Χτυποκάρδια στον Πειραιά του 18ου αιώνα
Στα τέλη του 18ου αιώνα, δηλαδή γύρω στα 1765-1770, στην περιοχή του Πειραιά δεν χτυπούσαν δυνατά μόνο οι καμπάνες του ναού της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα. Διαρκούσης της Τουρκοκρατίας, χτυπούσαν ανάλογα και οι καρδιές των ανύπαντρων ανδρών και νέων κοριτσιών της περιοχής. Από το ξεχασμένο λιμάνι και τα περίχωρα, ως την Αθήνα.
Τότε, εκτός από δέκα ή δώδεκα καλόγερους του μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα - που είχε χτιστεί το 1835, στο σημείο που προηγουμένως ήταν ο ναός της Αφροδίτης-, τους Καϋράκ, τον Τούρκο τελώνη και δυο φαροφύλακες, κανείς δεν ζούσε στο λιμάνι του Πειραιά.
Τριγύρω, στα περίχωρα, στη Δραπετσώνα (την Κρεμμυδαρού από τις πολλές μεγάλες κρεμμύδες που φύτρωναν εκεί), στο Κερατσίνι, στην Νίκαια, στον Κορυδαλλό (ή Σκορδιλό) το Ρέντη και το Μοσχάτο ζούσαν κάποιες ολιγάριθμες αγροτικές οικογένειες ή καλύτερα εκεί είχαν τα αγροτόσπιτά τους.
Τότε άνοιξε στο λιμάνι του Πειραιά η «Δογάνα» - συνώνυμη του Τελωνείου- κάτι μεταξύ εστιατορίου και ξενοδοχείου, χωρίς όμως κρεβάτια. Σ' αυτό καταστάλαζαν οι Ελληνες που έρχονταν από τα διάφορα μέρη φοβούμενοι τους Τούρκους.
Η Κρέουζα
Από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται σιγά –σιγά, προκύπτει ότι εκτός από τους κτηματίες, όλο και υπήρχαν κάποιοι κάτοικοι, στον κεντρικό Πειραιά ή στις γύρω περιοχές, και φυσικά κάποια σπίτια που δεν κίνησαν την περιέργεια των περιηγητών που επισκέπτονταν στην περιοχή.
Σπίτια και κάτοικοι που έγραφαν ιστορίες από τη δική τους ζωή, προξενιά, έρωτες, γάμους, προίκες…..
Ο Πειραιάς το 1950 κατά Λε Ρουά
Ετσι βρίσκουμε στοιχεία ότι το Γενάρη του 1766, παντρεύτηκε η Κρέουζα κόρη του Σάδρου (Σταύρου;), Γαβρίλη για την οποία συντάχθηκε προικοσύμφωνο στο οποίο αναφέρεται και ο αδελφός της δεύτερος ηγούμενος της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα Νικηφόρος Γαβρίλης :
«Εις δόξαν Χριστού 1766 Ιανουαρίου 31 Αθήνα. Ή προικοπαράδοσις της νεόνυμφου Κρεούζης, θυγατρός του ποτέ Σάδρου Γαβρίλη όπου της παραδίδη ή μήτηρ αυτής Καρού όμού και ό αδελφός της κυρ Νικηφόρος ηγούμενος του αγίου Σπυριδόνου δια προίκα και μερίδιον πατρικόν και μητρικόν τα κάτωθεν».
Τα στοιχεία αυτά δεν μας λένε πόσο Πειραιώτισσα ήταν η Κρέουζα, ούτε ποιος ήταν ο γαμπρός, σχετίζεται με τον Πειραιά λόγω ηγουμένου Νικηφόρου Γαβρίλη. Κι ήταν επόμενο το σπίτι της αναφερόμενης νύφης να ήταν κάπου κοντά.
Σήμερα το επώνυμο «Γαβρίλης» συναντιέται συχνά. Μεταξύ άλλων έχουμε και τον Γαβρίλη που μαζί με τον Κοσμπίδη έχει το εργοστάσιο Χαλβά στη Δραπετσώνα.
Την ίδια εκείνη εποχή, στα 1767, η Μονή, απόκτησε «το σταυροπηγιακόν προνόμιον» - ότι είχε κτισθεί πάνω σε σταυρό-, επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ του Χαντζερή».
Προικοσύμφωνα, προίκες και τοπωνύμια
Από διάφορα προικοσύμφωνα προκύπτουν οι προίκες που έδιναν την εποχή εκείνη οι γονείς της νύφης στη ευρύτερη περιφέρεια του Πειραιά, οι περιοχές, ο τρόπος διατύπωσής τους, τι υπήρχε σε κάθε περιοχή και άλλα:
== «Έτι άμπελον περίπου ενός στρέμματος, συνορευομένη αφ'ενός υπό του κτήματος υίών Ξηροταγάρου...». Αλλά και «Αμπέλι στο Μοσκάτο στρέμματα τρία», «... και εις το Μοσκάτο, όσον έστήν το μηράδιόν της με σικές τέσσερες καί αχλάδες έξι».
== Σε προικοσύμφωνα εμφανίζεται συχνά η περιοχή του Ρέντη:«.. .έτι έλαβε καί την ήμισυ φυτείαν εις τον Ρέντην>. «... καί αμπέλι στον Ρέντη στρέμμα πρηκίσιον εν καί μισό», «καί εις το Ρέντι στρέμματα δύο».
== «Εις του Καραβά χοράφι στρέμμα ένα πρικίσο με το ριζάρι του» (το ριζάρι χρησίμευε για την παρασκευή φυτικών βαφών).
Ενας……γαμπρός από τη Γαλλία
Κατά το 1770 παρουσιάζονται στον Πειραιά οι αδελφοί Καϋράκ. Κατάγονταν από ευγενή οικογένεια της Μασσαλίας και ήταν συγγενείς του Γάλλου προξένου στην Αθήνα Ντε Γκασπερύ ( μετέπειτα Γάσπαρη).
Χρονογράφοι της εποχής αναφέρουν ότι η οικογένεια Καϋράκ εγκαταστάθηκε πρώτα στην Αθήνα και κατόπιν στον Πειραιά. Τα δύο αδέλφια και έγιναν γνωστοί ως "Μουσιουκαράδες" (από το Μουσιού Καϋράκ).
Ο Λουδοβίκος Καϋράκ, ήταν θερμός φιλέλληνας, ταυτόχρονα με το εμπόριο έγινε και πρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα – αναφέρεται δε ως έγκριτος κάτοικος της το 1784.
Ο Ιωσήφ Καϋράκ, αρχικά αξιωματικός του γαλλικού ναυτικού εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και ασχολήθηκε, μαζί με τον αδελφό του, με το εμπόριο ελιών και λαδιού, και στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν ο μόνος έμπορος του Πειραιά.
Ανοιξαν στον σχεδόν έρημο Πειραιά ένα κατάστημα, ένα πανδοχείο, κι έκαναν μαζί τον μάγειρα, τον ξενοδόχο, και τον έμπορα. Υποδέχονταν όλους τους ξένους με γαλατική ευγένεια, κι έδιναν πρόθυμα κάθε πληροφορία που τους ζητούσαν, τόσο για τον Πειραιά όσο και για την Αθήνα.
Στα κείμενα της εποχής ο Ιωσήφ Καϊράκ, αυτός που τελικά κατοίκησε στον Πειραιά, εμφανίζεται σαν ιδιόρρυθμος τύπος, που υποδέχεται και περιποιείται τους ξένους ταξιδιώτες, φροντίζει να τους δίνει τις πρώτες πρακτικές «τουριστικές» πληροφορίες για την Αθήνα και να τους προμηθεύει συχνά άλογα ή καΐκια για τις μετακινήσεις τους.
Γενικά, φαίνεται πως ο Καϊράκ εξυπηρετούσε διάφορες καταστάσεις.
Έτσι, όπως γράφει ο Παναγής Σκουζές στα «Απομνημονεύματα» του: «...το 1788 ήρθεν ό θείος μου Ιερόθεος από "Υδραν, ομοίως και οι συγγενείς της μητρός μου καί έκατάγραψαν όλα τα κινητά της μητρός μου καί τα έπερίλαβαν καί τα έβαλαν εις το σπίτι κάποιου μουσιού Καϊράκ, Γάλλου πλουσίου, ως άσφαλέστερον μέρος».
Άλλοι ξένοι αναφέρουν τον Καϊράκ και σαν γιατρό.
Στα 1794, ο περιηγητής Χ. Σκροφάνι που τον συναντάει σε μεγάλη πια ηλικία ( ο Καϋράκ πέθανε γύρω στα 1798) τον θαυμάζει για τον τρόπο που ζει:
«έχοντας συγκεντρώσει τα υπολείμματα της περιουσίας του, εγκαταστάθηκε δίπλα στη θάλασσα και ζει εκεί με τα βιβλία του, τον κήπο του και το ψάρεμα. Ή γειτνίαση με την Αθήνα, ό καθαρός αέρας κι ή χαρούμενη καρδιά του, δεν τον αφήνουν πια να επιθυμήσει τίποτα άλλο. Να πώς ζει ένας σοφός άνθρωπος».
Ο Ιωσήφ Καϋράκ αγόρασε ένα σπίτι από το Γάλλο πρώην πρόξενο Ωμπέρ, εκεί που σήμερα είναι ο Κήπος του Θεμιστοκλέους ή παλαιότερα Τινάνειος, δίπλα στη θάλασσα, και εγκατέστησε το κατάστημά του, κοντά στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης και στη Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα.
Στην περίοδο 1775-1776 ο Ιωσήφ διετέλεσε πρόξενος της Βενετίας.
Ο ίδιος εμπόδισε το 1969-1770, κατά την περίοδο των Ορλωφικών, τον φίλο του, Καπετάν Αλέξη Παλικούτζον, αξιωματικό του Ρωσικού πολεμικού ναυτικού, να φέρει τον Ρωσικό στόλο και να ξεσηκώσει τους Ελληνες για Επανάσταση.
Συγκεκριμένα, συνέβησαν τα ακόλουθα:
Ο Καπετάν Παλικούτζος ήρθε στο λιμάνι, με πλοίο που είχε Μοσχοβίτικη σημαία, και πήρε μια σακολέβα Τούρκικη, γεμάτη ρύζι. Φεύγοντας, είπε πως θα ξαναγυρίσει, φέρνοντας μαζί του τον Ρωσικό στόλο, για να ξεσηκώσει τους Ελληνες σε Επανάσταση. Οι Τούρκοι, μόλις το άκουσαν αυτό, έφυγαν και κλείστηκαν στο κάστρο. 'Αλλά, την ώρα που έφευγε ο Καπετάν Παλικούτζος, τον πρόλαβε ο Καϋράκ και τον παρακάλεσε εν ονόματι της φιλίας τους να μη φέρει τον στόλο στον Πειραιά. Μάλιστα οι τρομαγμένοι Τούρκοι περίμεναν τον Ρωσικό στόλο να προβάλει στο λιμάνι. Ο Καπετάν Παλικούτζος φαίνεται πως άκουσε το φίλο του Καϋράκ, και δεν έφερε τα ρωσικά πλοία στον Πειραιά. Ετσι δεν εξεγέρθηκαν τότε οι Ελληνες, Αυτή η εκδούλευση ήταν η καλύτερη υπηρεσία που προσέφερε ο Καϋράκ στην Αθήνα και γενικά στους Ελληνες.
Έτσι, με την παρέμβαση του μοναδικού Γάλλου κατοίκου του Πειραιά, του Καϋράκ, κατά τον συντάκτη του χρονικού τουλάχιστον, αποφεύχθηκε εμπλοκή των Αθηναίων στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της εποχής.
Αντίθετα μάλιστα, οι πόλεμοι αυτοί είχαν ευνοϊκές επιπτώσεις στο λιμάνι: όταν υπήρχε πολεμικός αποκλεισμός, η κίνηση αυξανόταν καταπληκτικά - κι ο Καϊράκ σαν έξυπνος έμπορος, ήξερε να εκτιμήσει σωστά τις περιστάσεις.
Η Μαρία Μαμουνά
Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής του στον Πειραιά, μια μέρα 1775 είδε στον σχεδόν έρημο Πειραιά μια ωραιότατη κοπέλα, που συνόδευε έναν καλόγερο, να πηγαίνουν στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα. Περνώντας κοντά του τον χαιρέτησαν.
Αμέσως η καρδιά του σκίρτησε, κι έβαλε στο μυαλό του πως θάθελε να την κάνει γυναίκα του. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι και η κοπέλα δεν είχε μείνει αδιάφορη από την παρουσία του.
Η κοπέλα αυτή ήταν η Μαρία Μαμουνά εγγονή του Αθηναίου μοναχού Πέτρου Αστρακάρη που μόναζε στη Μονή Αιμυαλών του Δήμου Δημητσάνας –ιδρύθηκε το 1600- και έμεινε γνωστός σαν βιβλιογράφος του 18ου αιώνα. - Ο Αστρακάρης ανήκε σε γνωστή αθηναϊκή οικογένεια επί τουρκοκρατίας, και έγραψε τον κώδικα που φυλάγεται στην βιβλιοθήκη της Δημητσάνας με αύξοντα αριθμό 44. Ο κώδικας περιέχει σχολική ύλη, αποσπάσματα από τον Λουκιανό και από διάφορους λόγους του Γρηγορίου του Θεολόγου.
Τότε αμέσως έστειλε προξενιά, κι όταν το νέο έγινε γνωστό οι τροβαδούροι της εποχής σκάρωσαν το δίστιχο:
Κυρά Μαριώ του Μαμουνά κ΄ εγγόνη τ΄ Αστρακάρι,
μοσσιού Καϊράκ σε γύρεψε γυναίκα να σε ΄πάρη.
Πιθανότατα η καταγωγή του Μαμουνά να ήταν από τη Μονεμβάσια όπου στα 1600 είχε σκούνα και εμπορευόταν βελανίδία που τα πωλούσε στην Ευρώπη ο Μιχαήλ Μαμουνάς. Σήμερα το επώνυμο «Μαμουνάς» συναντάται σε πολλούς.
Το προξενιό απέδωσε, μια και η Μαριώ ήθελε αυτό το γάμο, που δεν άργησε να γίνει. Αλλωστε ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν δίπλα στο πανδοχείο του γαμπρού.
Τότε ο σχεδόν έρημος Πειραιάς πλημμύρισε από κόσμο, αφού η θέση της οικογένειας ήταν σημαντική στην περιοχή της, και το γλέντι κράτησε ως την άλλη μέρα. Στη γαμήλια τελετή και στο γλέντι παραβρέθηκαν πολλοί επίσημοι από την Αθήνα, πρόξενοι και άλλοι.
Η Μαρία Καϋράκ (Μαμουνά) ένα χρόνο μετά γέννησε μία κόρη, τη Μαργαρίτα, αλλά πέθανε λίγο μετά τη γέννα.
Ο Ι. Καϋράκ, μετά το θάνατο της γυναίκας του, θλιμμένος, συνέχισε να ζει στον Πειραιά μαζί με την κόρη του και αργότερα με μια φίλη που φρόντιζε τη μικρή κόρη του.
Πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία το 1798 (ή κατ' άλλους το 1800).
Και οι δύο αδελφοί Καϋράκ τάφηκαν στον κήπο της Μονής των Καπουτσίνων στην Αθήνα (στη θέση που βρίσκεται το Μνημείο του Λυσικράτους στην Πλάκα) και οι τάφοι τους υπήρχαν εκεί μέχρι το 1815.
Την τελευταία κατοικία των Καϊράκ, είδε εκεί το 1805 ο περιηγητής Πουκεβίλ, στον περίβολο της Μονής των Καπουτσίνων της Πλάκας: βρισκόταν ανάμεσα σ' άλλους τάφους καθολικών της Αθήνας και περαστικών ξένων που έτυχε να πεθάνουν εδώ - και που θάβονταν συνήθως γύρω από τη Μονή.
Ένα άλλο…χτυποκάρδι της εποχής ήταν ο γάμος της κόρης του Μαργαρίτας.
Η κόρη του Καϋράκ έγινε σύζυγος του Γάλλου Ανδρέα Μερτρούδ, που ήταν γνωστός στην Αθήνα με το όνομα Μουσανδρέας (Μουσιού Ανδρέας).
Και μία από τις κόρες του ζεύγους έγινε σύζυγος του γιατρού Καίσαρα Βιτάλη, πρόξενου του Βασιλείου της Νεαπόλεως, ο οποίος βοήθησε πολύ τον Αγώνα, φέρνοντας κρυφά πολεμοφόδια από την Ιταλία λίγο πριν από την κήρυξη της Επανάστάσης του 1821.
Το σπίτι του Καϋράκ
Η ιστορία του σπιτιού του Καϊράκ, στον Πειραιά, - το όνομά του έχει σήμερα ένας μικρός δρόμος δίπλα στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων-, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Μέσα από την ιστορία της διαδοχής των ιδιοκτητών του σπιτιού αυτού, - εκεί που σήμερα είναι ο Κήπος του Θεμιστοκλέους ή παλαιότερα Τινάνειος, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης και τη Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα -, περνάει κι η ιστορία των προξενείων της τουρκοκρατούμενης Αθήνας - του γαλλικού ιδίως, που ήταν κι από τα σημαντικότερα.
Ο Καϋράκ αγόρασε το σπίτι από το Γάλλο Πιερ Ωμπέρ. ( πρόξενο της Γαλλίας και έμπορο σαπουνιού ταυτόχρονα), μαζί με τις αποθήκες και τους κήπους του. Το σπίτι αυτό ο Ωμπέρτ το είχε χτίσει σε οικόπεδο που του είχε πωλήσει η Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα - και συνόρευε με αυτήν- στις 10 Ιανουαρίου 1750.
Επόμενος αγοραστής λοιπόν ήταν ο Καϋράκ, που ανέλαβε εκείνη την εποχή το προξενείο.
Οι Γάλλοι της Αθήνας, όπως ο Ροκέρ και ο Γκασπαρύ, έβαλαν την υπογραφή τους σαν μάρτυρες στο πωλητήριο έγγραφο του 1793. Η αγοραπωλησία έγινε στις «εικοσιμία Θερμιδώρ»,(Ιουλίου), του τέταρτου χρόνου της Γαλλικής Δημοκρατίας, «πού είναι μία και αδιαίρετη».
Η Γαλλική Επανάσταση πέρασε μέσ' από το έγγραφο μεταβίβασης του σπιτιού του Πειραιά, που αρχίζει με τις λέξεις: Ελευθερία - Αδελφοσύνη - Ισότητα.
Μετά το θάνατο του Ι. Καϊράκ, η οικογένεια του ξέπεσε - όπως φαίνεται από επιστολές της εποχής.
Το σπίτι πήγε τότε στον επίσης Γάλλο Αντρέα Μερτρούδ, γνωστό στην Αθήνα σαν «Μουσανδρέα» που είχε παντρευτεί την κόρη του Καϋράκ Μαργαρίτα.
Τέλος το σπίτι έφτασε σε Ελληνικά χέρια.
Στις 4 Νοεμβρίου 1815, το σπίτι πέρασε στους «Σπυρίδωνα Μπενιζέλο και Παναγή Σκουζέ και συντροφιά»: «Γράμμα του όσπιτίου καί μαγαζιού εις τον γιαλόν Πόρτο Πειραιά όπου άγοράσαμεν από παιδί μουσιού αντρεάδια δια φράγκα 2.700».
Το αγόρασαν από την κόρη του Μαργαρίτα και τον Αντρέα Μερτρούδ.
Το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, και δίπλα το σπίτι
του Καϋράκ, βάλλεται από το Ελληνικά πλοία -1827.
(Σχεδίασμα της εποχής)
Ένα χρόνο μετά, 1816, ήρθε στον Πειραιά η Βασίλισσα της Αγγλίας Καρολίνα που ήταν πολύ ερωτευμένη με τον ιταλό τυχοδιώκτη Βαρθολομαίος Περγκάμι, οπότε έζησε μέρες πρωτόγνωρης ευτυχίας.
Ο Πειραιάς το 1827 κατά Ιωάννη Μακρυγιάννη Αγιος Σπυρίδων, Τινάνειος, όπου το σπίτι Καϋράκ
Αλλά το σπίτι των Καϋράκ δεν διατηρήθηκε. Δέχτηκε ένα μεγάλο μέρος από τα Ελληνικά πυρά που κατευθύνονταν στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα όπου ήταν κλεισμένοι οι Τούρκοι, στη διάρκεια των μαχών της Επανάστασης και έπαθε σοβαρές ζημιές. Για να ισοπεδωθεί αργότερα στη διάρκεια των δημοσίων έργων της οθωνικής περιόδου, ενώ στο μεταξύ είχαν γίνει διάφορες αγοραπωλησίες των ερειπίων του .
Η Κατίγκω του γιαλού
Ο τελευταίος από τους ηγουμένους της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος (1825 ήταν ο Συμεών Μαρμαροτούρης, από τη γνωστή αθηναϊκή οικογένεια. Υπόγραφε σαν «ηγούμενος Σπυριδωνίτης Συμεών» και είχε τότε υπό την προστασία του στον Πειραιά και μια ωραία ανιψιά, την Αικατερίνη Μαρμαροτούρη. Που φαίνεται πως είχε γίνει το μήλο της έριδος μεταξύ των υποψηφίων γαμπρών λόγω της ομορφιάς της.
Πολλοί καρδιοχτυπούσαν γι αυτήν, αλλά αυτή δεν ήθελε κανένα, για αυτό η λαϊκή μούσα της αφιέρωσε κι ένα λαϊκό δίστιχο, που σώζεται μέχρι σήμερα:
«Κατίγκω του γιαλού
μην αγαπάς άλλου...»
Από αυτό δίστιχο προκύπτει ότι πρέπει να κατοικούσε στον Πειραιά ή τουλάχιστον σύχναζε πολύ εκεί. Η Κατίγκω εκτός από ωραία ήταν και πολύφερνη νύφη.
Η οικογένεια Μαρμαροτούρη, όπως και ο Τατάρ Αγμέτης, ο Μακρυγιάννης (Μακρογιάννης στα κείμενα), ο Πετιχμετζής ή Πετιμεχτζής, ο Γεωργάκης Μήτρου Μυρτίκαλη, ο Χατζή Σπύρος Γκικάκης, ο Γεώργιος Γιακωμάκη Τουμπάζης, ο Κωνσταντίνος Βλαχούτσης, ο Καϋράκ (ή Καϊραής) οι Μερτρούδ, ο Φυλακτός Μπαλακάκης κ.ά. φέρονται ως παλαιοί ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης στον Πειραιά.
Πολλοί έχουν σήμερα στην Αθήνα και τον Πειραιά το επώνυμο Μαρμαροτούρης.
Ενας διαπρεπής συγγενής της ήταν ο Ιωάννης Μαρμαροτούρης που γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα στην Αθήνα. Μετά την ολοκλήρωση της εγκυκλίου εκπαίδευσης στη γενέτειρά του, πήγε στην Τεργέστη, όπου ανέπτυξε εμπορική δραστηριότητα. Όντας γνώστης της ιταλικής γλώσσας ασχολιόταν παράλληλα με μεταφράσεις κειμένων. [Βρεττός, 1857: 303]
Συνέγραψε το «Βίος και Κατορθώματα Κόμητος Σωβάρωφ», στο οποίο εξιστορεί τη ζωή και τη δράση του γενικού στρατάρχη των δύο αυτοκρατοριών, Ρωσίας και Γερμανίας. Πρόκειται για μετάφραση από τα ιταλικά στα ελληνικά του αντίστοιχου γερμανικού έργου, που κυκλοφόρησε στην Τεργέστη το 1799 [Βρετός, 1857: 110].
Ο Ιω. Μαρμαροτούρης ήταν, επίσης, ο συντάκτης της ιταλικής μετάφρασης του βιβλίου «Ο Ανταποκριτής Τεργεστίου», ήτοι Γραφαί διδακτικαί του εμπορίου, που εκδόθηκε το 1800 στην Τεργέστη. [Βρετός, 1857: 114]
Το 1813 ο Ιωάννης Μαρμαροτούρης τότε πρόκριτος της πόλης των Αθηνών, μαζί με τους Πέτρο Ρεβελάκη, Αλέξανδρο Χωματιανό, και λίγο αργότερα δύο ακόμη, τους Ιωάννη Τοτλίκαρο και Γεώργιο Σοφιανό ίδρυσαν τη Φιλόμουσο Εταιρεία των Αθηνών.
Βασίλης Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής
29-12-10
Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια ΗΛΙΟΥ, δημοσιεύσεις στον Τύπο, "ΠΕΙΡΑΙΑΣ" Λίζας Μιχελή
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Δεκτή κάθε πληροφορία που μπορεί να τροποποιήσει ή να συμπληρώσει προς το καλύτερο το παρόν άρθρο.
© KOUTOUZIS.GR Αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή www.koutouzis.gr .