Οι μόρτες, οι μάγκες, ο Κουτσαβάκης
και ο Μπαϊρακτάρης
Πάνε, πια, πάρα πολλά χρόνια, αφ' ότου ο Πειραιάς έπαψε νάχει μάγκες. Η ιστορία τους σταμάτησε στα 1940 με 1950, χωρίς οι τελευταίοι εκπρόσωποι του είδους να έχουν την αίγλη των πρώτων, έστω αν η «βασιλεία» τους κράτησε πάνω από 100 χρόνια. Ολα, βλέπετε, εκφυλίζονται!
Πολλοί συγχέουν το «μόρτης» με το «μάγκας». Το όνομα «μόρτυς», όμως, βγαίνει από την Ιταλική λέξη «μόρτο» που σημαίνει θάνατος. Οταν, τον Μεσαίωνα, είχε πέσει στην Ευρώπη το «μαύρο θανατικό», δηλαδή η χολέρα, στη Φλωρεντία, που είχε και τα περισσότερα θύματα, δεν υπήρχαν πια νεκροθάφτες για να θάψουν τους πεθαμένους. Οι πλούσιοι κάτοικοι της πόλεως τότε, για να μην αφήνουν τους νεκρούς τους στους δρόμους πλήρωναν μεγάλα ποσά σ' αυτούς που θα τους έθαβαν. Ετσι, όλα τ' αποβράσματα της κοινωνίας, βρήκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν.
Σχημάτισαν, λοιπόν, διάφορες ομάδες, που τις ονόμασαν «μορταρίες» και ανελάμβαναν να θάβουν τους πεθαμένους Κι' από τότε η λέξη σήμαινε κακοποιό και αλήτη, ενώ στην εποχή μας ακούγεται συχνά, χωρίς να σοκάρει, και σημαίνει έξυπνος, πονηρός!..
Αντίθετα, η λέξη «μάγκας» έχει την προέλευση της στα ηρωικά ελληνικά χρόνια. Κατά την εποχή του απελευθερωτικού μας Αγώνα οι στρατολογούμενοι από τους οπλαρχηγούς,, διαιρούντο σε δυο ενωματίες. Κάθε ενωματία ονομαζόταν «Μάγκα» και ο αρχηγός της «Μάγκατζης». Ήταν τιμή και δόξα, λοιπόν, να είσαι Μάγκας ή να ανήκεις στους Μάγκες. Ξαφνικά, όμως, συνέβησαν τα γεγονότα που έδωσαν κακή σημασία στη λέξη: Στις 7 Δεκεμβρίου 1831, οι πληρεξούσιοι της «εν Αργει Εθνικής Συνελεύσεως», ήρθαν στα χέρια και χωρίστηκαν σε δυο κόμματα. Ο Ιωάννης Κωλέτης, τότε, ακολουθούμενος από πολλούς πληρεξουσίους και οπλαρχηγούς Στερεοελλαδίτες, άρχισε να στρατολογεί οπλοφόρους για να πάει στο Ναύπλιο να καθαιρέσει τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. που, μετά τη δολοφονία του αδελφού του, είχε αναγνωρισθεί από το αντίθετο κόμμα, Κυβερνήτης της Ελλάδος.
Ο Κωλέτης στρατολογούσε κάθε άτακτο στοιχείο κι' έτσι δημιούργησε ένα μπουλούκι από κακοποιούς, που έκαναν τόσες αταξίες και κλεψιές, ώστε οι άλλοι Μάγκες των διαφόρων οπλαρχηγών ονόμασαν - κατ' ευφημισμό — τους Μάγκες του Κωλέτη «Μοσχομάγκες», αντί Βρωμομάγκες. Ετσι, όλοι οι οπαδοί του Κωλετικού κόμματος πήραν τ' όνομα Μοσχαμάγκες και το κόμμα του Μοσχομαγκιτικό.
Με τον καιρό όταν στα 1843, ο Κωλέτης σχημάτισε Κυβέρνηση, μάγκες και μοσχομάγκες ονομάστηκαν όλα τα χαμίνια που εύρισκαν άσυλο στα διάφορα υπόγεια, και στους «τεκέδες».
Υπήρχαν, λοιπόν, τριών λογιών ……..κακοποιοί την εποχή εκείνη : οι Μόρτες, οι Μάγκες και οι Μοσχομάγκες. Λίγο αργότερα, προστέθηκαν σ' αυτούς οι Νταήδες και οι Αντάμηδες, που ήταν, όμως, παρακλάδια των πρώτων. Οι τελευταίοι έκαναν δικό τους «σινάφι» που τρομοκρατούσαν τα «πέριξ» με κλεψιές……μαχαιρώματα και φόνους καιμμιά φορά. Για να περάσει κανείς βράδυ από τις γειτονιές τους (Δραπετσώνα, Χατζηκυριάκειο, Καμίνια) — αν δεν ήταν κάτοικος της συνοικίας— έπρεπε να πληρώσει τον απαραίτητο φόρο. Αν ήταν φτωχαδάκι, περιορίζονταν μόνο στην καπνοσακούλα του. Αν καταλάβαιναν, όμως, ότι τόλεγε η τσέπη του δεν του άφηναν τίποτα. Του έπαιρναν πορτοφόλι, ρολόϊ, αλυσίδα, μπαστούνι καπέλο και ακόμα σακάκι, παντελόνι και παπούτσια. Όλο αυτό το «πλιάτσικο» το εύρισκες την επομένη στα παλιατζίδικα, να πουλιέται σε «τιμή ευκαιρίας» !
Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.
Μερικοί έβαζαν και σκουλαρίκι στο αριστερό τους αυτί. Κάτι που κάνουν και σήμερα 2009 πολλοί άνδρες. Ακόμα και το βάδισμά τους ήταν ιδιόρρυθμο: Έκαναν μικρά και πηδηχτά βήματα κι' έγερναν ολόκληροι από το δεξιό πλευρό. Όσο δε πιο βραχνή ήταν η φωνή τους, τόσο και πιο «σκληροί» άντρες εθεωρούντο.
Τα πραγματικά τους ονόματα είχαν εξαφανισθεί. Όλοι είχαν παρατσούκλια: Ο Βραχνός, ο Αράπης,, ο Αγγινάρας, ο Μάπας, ο Κεφτές, ο Στραβαρίδας, ο Χηρογιός, ο Μαχαιράκιας, ο Σουγιάς και άλλα.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ
Από τους πιο ονομαστούς μάγκες του Πειραιά ήταν ο Δημήτρης Κουτσαβάκης. Γεννήθηκε από πατέρα μάγκα και αργότερα έγινε βαρκάρης. Ό Κουτσαβάκης ήταν πασίγνωστος στον Πειραιά και τον έτρεμαν όλα τα λιμάνια της περιοχής.
Τον Απρίλιο του 1864 κατετάγη στο Ιππικό, με τον Διονύση Διονυσιάδη αργότερα ιδρυτή του ομώνυμο Θεάτρου, τον επιλεγόμενο «το παιδί της χήρας».
Έτσι, ο Κουτσαβάκης, ιππεύς τώρα του Στρατού, έγινε αρχηγός παρέας αποτελούμενης από τον Διονυσιάδη. τον Μπεκάτσα, τον Αϊβαλιώτη. τον Γκράβιζα και τον Ψαρώνη, που κατέβαιναν κάθε τόσο στην Αγορά και στις συνοικίες κι' έσπαζαν στο ξύλο τους πρώην... συναδέλφους τους!
Η αστυνομία τους υποβοηθούσε ή μάλλον έκανε τα στραβά μάτια. Κατά τα άλλα, ήταν καλοί στρατιώτες, ντυμένοι πάντα καθαρά και κομψά, πειθαρχικότατοι στους ανωτέρους τους κι' όταν δεν είχαν υπηρεσία, πήγαιναν στις διάφορες μικροταβέρνες, έπιναν τη ρετσίνα τους κι' έλεγαν τα τραγουδάκια τους.
Ό Κουτσαβάκης είχε περίφημη φωνή κι' έπαιζε θαυμάσια κιθάρα. "Οταν τραγουδούσε, σώπαιναν όλοι για ν' ακούσουν την «κελαϊδίστρα» του. Στις γειτονιές μισάνοιγαν τα «γρυλιά» των παραθύρων κι' οι κοπέλες αναστέναζαν.
Οταν απολύθηκε από το Στρατό, ο Κουτσαβάκης, έγινε βαρκάρης, παντρεύτηκε κι' έκανε παιδιά, που τα σπούδασε. Πέθανε γέρος και φτωχός στον Πειραιά. Οι συνάδελφοί του, βαρκάρηδες, τον έθαψαν με συνεισφορά. Αφησε, όμως, κληρονομιά περίβλεπτη... Το όνομά του σε όλους τους ψευτοπαλληκαράδες του μέλλοντος ενώ αυτός, τουλάχιστον, είχε καρδιά...
Στο μπαρ " ΜΑΡΚΟΣ" στα Ασπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης, Δεληάς, η κομπανία "ΤΕΤΡΑΣ".
Οι τελευταίοι μάγκες του Πειραια, ήταν κυρίως όσοι έπιασαν στα χέρια τους το «μπουζούκι»: Ο Βαμβακάρης, ο Μπάτης, ο Κερομύτης, ο Γκόγκος, ο Παναγιώτης Τούντας,ο Σ. Περιστέρης, ο Ανέστης Δελιάς, ο Παπαιωάννου και τόσοι άλλοι. Αλλά αυτοί ήταν αριστοκράτες μάγκες. Γι' αυτό ίσως και η «μαγκιά», με την παλιά της έννοια, εκφυλίστηκε!
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗΣ
O Δημήτρης Mπαϊρακτάρης αξιωματικός του Στρατού διορίστηκε από τον Xαρίλαο Tρικούπη, διευθυντής της αστυνομίας για να καθαρίσει την Aθήνα από τα κακοποιά στοιχεία. Oι Aθηναίοι του 1890 στέναζαν από τους τραμπούκους, τους μάγκες, τους ληστές αλλά και τους γραφικούς…… «κουτσαβάκηδες» που είχαν το άντρο τους στη συνοικία του Ψυρρή, όπου κανείς δεν τολμούσε να μπει. Oύτε κι αυτή η αστυνομία! Αλλά ο Mπαϊρακτάρης με τον βούρδουλα στο χέρι και μερικούς αστυφύλακες τσάκισε τους κακοποιούς μέσα στο άντρο τους. Tους έκοβε το μανίκι, που δεν φορούσαν ποτέ για να χειρίζονται με ευκολία το μαχαίρι, ψαλίδιζε τις μύτες των παπουτσιών αλλά και το μισό μουστάκι. Aυτό ανάγκαζε τους μάγκες κουτσαβάκηδες να εξαφανιστούν από την πιάτσα για μεγάλο διάστημα έως ότου μεγαλώσει το μουστάκι.
Κατά τους Oλυμπιακούς του 1896 έφερε τους κλέφτες πορτοφολάδες στο φιλότιμο και δεν έγινε καμιά κλοπή για να μην ρεζιλευτεί η Eλλάδα. Tους έκανε αστυνόμους και κυνηγούσαν τους ξένους πορτοφολάδες!
O Mπαϊρακτάρης
ηταν τολμηρός, δίκαιος και σκληρός, άνθρωπος του καθήκοντος. Xαστούκισε μάλιστα
έναν κομματάρχη του Tρικούπη όταν του ζήτησε να βγάλει από το κρατητήριο κάποιον
εγκληματία που ήταν του κόμματος.
Στα «Παρκερικά» ξυλοκόπησε δυο Αγγλους ναύτες και τους πέταξε στη θάλασσα
γιατί πείραξαν μια Eλληνίδα. Εκείνος έπεισε τον Tρικούπη να ψηφίσει το νόμο για
τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων.
Eξιχνίασε με πρωτότυπο τρόπο πολλά εγκλήματα που διαπράχτηκαν στην Aθήνα, και συνέβαλε στην αντιμετώπιση των γυμνιστών στο Φάληρο.
Βασίλης Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής
© KOUTOUZIS.GR Αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή www.koutouzis.gr .