- Αποχώρηση από τον Πειραιά των στρατευμάτων κατοχής.
1858.- Εγκατάσταση του πρώτου υποβρύχιου τηλεγραφικού δικτύου. - Ανέγερση του πρώτου δημαρχείου, στη γωνία των οδών Λυκούργου και Δημοσθένους — Χτίζεται το διδακτήριο του Β' αλληλοδιδακτικού σχολείου, στα Υδρέϊκα, με δωρεά του Στεφ. Φραγκιάδη — Τελειώνει το κτίριο των «Ραλλείων Σχολων».
1860.- Ίδρυση του Μηχανουργείου (αργότερα και Ναυπηγείου) Βασιλειάδη. Εμφανίζονται τα πρώτα ποδήλατα στον Πειραιά.
1861.- Σύσταση της «Εφορευτικής Επιτροπής του λιμένος Πειραιώς». Το λιμάνι ουσιαστικά υπό τον έλεγχο του Δήμου. - Αποφασίζεται η ανέγερση της Δημοτικής Αγοράς.
1862.- Λειτουργία του Α' Γυμνασίου. Αναχωρεί ο Οθωνας εκδιωκόμενος από την Βασιλείαν.
1863.- Αποπεράτωση της λιθόκτιστης Δημοτικής Αγοράς. Φθάνει ο νέος Βασιλιάς Γεώργιο ο Α.
1864.- Πέθανε ο Μακρυγιάννης, που αγωνίστηκε στην Καστέλα, από φυσικό θάνατο, στις 20 Απριλίου 1864, αφού επί Όθωνα γνώρισε τη φυλακή και μια καταδίκη σε θάνατο. Πρόλαβε όμως και έγραψε με το ίδιο του το χέρι τα απομνημονεύματα του και έβαλε το λαϊκό ζωγράφο και παλιό αγωνιστή Παναγιώτη Ζωγράφο απ' τη Βορδόνια της Λακωνίας, να φτιάξει τις εικόνες από μάχες του αγώνα, που οι πιο πολλές είναι από μάχες της Αθήνας και του Πειραιά. -- Ίδρυση του πρώτου υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στον Πειραιά.
1864.- Το χρόνο αυτό επισκέφθηκε τον Πειραιά ο Γάλλος αξιωματικός Ριβιέρ ο οποίος γράφει στο ημερολόγιό του ότι « αντίκρισε με έκπληξη και περιέργεια τους ξεροψημένους από τον ήλιο κατοίκους του. Εχουν όλοι τους κάτι πελώριες μουστάκες και είναι ντυμένοι με φουστανέλες ή βράκες με μαλλιαρές κάπες. Υπάρχουν πολλοί αμαξάδες και αν αντί για καμουτσί κρατούσαν όπλο, θα νόμιζες ότι είναι πολεμιστές».
Εμφανίζεται στον Πειραιά ο μάγκας Δημήτρης Κουτσαβάκης.
1865.- Ιδρυση σχολής απόρων παίδων, στη συνοικία Καραβά, με δαπάνες του Νικ. Μελετοπούλου.
1866.- Δήμαρχος εκλέγεται ο Δημ. Μουτζόπουλος 20.04.1866-16.04.1874 .
1867.- Εκδίδεται η εφημερίδα «Φωνή του Πειραιώς» του Α.Χ. Κωνσταντινίδη.
1868.- Κατασκευή κρηπιδωμάτων στο λιμένα Αλών.
1869.- Έναρξη λειτουργίας ατμοκίνητου Σιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς, φθάνει ως το Θησείο. — Αρχίζει να χτίζεται το μέγαρο του Χρηματιστηρίου και αργότερα Δημαρχείου (το ιστορικό «Ρολόι»), που αποπερατώθηκε το 1873. - Ιδρύονται ο Φιλολογικός Σύλλογος «Σωκράτης» και η πρώτη δημοτική φιλαρμονική.
1871.- 14 Απριλίου. Μεταφέρεται στον Πειραιά με πολεμικό πλοίο το σκήνωμα του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε. Κι από κει με μεγάλες στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών όπου τοποθετείται σε λάρνακα.
1872.- Θάνατος Π. Όμηρίδη – Σκυλίτση.
1873.- Ό Μουσικός Σύλλογος «Μελπομένη» συγχωνεύεται με τη Φιλαρμονική Εταιρία «Ευτέρπη» — Λειτουργεί το πρώτο θερινό θέατρο στην Τερψιθέα — Λειτουργεί το «Τζάννειο Νοσοκομείο» — Εκδίδεται η εφημερίδα «Ποσειδών» του Π. Κηρύκου. Δημιουργούνται τα "Βούρλα".
1874.- Δήμαρχος εκλέγεται ο Τρύφων Μουτζόπουλος 17.04.1874-30.09.1883 — Ιδρύεται το «Ζάννειο "Ορφανοτροφείο» — Εκδίδεται ή εφημερίδα «Έρμης» του Ι. Καλοστύπη.
1875.- Εγκαίνια του Χρηματιστηρίου, που όμως δεν θα λειτουργήσει για πολύ. -- Λειτουργούν 24 εργοστάσια -- Πρώτες αξιόλογες προσπάθειες για δημιουργία πνευματικής και καλλιτεχνικής κινήσεως — Φιλολογικοί σύλλογοι «Ελικών» και «Μούσαι» — Δίνονται θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες στις αίθουσες του «Ραλλείου Παρθεναγωγείου» και του Χρηματιστηρίου.
1876.- Τελειώνει το κτίριο του Γυμνασίου στην πλατεία Κοραή. - Εγκατάσταση του πρώτου γερανού στο λιμάνι.
1878.- Φωτισμός της πόλης και του λιμένα με φωταέριο.
1879 .- Θάνατος Λουκά Ράλλη.
Οι κάτοικοι το χρόνο αυτό 1879 αριθμούνται σε 21.055.
1880.- Ιδρύεται ο επιστημονικός σύλλογος «Αριστοτέλης» — Εκδίδεται ή εφημερίδα «Σφαίρα» του Ι. Καλοστύπη. Ιδρύεται η Αδελφότητα Κρητών Πειραιώς ΟΜΟΝΟΙΑ.
1881-1886.- Αγορά μεγάλης βυθοκόρου. Εκβαθύνσεις στο λιμάνι. Αξιοποίηση του λιμένα Αλών.
1882.- Οι λιθόκτιστες οικίες του Πειραιά, των γύρω συνοικιών Φρεατίδος και Νέου Φαλήρου ανέρχονται σε 2.000 με 650 ιδιοκτήτες.
1883.- Δήμαρχος εκλέγεται ο Αριστείδης Σ. Σκυλίτσης 1.10.1883-30.09.1887. -- Λειτουργούν συνολικά 30 εργοστάσια που απασχολούν 3.000 εργάτες.
1884.- Ίδρυση της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. — Θεμελίωση του Δημοτικού Θεάτρου (που θ' αποπερατωθεί το 1895). - Λειτουργεί το πρώτο χειμερινό θέατρο του Ν. Καμπανάκη — Εκδίδεται το περιοδικό «Απόλλων» του Δ. Κ. Σακελλαρόπουλου — Ανέγερση του θεάτρου Τσόχα, στην Καστέλα.
1885.- Ανέγερση του υπαιθρίου θεάτρου Νέου Φαλήρου.
Ιδρύεται ο Ομιλος Ερετών Πειραιώς και το 1888 το Λεμβαρχείο.
1887.- Ιδρυση του λυκείου «ο Πλάτων» του Ζήση Αγραφιώτη — Δήμαρχος εκλέγεται ο Θεοδ. Ρετσίνας.
1888.- Εκδοση του περιοδικού «Κυανή Έπιθεώρησις» — Εγκατάσταση της οικογενείας Λαμπελέτ στον Πειραιά. Επί δημαρχίας Θεόδωρου Ρετσίνα ιδρύεται ο Ομιλος Ερετών.
1889.- Οι ιδιοκτήτες οικιών αυξάνονται σε 2.600. Αριστείδης Δαμαλάς - Σάρα Μπερνάρ.
1890.- Διευθυντής της Αστυνομίας της περιοχής ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης.
1891.- Ιδρύεται το Γηροκομείο Πειραιά στη συμβολή των οδών Βασ. Σοφίσς +Τζαβέλα, στα Κρητικά.
1892,- Επί δημαρχίας Θεόδωρου Ρετσίνα (1887-1895) θεμελιώνεται ο ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, δίπλα στο Γηροκομείο, που θα λειτουργήσει το 1896.
1893.- Θάνατος Θεοδ. Άφεντούλη. Αποπεράτωση του Δημοτικού Θεάτρου — Ιδρυση του «Καλλιτεχνικού Κέντρου Πειραιώς» από τον Κ. Βολανάκη.
1894.- Εγκατάσταση των πρώτων τηλεφώνων. -- Εκδίδεται το περιοδικό «Στάδιον» του Γ. Κριτή, από το οποίο πρωτοπαρουσιάζεται 6 Λάμπρος Πορφύρας — Ιδρύεται και λειτουργεί στον Πειραιά η «Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία» του Οθ. Ρουσοπούλου — Μεταφέρεται στην Αθήνα η Σχολή των Ευελπίδων — Ιδρύεται ο «Πειραϊκός Σύνδεσμος».
1-12-1895 30-9-1903 δήμαρχος ο Τρύφων Α. Μουτζόπουλος
1896 .- Ο πληθυσμός του Πειραιά φτάνει τους 50.200 κατοίκους. Ανεγείρονται 140 νέες οικοδομές και έτσι το σύνολο των οικιών υπολογίζεται σε 9.400.
Σε μια φωτογραφία της εποχής παρμένη από τον Προφήτη Ηλία που είχε στην κατοχή του ο χρονογράφος Θεόδωρος Βλάσσης (+ 1971) και όπως έγραψε ο ίδιος στις 11-3-1969 στη « Φωνή του Πειραιώς», «παρουσιάζει την γενική, σχεδόν, άποψη του Πειραιά, από τη Φρεατίδα μέχρι το ναό του Αγ. Σπυρίδωνος. Προς το σημείο της πλατείας Αλεξάνδρας φαίνεται το συγκρότημα των ομοιόμορφων σπιτιών του Τσίλλερ, καθώς και το εργοστάσιο υαλουργίας, δηλαδή το γνωστό στον καιρό μας σπίτι του Σπυράκη. Λίγο πιο πάνω φαίνεται το θέατρο Τσόχα, το σημερινό « Αελλώ», που χτίστηκε στα 1884, καθώς και το πέτρινο σπίτι, στην παραλία. Από το πέτρινο σπίτι μέχρι την πλατεία του Πασαλιμανιού, η περιοχή είναι γεμάτη από βράχια και πουρνάρια. Στο Πασαλιμάνι τα δύο υπάρχοντα σπίτια, είναι το κτίριο του καφενείου των σημερινών «Βερσαλλιών» και απέναντι, πολύ χαμηλότερο, το καφενείο του Διονυσιάδη, δηλαδή εκεί που βρίσκεται τώρα το καφενείο «Σπλέντιτ».
Αλλες αξιοσημείωτες, τότε, οικοδομές ήσαν ένα σπίτι πλάι στου Κοψαύτη, το σπίτι του Στίγκου, δυο -τρία στην Υψηλάντου, στη Χαριλάου Τρικούπη το μεγάλο σπίτι του Περατικού προ της Γαλλικής Σχολής, και στο άκρο προς τη Φρεατίδα, τα κτίρια του Μελετόπουλου, που αργότερα αγοράσθηκαν από τη Βασίλισσα Ολγα και διαμορφώθηκαν σε Ρωσικό Νοσοκομείο (σήμερα Ναυτικό).
Αυτές ήσαν οι εντυπωσιακές οικοδομές, λίγο πριν από το 1900. Όλα τα άλλα σπίτια ήσαν μονώροφα».
*** Το 1896 ξεκίνησε τα δρομολόγιά του το ιππήλατο τραμ Βρυώνη- Νέο Φάληρο.
*** Κάποια αγωνίσματα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 γίνονται στον Πειραιά
1897 .- Εκδίδεται η εφημερίδα «Χρονογράφος» του Γ. Κριτή.
1898.- Ιδρύεται το Παρθεναγωγείο της Ε. Μπάρδη — Πρόεδρος του «Πειραϊκού Συνδέσμου» εκλέγεται ο Νικ. Φίλων. -- Έναρξη κατασκευής των δύο Μονίμων Δεξαμενών. Αρχίζουν επίσης να κατασκευάζονται οι δύο εξωτερικοί μόλοι (Θεμιστοκλέους, Κράκαρη), που τελειώνουν το 1906 και διευρύνεται ο προβλήτας της Τρούμπας.
1899.- Ιδρυση της Σχολής Μηχανικών του «Πειραϊκού Συνδέσμου» — Κυκλοφορούν τα «Τραγούδια του σπιτιού» του Γ. Στρατήγη — Λειτουργεί, για πρώτη φορά, κινηματογράφος στον Πειραιά, στο θέατρο Τσόχα.
1887-1890: Ο αριθμός των πειραϊκών εργοστασίων περιορίζεται σε 26 και των απασχολουμένων εργατών σε 2.5006.
Για τα επόμενα χρόνια του Πειραιά δείτε
Επιμέλεια: Βασίλης Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής
*** Πολλές ημερομηνίες και στοιχεία έχουν ληφθεί από εκδόσεις του συγγραφέα Γιάννη Χατζημανωλάκη.
© KOUTOUZIS.GR Αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή www.koutouzis.gr .