1843:
Πειραιάς, ο απέραντος
ελαιώνας
ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΜΕΝΟΣ
από ελαιώνες ήταν ο Πειραιάς γύρω στο 1840. Εκεί που αργότερα αναπτύχθηκαν οι
Δήμοι Μοσχάτου - Ρέντη -Νίκαιας,κλπ, φύονταν ελιές. Μοναδικό απομεινάρι αυτού του
ελαιώνα των τελευταίων
χρόνων, οι ελιές στη διασταύρωση των οδών Θηβών και Πέτρου Ράλλη.
Την ύπαρξη του
ελαιώνα μαρτυρεί ο Γάλλος περιηγητής Ετιέν Ρέυ που επισκέφθηκε τον Πειραιά το
1843.
== Ο ΕΤΙΕΝ ΡΕΫ
γεννήθηκε στην Λυών το 1789. Ακολουθώντας τη φυσική του κλίση, αφιερώθηκε στη
ζωγραφική και χρημάτισε επί χρόνια καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της
γενέτειράς του. Το 1834, σε ηλικία που οι περισσότεροι προτιμούν να ζήσουν μια
ήσυχη ζωή, ο Ρέυ αψηφώντας τους κινδύνους που παρουσίαζαν τα ταξίδια την εποχή
εκείνη, ξεκίνησε, μαζί με το φίλο του αρχιτέκτονα Α. Σεναβάρ για να επισκεφθεί
την Ελλάδα, την Τουρκία, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο. Κύριος σκοπός του ταξιδιού
του ήταν να γνωρίσει την χώρα μας και να θαυμάσει τα αριστουργήματα της τέχνης,
που ονειρευόταν από τα παιδικά του χρόνια. Να ένα απόσπασμα από το προσωπικό του
ημερολόγιο:
«Τρίτη 12
Σεπτεμβρίου 1843
...Το αυστριακό
Βαπόρι που είχαμε πάρει από τη Σύρο για τον Πειραιά, έμοιαζε με πλωτό
νοσοκομείο... Αναρίθμητα στρώματα ήταν αραδιασμένα πάνω στο κατάστρωμα, όπου
ήταν ξαπλωμένοι οι ταξιδιώτες. Πολύχρωμα μαξιλάρια και χαλιά συμπλήρωναν τη
γραφική αυτή εικόνα. Στις 3 το πρωί, περάσαμε το ακρωτήριο του Σουνίου. Στο
ασημένιο φως του φεγγαριού, μου φάνηκε ότι διέκρινα τις κολόνες του περίφημου
ναού. Η ανυπομονησία μου να βρεθώ στη χώρα των θεών ήταν τόσο μεγάλη, που μου
ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Την αυγή μπήκαμε στο Σαρωνικό. Το πλοίο μας προχωρούσε
τώρα ανάμεσα στην Αργολίδα και την Αττική. Η θαμπή σιλουέτα του Υμηττού
πρόβαλλε στον ορίζοντα... Αριστερά μας η Αίγινα, δεξιά το Φάληρο και στο βάθος
το μικρό λιμάνι της Μουνιχίας. Προσπαθούσαμε όλοι να διακρίνουμε την περίφημη
πόλη της θεάς της σοφίας. Πρώτος εγώ ξεχώρισα με βαθιά συγκίνηση την Ακρόπολη,
τον Παρθενώνα... Ύστερα από έντεκα μέρες ταξίδι, είχαμε φθάσει επιτέλους στη
γαλανή χώρα των ονείρων μας. Το πλοίο έμπαινε στον Πειραιά.
»Ο Πειραιάς, που
αρχίζει τώρα να παίρνει όψη μικρής πόλεως, είναι μια χερσόνησος, που
σχηματίζεται από δύο λόφους ενωμένους μ' έναν Ισθμό. Έχει τρία μικρά φυσικά
λιμάνια και απέχει επτά χιλιόμετρα από την Αθήνα.
Οι Αθηναίοι,
στην αρχαιότητα, δεν είχαν παρά μόνο ένα λιμάνι, το Φάληρο.
Ο Πειραιάς
δημιουργήθηκε μόνον στην εποχή του Θεμιστοκλή. Ο νικητής της Σαλαμίνας
διαμόρφωσε τον μεγαλύτερο από τους τρεις κόλπους του σε λιμάνι κι έκτισε γύρω
από τη χερσόνησο το περίφημο τείχος του. Το οχυρωματικό αυτό έργο εθεωρείτο
απόρθητο. Ήταν καμωμένο όλο από πελεκημένη πέτρα, ύψους 15 μέτρων.
» Μόλις το βαπόρι
έριξε άγκυρα, ξεμπαρκάραμε από τους πρώτους. Αφού δείξαμε τα διαβατήρια μας
στην ελληνική αστυνομία και συμπληρώθηκαν οι διατυπώσεις με τις αρχές, πήραμε
ένα αμάξι για την Αθήνα. Ο δρόμος περνούσε δίπλα από το τείχος του Θεμιστοκλή.
Σταματήσαμε για να το εξετάσουμε από κοντά και σκέφθηκα να κάνω και ένα σκίτσο.
Προχωρούσαμε ανάμεσα από πυκνούς ελαιώνες, που σχημάτιζαν ένα πραγματικό δάσος.
Μπροστά μας ο Λυκαβηττός κι ο ιερός βράχος της Ακρόπολης. Δεν χορταίναμε να
κοιτάζουμε τη φύση και τον αττικό ουρανό. Μπαίνοντας στην πρωτεύουσα, είδαμε
δεξιά τον περίφημο ναό του Θησέως. Από την οδό Ερμού φθάσαμε στη Βασιλική
Πλατεία και καταλήξαμε στο «Ξενοδοχείο της Ανατολής».
Τo
τελευταίο κομμάτι με επίκεντρο την «ελαία του
Πλάτωνα», λοιπόν, βρίσκόταν ως το 2007 στη διασταύρωση
Θηβών και Πέτρου Ράλλη, απέναντι από το Γ Νεκροταφείο . Το κομμάτι αυτό του
ελαιώνα που
διασώθηκε και δεν οικοπεδοποιήθηκε
μαρτυρεί την παλιά αίγλη του που τελικά έπεσε υπέρ εστιών για να ζεσταθούν
οι Αθηναίοι. Αναφέρεται
από τα
πολύ παλιά χρόνια, από την εποχή του Ομήρου
ακόμη ότι ολόκληρη
σχεδόν η Αττική ήταν γεμάτη ελαιόδεντρα.
Αυτό
οφειλόταν στο γεγονός ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι θεωρούσαν την ελιά ιερό
δέντρο, που το φύτεψε η θεά Αθηνά στην Ακρόπολη,
σημάδι της δουλειάς και της Ειρήνης.
Ειδικοί νόμοι απαγόρευαν με θάνατο όσους επιχειρούσαν να κόψουν έστω και ένα
κλαδί από τα δέντρα αυτά. Τα μόνα κλαδιά που κόβονταν ήταν για να στεφανώσουν
κάποιο νικητή. Κι αυτό ήταν η μεγαλύτερη τιμή.
Ο μοναδικός αυτός ελαιώνας διατηρήθηκε έτσι ως τα
νεότερα χρόνια. Ακόμα και επί Τουρκοκρατίας η λεκάνη της Αττικής ήταν ένα
τεράστιο και αδιαπέραστο δάσος από ελαιόδεντρα.
Παρά τις καταστροφές που είχαν
προκαλέσει οι Τούρκοι με φωτιές, μετά τον Μοροζίνι και στα χρόνια της
Επανάστασης, βρισκόταν ακόμα σε καλή κατάσταση.
Οι φωτιές από τους Τούρκους
Πολλοί
Αθηναίοι ζήτησαν από τον Μοροζίνι να επιτεθεί στην Αθήνα και τους απαλλάξει
από τους Τούρκους. Ηρθε στον Πειραιά και με τα πλοία του βομβάρδισε και
κατέστρεψε τον Παρθενώνα όπου ήταν εγκατεστημένοι οι Τούρκοι διοικητές.
Μετά αποχώρησε και άφησε
τους Αθηναίους στο έλεος του Θεού. Αυτοί από το φόβο των Τούρκων έφυγαν
μέσω Πειραιά και Κερατσινίου στη Σαλαμίνα. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν την
Αθήνα, έκαψαν μέρος του περίφημου ελαιώνα, και επιτέθηκαν στη Σαλαμίνα, όπου
εξανδραπόδισαν άνδρες γυναίκες παιδιά γέροντες παπάδες σύμφωνα με τη
μαρτυρία του Αργυρού Βεναλδή το 1688.
Οσοι από τους
Αθηναίους σώθηκαν και δεν επέστρεψαν στην Αθήνα εγκαταστάθηκαν στο Αμπελάκι.
Αλλά και εκείνοι που αποφάσισαν να επιστρέψουν δεν το κατόρθωσαν, διότι «Αλβανοί
φούστιδες» δηλαδή Αρβανίτες φουστανελοφόροι (=ληστές) λεηλατούσαν επί τρία
χρόνια ό,τι και όποιον είχε μείνει στην Αττική. Μόλις το 1690-91 μετά από
επιστολή του Αργυρού Βεναλδή και με τη μεσολάβηση του Αθηναίου Νικολάου
Χειλά, που ήταν στην Κωνσταντινούπολη, κατάφεραν οι πρόσφυγες να αποσπάσουν
εντολή του σουλτάνου για επανεγκατάσταση στην Αττική, με ταυτόχρονη
αντιμετώπιση των Αρβανιτών, την οποία ανέλαβε ο Απτουλάχ πασάς, που
εγκαταστάθηκε στις όχθες του Ιλισσού. Τότε οχυρώθηκε πάλι η Ακρόπολη(1708) και
εγκαταστάθηκε ως βοεβόδας ο Μουσταφά Εφένδης που αναφέρεται και σε σχετική
επιγραφή.
Φαίνεται δε ότι οι
Αρβανίτες ήταν εχθρικοί προς τους Τούρκους καθ όλη τη διάρκεια της
Τουρκοκρατίας, ακόμα και το 1570 όταν οι Τούρκοι, μετά τη ναυμαχία της
Ναυπάκτου, εξ αιτίας επαναστατικών κινήσεων που παρατηρήθηκαν στον Ελληνικό χώρο,
μετά τη νίκη των χριστιανών, επεδίωξαν να τους διασπάσουν. Τότε ο βεζίρης
Μεχμέτ Σόκολης εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα εποικισμού των νησιών με
Αρβανίτες, έστειλε το 1571 Αρβανίτες στα Ψαρά και Κάσο, το 1572 στη Σάμο, και
το 1575 σε Ιο, Ανδρο, Κέα, Κύθνο, Υδρα, Πόρο, Σπέτσες, Σαλαμίνα και ιδίως στη
Σκόπελο.
Όταν
ο λόρδος Βύρων ήρθε για πρώτη φορά γοητεύθηκε τόσο
από την ομορφιά του ελαιώνα, ώστε τον έκανε τραγούδι με θαυμάσιους στίχους
μέσασε δυο από τα
πιο σπουδαία έργα του, την «Κατάρα της Αθήνας» και τον «Κουρσάρο».
Το
ίδιο έκανε και ο Σατωβριάνδος που πέρασε λίγο αργότερα από την Αθήνα.
Την εποχή εκείνη τον ελαιώνα διαφέντευαν διάφοροι
βοεβόδες, μπέηδες και αγάδες που κατοικούσαν στον ιερό χώρο της Ακροπόλεως.
Γράφει στο
«Οδοιπορικό
στην Ελλάδα» ερχόμενος
από την Κόρινθο:
"......Μπήκαμε στον
ελαιώνα… Σε λίγο είδαμε την κοίτη του Κηφισσού, ανάμεσα σε
κορμούς λιόδεντρων, που τον ζώνανε γέρικες ιτιές. Ξεπέζεψα για
να χαιρετήσω τον ποταμό και για να πιω από το νερό του, αλλά
μόλις βρήκα το νερό, που μου χρειάζονταν σε μια λακουβίτσα, σιμά
στην όχθη• όλο τ΄ άλλο νερό το είχαν «στρέψει» για να ποτίζουν
τον Ελαιώνα. Πάντα μου άρεσε πολύ να πίνω από το νερό των
φημισμένων ποταμών, που μου έλαχε να τους περάσω. Έχω πιεί,
λοιπόν από τα νερά του Μισισιπή, του Τάμεση, του Ρήνου, του
Πάδου, του Τίβερη, του Ευρώτα, του Κηφισού, του Έρμου…Βγαίνοντας
από τον Ελαιώνα, κι εκεί που θάταν ο εξωτερικός Κεραμεικός,
βρήκαμε ένα περιτειχισμένο περιβόλι. Και χρειαστήκαμε ακόμα
δρόμο μισής ώρας, για να φτάσουμε στην Αθήνα, διαβαίνοντας μέσα
από τ΄ άχυρα των θερισμένων σιταριών. Ένα νεόχτιστο τείχος, που
μόλις το είχαν επισκευάσει, και, που έμοιαζε με περιτοίχισμα
κήπου, έζωνε την πόλη. Δρασκελίσαμε την πύλη και περάσαμε σε
αγροτικά δρομάκια, δροσερά και καθάρια. Κάθε σπίτι, έχει το
περιβολάκι του: πορτοκαλιές και συκιές. Ο λαός μου φάνηκε
εύθυμος και περίεργος. Δεν είχε καθόλου το σκυθρωπό ύφος, που
είχαν οι Μωραϊτες…»
Και ο
Γουσταύος Γλωμπέρ , «Το
ταξίδι στην Ελλάδα» 1850:
«Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου,
ανήμερα των Χριστουγέννων, ξεκινήσαμε από την Αθήνα στις 9 το
πρωί για την Ελευσίνα (Λεψίνα) Ο δρόμος
μας αφήνει δεξιά το δρόμο του Πειραιά και μπαίνει σ΄ έναν
ελαιώνα. Ένας ουρανός σταχτοκύανος, βαθύς, φτιαγμένος από παχιά
στρώματα το ένα πάνω στο άλλο, με φωτερά γαλάζια ανοίγματα,
ξεχώριζε σε μεγάλα κομμάτια ανάμεσα στις γκριζοπράσινες
φυλλωσιές των λιόδεντρων. Νερό δίπλα στο δρόμο και στα
καλλιεργημένα χωράφια, ανάμεσα στους κορμούς των δένδρων• μικρά
ρυάκια περνούν κάτω από γέρικους λιανισμένους κορμούς. Αριστερά
ο Βοτανικός Κήπος…»
Εκαψαν
για να ζεσταθούν όλες τις ελιές
Το 1917 οι Αθηναίοι έκαψαν
όλο τον ελαιώνα για να ζεσταθούν, εξ αιτίας του αποκλεισμού των ….συμμάχων.
Τότε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης είχε αντιμετωπίσει τις πιέσεις του Γάλλου
γερουσιαστή και ύπατου αρμοστή των Συμμάχων στην Ελλάδα Ζοννάρ, ο οποίος μάλιστα
στις 31 Μαΐου του παρέδωσε τελεσίγραφο με το οποίο μεταξύ άλλων απαιτούσε την
παραίτηση του Κωνσταντίνου Α΄. Ο Ζαΐμης αρχικά δίστασε αλλά ύστερα από απειλές
του Γάλλου αρμοστή δέχτηκε τους όρους. Στην κυβέρνηση Ζαΐμη επίσης παραδόθηκε
και κατάλογος στον οποίο οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν συμπεριλάβει 30
προσωπικότητες του βασιλικού χώρου.
Ρομαντικοί περίπατοι -
νυφοπάζαρο στο Ρουφ
Το Ρουφ
είναι αρκετά γνωστό στον πολύ κόσμο. Κάτι το τραίνο που περνάει από κει, κάτι
οι στρατιωτικές υπηρεσίες που έδρυεαν στην περιοχή αυτή το γνώρισαν στο κοινό.
Σήμερα η
περιοχή αυτή δεν έχει να επιδείξει κάτι το ιδιαίτερο. Όμως παλιότερα, δεξιά της
οδού Πειραιώς ανάμεσα στο Γκάζι, τον Κεραμικό, τον Ταύρο και το Βοτανικό
γνώρισε δόξες, σε εποχές ρομαντικές.
Μέχρι το
1917 που κόπηκαν οι πολλές ελιές, οι παλιοί Αθηναίοι κατέβαιναν από τα
Αναφιώτικα, τα Εξάρχεια και άλλες συνοικίες και έκαναν μακρινούς περιπάτους
από την Κολοκυνθού μέχρι το τέρμα του Ρουφ. Την εποχή εκείνη η περιοχή ήταν «χάρμα
οφθαλμών» και υπήρχαν μερικές εξοχικές κατοικίες, αλλά και αγροικίες. Ο
σημερινός δρόμος Μεγάλου Βασιλείου – Πέτρου Ράλλη ήταν χωματόδρομος, αλλά δεν
εμπόδιζε τους ρομαντικούς κυρίους και τις νέες με τα μακριά φορέματα να
κάνουν βόλτες και να ανταλλάσσουν πονηρές ματιές.
Δεν είναι
άλλωστε λίγες οι ιστορίες που αναφέρονται σε ένα πρώτο κοίταγμα στο Ρουφ.
Αυτά
βέβαια πριν το 1917. Γιατί ο αποκλεισμός του χρόνου αυτού όπως είπαμε έφερε
την έλλειψη καυσίμων, το κόψιμο των δένδρων, την αλλαγή του «χρώματος» της
περιοχής.
Λίγα
μέτρα από το Ρουφ, στην αρχή της σημερινής Ιεράς οδού, εκεί περίπου που ήταν τα
χαμόσπιτα που κατεδαφίστηκαν το 1980 για να διαπλατυνθεί ο δρόμος, είχε το
καφενείο του ένας Βαυαρός, που το είχε ονομάσει «Πράσινο δένδρο». Το καφενείο
αυτό είχε ιδρυθεί λίγο πριν η Αθήνα γίνει πρωτεύουσα. Δηλαδή κάπου το 1833.
Παράλληλα
με τον Ελαιώνα, στην περιοχή αυτή υπήρχαν αμπέλια, χωράφια, στάβλοι, μαντριά με
πολλούς Αθηναίους καλλιεργητές, περιβολάρηδες και κτηνοτρόφους.
Και συχνά
έβλεπε κανείς την αυγή το γραφικό θέαμα των ζευγάδων και των φουστανελοφόρων να
ξεκινάνε με το τσαπί και το γαϊδούρι από το Σύνταγμα και την Ομόνοια για τις
αγροτικές δουλειές.
Όμως τα χρόνια περνούσαν ο κόσμος πλήθαινε τα κτίσματα πύκνωσαν και η
εξοχή αυτή, λιγότερο από ένα χιλιόμετρο από το Κέντρο της Αθήνας άρχισε να
χάνεται. Ωσπου δεν έμεινε τίποτα από την παλιά εικόνα. Παρά μόνο σε
φωτογραφίες ως συνήθως και ευτυχώς που υπάρχουν και αυτές.
Βασίλης Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής
16-12-2013
©
KOUTOUZIS,GR Αναδημοσίευση
επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή
www.koutouzis.gr .
Κεντρική
σελίδα