Ο στρατηγός που ζητιάνευε στον Πειραιά

 

 

           Στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ο Πειραιάς  αντιμετώπισε ένα όνειδος!’ Ένα γεγονός ντροπής που τον σημάδεψε, όσο  μικρός και ανοργάνωτος  και αν ήταν.

        Δεν μπόρεσε(;), Δεν θέλησε(;), να στηρίξει πιο θετικά, πιο δυναμικά, έναν ήρωα  που κατέφυγε στα χώματά του να περάσει τα  τελευταία  χρόνια της ζωής του, αλλά τον άφησε άρρωστο και απροστάστευτο  να ζητιανεύει στους δρόμους  σαν κοινός επαίτης. Και όχι μόνο τον άφησε, αλλά τον βοήθησε σ αυτό.

        Βέβαια δεν ήταν ο μόνος ήρωας  που αντιμετώπισε όλη την εχθρότητα της κοινωνίας  για την οποία αγωνίστηκε, που απελευθέρωσε. Μαζί του ήταν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Μακρυγιάννης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας και άλλοι .

        Ο λόγος για το Νικηταρά!

        Να πούμε δυο λόγια για τον  ήρωα!

        Ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος) είναι μια εξέχουσα και ηρωϊκή φυσιογνωμία του επαναστατικού αγώνα του 21. Ανιψιός του Θ. Κολοκοτρώνη ήταν ευρύτερα γνωστός σαν δεξί του χέρι. Η δημώδης μούσα μάλιστα έλεγε:

        «Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης».

         Γεννήθηκε το 1787 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα (Αναστασίτσα) Μεσσηνίας, αλλά καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα της Φαλαισίας (του Ν. Αρκαδίας). Ο πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας και η μητέρα του  η Σοφία Καρούτσου, αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Λόγω της καταγωγής του υπέγραφε με το όνομα Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης.

     Ο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος»,ήταν ένας ξεχωριστός για το ήθος του και την πολεμική του αρετή ήρωας της Επαναστάσεως του 1821,

      Για τις αρετές του αυτές έλαβε πολλά προσωνύμια. Η λαϊκή μούσα, μετά τις πρώτες του νικηφόρες μάχες του, τον είχε ονομάσει «Τουρκοπελέκα». Τον έλεγαν επίσης «Νέο Αχιλλέα», σαν γοργοπόδαρος που ήταν, και τέλος Νικηταρά. Πέραν αυτών κέρδισε και την ποιητική καταξίωση με την επίκληση «Πού 'σαι και συ Νικηταρά, που 'χουν τα πόδια σου φτερά».

      Μπορεί (και) ο Νικηταράς να μη δικαιώθηκε στα μάτια των συγχρόνων του. Έχει όμως δικαιωθεί για πάντα - και θα ζει - στη λαϊκή συνείδηση. Και η φυσιογνωμία του θα καταλαμβάνει μια χρυσή και ανεξίτηλη σελίδα της νεώτερης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους.

 

                         Στοιχεία  πέρα από τη δράση του

 

      Για τη  δράση του κατά τον Αγώνα  του 1821  καθένας μπορεί να βρει πολλά αν κάνει αναζητήσεις στο ίντερνετ.

      Εμείς εδώ θα αναφερθούμε σε κείνα που θα βρει δυσκολότερα, ή δεν θα βρει καθόλου.

 

      Ο Νικηταράς υπήρξε μαθητής του καπετάν Ζαχαριά (Ζαχαρία  Μπρμπιτσιώτη . Ο Ζαχαριάς μπορεί να έφυγε από τη ζωή αλλ’ άφησε πίσω του φύτρα από τη σπορά που έκανε. Υπήρξε ο Δάσκαλος της Κλεφτουριάς. Οι κορυφαίοι πολεμιστές του ‘21, ο Μητροπέτροβας, ο Κολοκοτρώνης,  ο Νικηταράς  και άλλοι  υπήρξαν μαθητές του.

    Ο τελευταίος μάλιστα είχε νυμφευθεί την κόρη του την Αγγελίνα, γυναίκα εφάμιλλη σε ηρωισμό του πατέρα και του συζύγου.  

     Ο Ζαχαρίας  Μπρμπιτσιώτης -  Ζαχαριάς   γεννήθηκε  στην Μπαρμπίτσα στις 22 Οκτώβρη του 1759 από την οικογένεια Παντελάκου. Τον πατέρα του τον λέγανε Θοδωρή. Το 1775, οι Τούρκοι έσφαξαν τον αδελφό του Παντελή και αυτό  τον έκανε να βγεις στο βουνό σαν κλέφτης για να εκδικηθεί τον άδικο θάνατό του.

     Το 1780 παντρεύτηκε  την αδελφή του Αντώνη Νικολόπουλου, με την οικογένεια του οποίου αργότερα έγινε  άσπονδος εχθρός.

      Είχε  δύο κόρες, την Αγγελίνα που παντρεύτηκε ο Νικηταράς και την Κωνσταντίνα, καθώς και δύο γιους,  

     Με τη γυναίκα του Αγγελίνα, ο Τουρκοφάγος απέκτησε έναν γιο, τον Γιάννη, που έγινε στρατιωτικός, καθώς και δύο κόρες: την Ρεγγίνα και άλλη μία που τρελάθηκε από την λύπη της όταν τον είδε σε κακή κατάσταση μετά την πολύμηνη φυλάκιση του στην Αιγινα  και το όνομά της δεν έγινε γνωστό.

 

                           Το πιο αγαπημένο πρόσωπο

 

      Yστερα από τη μάχη στα Δερβενάκια, ο Νικηταράς,  που τόσο καταστροφή προξένησε στους Τούρκους  ώστε πήρε το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος» της έστειλε   ένα καλοτυλιγμένο πακετάκι.

    Όλοι νόμισαν ότι θα είχε κανένα διαμαντένιο κόσμημα, από τα τόσα που έπεσαν στα χέρια των παλικαριών, που μοιράστηκαν τους θησαυρούς του τούρκου πασά. Γι’ αυτό όσοι τόμαθαν,  έτρεξαν  περίεργοι να το περιεργαστούν.

    Καθώς όμως η σύζυγος του δοξασμένου αρχηγού Αγγελίνα άνοιξε το δέμα, βρήκε μια ξύλινη ταμπακιέρα κι ένα σημείωμα του άντρα της που της έγραφε:

«…Τα παλικάρια μου, μου πρόσφεραν τούτη την ταμπακέρα κι ένα σπαθί στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Το σπαθί το χάρισα στη διοίκηση της Ύδρας, για να χρησιμεύσει στο αρμάτωμα του στόλου που τόσο χρειάζεται στην Πατρίδα. Την ταμπακέρα τη στέλνω σε σένα που μου είσαι το πιο αγαπημένο πρόσωπο που έχω στον κόσμο ύστερα από την Πατρίδα….

      Μετά την Απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια κι έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη  και  πήρε  μέρος  στα  γεγονότα  του Πόρου  του 1831. Εγινε υπασπιστής του και πήρε μέρος στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους ( το 1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου.

      Εκείνο το χρόνο, με συνέταιρο τον Αρχιμανδρίτη Πύρρο τον Θετταλό,ίδρυσαν χαρτοποιείο στο Κεφαλάρι του Αργους, καταβάλλοντας 3.000 γρόσια ο καθένας. Κατασκεύασαν τότε χίλια περίπου φύλλα χαρτιού  και περίμεναν να πουληθεί. Τα χρήματα όμως τελειώνουν κι έτσι οι εργασίες σταμάτησαν. Μη έχοντας την δυνατότητα να συνεχίσουν την παραγωγή, απευθύνθηκαν στον Καποδίστρια. 

      Ο Πύρρος δεν συμπαθουσε τον Κυβερνήτη και πολλές φορές έχει εκφράσει τις εχθρικές διαθέσεις του. Πίστευε όμως ότι θα ενδώσει και θα τους προσφέρει την βοήθειά του, προς χάριν της φιλίας του Κυβερνήτη με το Νικηταρά. Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι την εποχή εκείνη μια τέτοια επιχείρηση δεν είχε  μέλλον. Εξ άλλου θεωρούσε ότι προτεραιότητα είχαν άλλες ανάγκες και ενέργειες σχετικές με την ανώμαλη πολιτική κατάσταση και δεν απαντά καθόλου στο αίτημα των δύο συνεταίρων.

      Ο Νικηταράς  συνειδητοποίησε  ότι η δουλειά του χαρτοποιείου δεν μπορεί να προχωρήσει.  Σταμάτησε  και μετέφερε τις μηχανές στο σπίτι του, στο Άργος.

      Το 1830 διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου, το 1831 Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου των Ελαφρών και το 1832 Γενικός Αρχηγός του Στρατοπέδου Κορίνθου και έπειτα Αρχηγός της Μεσσηνίας.

       Μετά  από όλα αυτά και μετά την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, στις 25 Ιανουαρίου του 1833, ο Νικηταράς και ο Πύρρος απευθύνουν  αίτημα προς αυτόν, ζητώντας την συνδρομή του για την επανεκκίνηση των εργασιών του χαρτοποιείου. Αλλά και ο Όθωνας δείχνει να μη συμμερίζεται τις απόψεις των δύο συνεταίρων. Η κατάσταση οδηγεί σε αδιέξοδο. Η επιχείρηση χαρτοποιίας λήγει άδοξα.

                 

                       Κι αυτός ο ήρωας στη φυλακή

        

         Στα 1835 η ζωή του Νικηταρά είναι κοινωνική και ενδιαφέρουσα. Εκαλείτο σε τελετές και δεξιώσεις, ακόμα και στα ανάκτορα και στο σπίτι του πρωθυπουργού Αρμανσπεργκ.

        Ο Ρώσος Βλαδίμηρος Δαβίδοβ, αρχιτέκτονας και μέλος της Ακαδημίας Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης,  στις  «Οδοιπορικές Σημειώσεις» του, αρχές του 1835, δίνει μια ενδιαφέρουσα  περιγραφή ενός χορού στο μέγαρο Βλαχούτση.

     «Χθες εσπέρας ο καγκελλάριος είχε πολυπληθή εσπερίδα ως συνήθως έχει τοιαύτας δις της εβδομάδος. Αι αίθουσαι έγεμον κυρίων και κυριών. Εκ των ανακτόρων μέχρι της οικίας του κόμιτος Αρμανσπέργου κατεσκευάσθη λεωφόρος αμαξητή...Σχεδόν άπασα η ομήγυρις συνίστατο εκ διπλωματών Βαυαρών και Ελλήνων. Μεταξύ των τελευταίων διεκρίνετο  Νικηταράς  ο Τουρκοφάγος και έταιροι γνωστοί εκ της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως...Ωσαύτως λίαν περίεργον είναι να διέλθη τις μίαν εσπερίδα παρά τω Ελλήνι καγκελλαρίω, εάν επιθυμεί να λάβει μικράν τουλάχιστον ιδέαν περί της ποικιλίας της εγχωρίου κοινωνίας».

        Στη συνέχεια όμως ο Νικηταράς περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα.

      Το 1839 συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συνομωσίας σαν μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν εναντίον του Όθωνα. Τον εμφάνισαν μάλιστα σαν στρατιωτικό αρχηγό της οργάνωσης αυτής, που είχε σαν στόχους την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι, και στη συνέχεια δικάστηκε, στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων αθωώθηκε.

      Όμως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης η οποία με την προσυπογραφή του Όθωνα τον  φυλάκισε στην Αίγινα.  Από τότε άρχισε το μαρτύριό του. Κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τον  χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωα τους.

     Ανάμεσα στους θεατές ήταν και η δεύτερη  κόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ αυτός αρρώστησε με ζάχαρο το οποίο του κατέστρεψε τα μάτια. 

      Λόγω των ταλαιπωριών και φυλακίσεων η υγεία του είχε κλονισθεί σοβαρά. Σε μια δίκη του είχε προσαχθεί καθιστός από αδυναμία.

 

                Ελεύθερος με επέμβαση του Μακρυγιάννη

 

      Τελικά στις 18 Σεπτεμβρίου 1841, δια  προσωπικής απειλητικής επέμβασης του στρατηγού Μακρυγιάννη,  αμνηστεύτηκε και αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός.

      Ασθενής και ταλαιπωρημένος έφτασε στο Άργος, στο σπίτι του. Μολονότι δεν είχε καμιά σχέση με τον τόπο αυτό, δέθηκε μαζί του. Εξ άλλου ένα αγρόκτημα στην θέση Σερεμέτι, κοντά στα όρια του Άργους προς το Ναύπλιο και την Νέα Κίο, που τότε βέβαια δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί, ήταν όλη του η περιουσία.

       Αν και όπως αναφέρεται στους « Μύλους της Αργολίδας» του Γιώργου Αντωνίου, ο οποίος επικαλείται κείμενο του Θεόδωρου Δ. Γιαννακόπουλου στα «Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΙΙ 1998, και στο οποίο αναφέρεται ότι « …ο Νικηταράς είχε τρεις υδρόμυλους στο Κεφαλάρι Άργους (σύμφωνα με την διαθήκη της συζύγου του Αγγελικής, 197/1863 του συμβολαιογράφου Ναυπλίας Ι. Σαριγιάννη).

      Στο  Σερεμέτι πάντως ακούμπησε τις ελπίδες του για επιβίωση δική του και της οικογένειας του. Εκεί ο ηρωϊκός στρατηγός πότισε με τον ιδρώτα του την βαλτώδη γη και την μετέτρεψε σε γόνιμη και καλλιεργήσιμη. Δεν ήταν όμως τυχερό του να ησυχάσει.

      Σε μια αναφορά του προς τον Όθωνα, σχετική με το κτήμα στο Σερεμέτι και με ημερομηνία 24 Οκτωβρίου 1841 γράφει:

 

«Μεγαλειότατε,

 

Εις διαφόρους περιστάσεις και εποχάς έκαμα γνωστόν εις την Υμετέραν Μεγαλειότητα ότι δι᾽ αδείας της υπό της αισίας ελεύσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως, μοι παρεχωρήθησαν όλες οι εντός της κατά την Αργολίδα θέσεως Σερεμέτι εθνικές γαίες, χέρσας δε ούσας, και καταπλακωμένας υπό των υδάτων. Ηγωνίσθην, εξόδευσα, ότι εντίμως απελάμβανα, απεξήρανα τας γαίας αυτάς και εγεώργησα ικανόν μέρος αυτών, ενήργησα φυτείας, αυταί δε κατεστράφησαν εκ των ώδε ανωμαλιών, επανέλαβα μετά ταύτα τας γεωργικάς εργασίας δια να δυνηθώ να πραγματοποιήσω τον οποίον η Κυβέρνησις προέθετο σκοπόν, του να εξασφαλίση πόρον ζωής εις την πολυάριθμον οικογένειαν γηραιού στρατιωτικού, όστις τίποτε άλλο δεν απήτησε πώποτε.

 

Μετά την σύστασιν του ιπποφορβείου, μου αφηρέθησαν αι γαίαι αυταί, μοι αφέθη όμως μέρος αυτών κατά το τοπογραφικόν σχέδιο του αρχηγού του πυροβολικού. Τούτο συνέβη μεταξύ των ετών 1836 και 1837. Έκτοτε ασχολούμαι με την βελτίωσιν της καλλιεργείας των οποίων μοι αφέθησαν γαιών, αλλ᾽επέπρωτο ίσως καθ᾽ ήν στιγμήν χαίρω τα αποτελέσματα της δικαιοσύνης της Υ.Μ. να ίδω να αφαιρούν από εμέ γη ως είρηται αφεθείσαν εις την κατοχήν μου γαίας Σερεμετίου, και να μάθω ότι ικανόν μέρος αυτών εξετέθη εις δημοπρασίαν».

       Αλλά δεν πήρε απάντηση:

       Ο Νικηταράς δεν είχε πόρους δικούς του. Για να αποξηράνει, να εμπλουτίσει και να καλλιεργήσει την γη του χρειάστηκε να δανειστεί. Δανείστηκε για να φτιάξει το σπίτι του. Είχε δανιστεί  όμως και για συντηρήσει τους στρατιώτες του τον καιρό του αγώνα. Οι τόκοι τον έπνιγαν.

       Σε αναφορά του στην Γερουσία και την Βουλή, με το δίκιο να τον πνίγει  ο λόγος του ήταν  πύρινος:

 

«…Ως εκ τούτου κατεδαπάνησα εις αυτό πολλά εις καλλιέργειαν, οικοδομήσας οίκους, ανοίξας χάνδακας, εμφυτεύσας αμπελώνας, δένδρα και λοιπά˙ προς τούτοις δε και όσα εργάσιμα, ζώα και άλλα χρήματα. Αλλ᾽η Αντιβασιλεία αυθαιρέτως και αυτογνωμόνως με αφήρεσεν το πλείστον μέρος αυτού˙αλλά και σύρουσά με εις τας καθύγρους φυλακάς˙εν αυτή τη φυλακή με κατηνάγκασε ή να οικοδομήσω την εν Ναυπλίω οικίαν μου ή να την πουλήσω και ούτω με εξέθεσεν εις πολλά δυστυχήματα˙διότι αναγκασθείς να εμπιστευθώ εις ξένους την φροντίδα της οικοδομής και υποπεσών σε σφετερισμούς και τόκους, αντί 30 ή 35 χιλιάδων δραχμών δαπάνης η οικοδομή ανέβη εις 79.775, την ακρίβειαν των οποίων βλέπετε εις επισυναπτόμενον ενταύθα κατάλογον. Αναγκασθείς εκ τούτου να δανεισθώ εσχάτως 20.000 δρχ. από την Τράπεζαν, αδύνατο να πληρώνω το χρεώλυστρον και το μέλλον απειλεί τα χειρότερα˙ και δια να γνωρίζετε κάλλιον την αλήθεια σας επισυνάπτω δεύτερον ονομαστικόν κατάλογον των όσων κατά τον Αγώνα εδανείσθην δια να οικονομώ εν μέρει τους υπ᾽εμού στρατιώτας και δια τα οποία σήμερον σύρομαι καθ᾽εκάστην εις τα δικαστήρια και πληρώνω ως αν έμελον να υποβάλλωμαι δια τον πατριωτισμόν μου( συγχωρήσατέ μοι να το ειπώ) εις πρόστιμα.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ακολούθως δε ότι αποφασισθή και εγώ βέβαια υπάγομαι εις την εθνικήν θέλησιν και απόφασιν».

 

     Αλλά ακόμη και τώρα, ο Νικηταράς πειθαρχεί. Ο Έλληνας πατριώτης, που μπορούσε να βγει από τον αγώνα πάμπλουτος, τώρα φτωχός και χρεωμένος εκλιπαρεί την βοήθεια και υποστήριξη από τους κατέχοντες θώκους που εκείνος τους εξασφάλισε. Παρά τις προσπάθειες του  και τις εντολές της Κυβέρνησης για αναστολή των διώξεων λόγω χρεών, το κτήμα στο Σερεμέτι τελικά δεν σώθηκε, βγήκε στον πλειστηριασμό.

 

                           Πάμπτωχος στον Πειραιά

 

       Υστερα από αυτά πήρε  την οικογένειά του  και ήρθε στον Πειραιά, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στα χρόνια αυτά ευτύχησε να τύχει κάποιας αναγνώρισης... Μετά την Επανάσταση του 1843 ονομάστηκε υποστράτηγος, ενώ μετά την συνταγματική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1847 διορίστηκε γερουσιαστής, διορίστηκε μέλος της Γερουσίας θέση που του επέφερε μια πενιχρή σύνταξη το μοναδικό πόρο της ζωής του. Τότε υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στους Τερστέτη και Σούτσο.

       Ο Σταματελόπουλος ή πιο γνωστός Νικηταράς, ήρωας από τους λίγους της Επαναστάσεως του 1821, πέθανε στην  «ψάθα» ζητιανεύοντας στα σοκάκια του Πειραιά.

     Η αρμόδια αρχή που χορηγούσε τις θέσεις στους επαίτες, είχε ορίσει για τον ήρωα - επαίτη μια θέση κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε να επαιτεί κάθε Παρασκευή!

      Τότε δεν υπήρχε ούτε η εκκλησία,(χτίστηκε το 1892), ούτε το  Γηροκομείο (χτίστηκε το 1891),  και είναι απορίας άξιο  ποιοι περνούσαν από εκεί, από τους οποίους ζητιάνευε, αφού ο Πειραιάς δεν είχε τόσο αναπτυχθεί.

       Μια άλλη πληροφορία αναφέρει ότι  του σημερινού ναού  της  Ευαγγελίστριας  προυπήρχε άλλος μικρός ναός, όπως στον Προφήτη Ηλία, αλλά δεν εξακριβώθηκε.

 

   

        Πειραιάς, ποια περιοχή και πότε; Οποιος γνωρίζει ας απαντήσει. Είναι το Πασαλιμάνι

            ο Προφήτης Ηλίας με την Βασιλίσσης Σοφίας  να αρχίζει από  εκεί;

 

      Μια απάντηση για τη φωτογραφία:

 

      Σχετικά  με το ανωτέρω  ερώτημα   ο κ. Στέφανος  Μίλεσης  μας έγραψε  20/11/12 τα εξής:

«Καλημέρα κύριε Κουτουζή. Διάβαζα για τον Νικηταρά στον χώρο σας και έπεσα σε μια φωτογραφία δημοσιευμένη εδώ:

http://www.koutouzis.gr/nikitaras.htm

     Ζητάτε ορισμένα στοιχεία για την απεικόνιση της φωτογραφίας. Σήμερα βγήκα και έκανα αυτοψία στον χώρο για να βρω τον δρόμο και την γωνία που έχει παρθεί η συγκεκριμένη φωτογραφία. Είναι τραβηγμένη από ψηλό σπίτι, πάνω από τον όμιλο Ερετών στο λοφίσκο που σχηματίζεται προς την Τερψιθέα. Και στην φωτογραφία κάτω δεξιά το τελευταίο οίκημα που φαίνεται ίσως να είναι του Ομίλου Ερετών. Ο δρόμος που πάει "καρφί" από το πασαλιμάνι στον Προφήτη Ηλία είναι η σημερινή Θρασύβουλου. Πιο στενή σήμερα αλλά το ίδιο ανηφορική. Είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί ακόμα και σήμερα από την Ακτή Μουτσοπούλου στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Είναι τόσο ανηφορική (φαίνεται και στην φωτογραφία αυτό άλλωστε) που σε πολλά σημεία της σήμερα βρίσκονται σκαλιά. Σκαλιά, δρόμος, σκαλιά φτάνουμε στην σημερινή Σφακίων (στην κορυφή του λόφου). Νοητά πίσω από ένα σπίτι που βρίσκεται σήμερα στην Σφακίων "πέφτουμε" πάνω στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία.

    Η Θρασύβουλου παρουσιάζει επίσης και το ενδιαφέρον ότι ανεβαίνοντας πέφτεις πάνω στην Εκκλησία του Σταυρού που σχηματίζει και πλατεία με το ίδιο όνομα (πλατεία Σταυρού). Η εκκλησία του Σταυρού δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον αν δεν συνέτρεχαν δύο λόγοι που μας δημιουργούν ερωτηματικά. Ο πρώτος είναι ότι βρίσκεται μόλις 150-200 μέτρα από την εκκλησία της κορυφής του Προφήτη Ηλία. Ο δεύτερος ότι οι καμπάνες της εκκλησίας του Σταυρού έχουν σφραγίσματα πάνω με την ένδειξη "Ιερός Ναός Προφήτη Ηλία 3 Ιουλίου 1821". Μιλάμε για την εκκλησία του Σταυρού που είναι σύγχρονη αλλά αυτό δεν αποκλείει το γεγονός να χτίστηκε πάνω σε προγενέστερη. Το πιο περίεργο όλων είναι ότι έξωθεν της εκκλησία του Προφήτη Ηλία (λίγο πιο πάνω) υπάρχει μαρμάρινη πλάκα που αναφέρει ότι η σημερινή εκκλησία χτίστηκε σε αντικατάσταση παλαιότερης που υπήρχε από τις αρχές του αιώνα. Δηλαδή από το 1900 και μετά. Όμως όπως προανέφερα οι καμπάνες στην Εκκλησία του Σταυρού αναφέρουν 3 Ιουλίου 1821 "Ιερός Ναός Προφήτη Ηλία". 

     Αυτά τα ερωτήματα θέλουν έρευνα σε νέες βάσεις. Όλα φυσικά ξεκίνησαν με το ερώτημα της φωτογραφίας».

 

        Κατά μία εκδοχή, εκεί στα Κρητικά, που είχαν αρχίσει ήδη να δημιουργούνται, βρισκόταν το σπίτι του Κρητικού Εμμανουήλ Δεικτάκη  το οποίο είχε διαθέσει για δημαρχείο.

        Ο  Δεικτάκης είχε εκλεγεί  πρόεδρος  του Δημοτικού Συμβουλίου στο πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά  της 23/12/1835 με πρώτο δήμαρχο τον Υδραίο Κυριάκο Σερφιώτη. Δήμαρχοι  1835 έως το 1841 Κυριάκος Σερφιώτης,  20.04.1841-12.08.1845  Πέτρος Σκυλίτσης Ομηρίδης,  13.08.1845-23.11.1848 Αντώνιος Θεοχάρης   και  24.11.1848- Ιουλ.1854 Πέτρος Σκυλίτσης Ομηρίδης,

         Πάντως για να του δοθεί άδεια  γι αυτό το σημείο, σημαίνει ότι κάποια κίνηση θα υπήρχε εκεί.

       Κείνη την εποχή 1842 οι οικογένειες του Πειραιά έφταναν  τις 210 και οι κάτοικοι τους 1500.

      Το γεγονός ότι ζητιάνευε σ αυτό το σημείο -  και  πρέπει να είναι αληθινό  - προκύπτει και από το γεγονός ότι ο Σύνδεσμος Αρκάδων Πειραιώς, που έχει συγκεντρώσει πολλά στοιχεία, και  του οποίου   ο πρόεδρος  δημοσιογράφος κ. Δημήτης Καπράνος   μας πληροφόρησε ότι  «μετά τον Κολοκοτρώνη  έχει θέσει στόχο να στήσει την προτομή του Νικηταρά στον προ του ναού της Ευαγγελίστριας χώρο, στον Πειραιά, όπου επαιτούσε αντί να απαιτεί!

     »Ειχαμε φθάσει κοντά,  μας έγραψε, αλλά ο αδόκητος θάνατος του μέλους του Δ.Σ παπα Μαρίνου Γεωργακόπουλου μας γύρισε λίγο πίσω. Το ερχόμενο  όμως, Φθινόπωρο, θα είναι έτοιμη η προτομή, έργο του Πειραιώτη γλύπτη Γιώργου Μέγκουλα ».

 

                             Περήφανος ως το τέλος

 

      Η φτώχεια του σχεδόν τυφλού πλέον στρατηγού  ήταν τόση, ώστε δεν είχε χρήματα ούτε για να αγοράσει ψωμί για την άρρωστη γυναίκα του- εκείνος μπορούσε να αντέξει την πείνα περισσότερο.  Το χειρότερο  ήταν πως τον είχαν ξεχάσει  όλοι. Ακόμα κι στρατηγός Μακρυγιάννης  που πριν τον είχε βοηθήσει.

      Κι ας διαδιδόταν η κατάστασή του  από στόμα σε στόμα.

      Η περιπέτεια του ήρωα έφθασε στα αυτιά πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την κυβέρνησή του.

      Έτσι κάποια στιγμή απεσταλμένος της πρεσβείας βρέθηκε στη θέση που ζητιάνευε ο στρατηγός.

       Μόλις ο Νικηταράς τον  αντιλήφθηκε ποιος ήταν, μάζεψε αμέσως το απλωμένο του χέρι!

     == Τι κάνετε στρατηγέ μου; Ρώτησε ο απεσταλμένος.

     == Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα! Απάντησε περήφανα ο ήρωας.

     ==  Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στο δρόμο;

     == Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά αλλά εγώ έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος. αντέτεινε ο περήφανος Νικηταράς.

     Είδε και απόειδε ο ξένος και γύρισε να φύγει χαιρετώντας ευγενικά. Φεύγοντας όμως, άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες ώστε να μην προσβάλει τον πάμφτωχο στρατηγό.

     Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί το ψηλάφισε και φώναξε στον ξένο.

      == Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρτο για να μην το βρει κανείς και το χάσεις!

 

                         Κι όμως δε βαρυγκώμησε

 

       Ο Νικηταράς μπορεί να υπέφερε πολλά, αλλά ποτέ δεν βαρυγκώμησε και ποτέ δεν είπε πικρή κουβέντα για την Πατρίδα. Μπορεί να μη δικαιώθηκε – όπως άλλοι- στα μάτια των συγχρόνων του. Έχει όμως σημαδέψει ανεξίτηλα τις ψυχές του λαού. Έχει δικαιωθεί στην συνείδηση των νεοελλήνων που τον τιμούν και τον έχουν κατατάξει στους κορυφαίους Έλληνες αγωνιστές.

       Το κείμενο με τα λόγια του Λυκούργου Κρεστενίτη που έστειλε στις 25 του Ιούνη 1849, προς την Βουλή των Ελλήνων, δείχνει τον σεβασμό και την εκτίμηση κάποιων Ελλήνων προς το πρόσωπο του οπλαρχηγού:

 

« Το όνομα του Νικήτα και το δια της σπάθης αυτού αποδοθέν εις τον ίδιον ( του Τουρκοφάγου) τις δύναται να αρνηθή ότι δεν ήχησε καθ᾽όλην την Ευρώπη και την Ασίαν, προφερόμενον εισέτι με σέβας και θαμασμόν παρά πάντων; Τις δύναται να αμφιβάλη ότι ο βίος του Νικήτα θέλει καλύψει πολλάς της ιστορίας σελίδας και θέλει στολίση αυτήν με ανδραγαθήματα του ήρωος τούτου, τα οποία εις τας επερχομένας γενεάς θέλουν χρησιμεύσει ως τύπος και παραδειγματισμός του ακραιφνούς πατριωτισμού και του ηρωισμού, όστις αναβιβάζει τον πολίτην στρατιώτην εις την εύκλειαν της αληθούς δόξης;

 

Η εικών του Νικήτα, ζώντος έτι αυτού, ανήρτηται και εν Ελλάδι και εν τη αλλοδαπή μεταξύ εκείνων των μεγάλων ανδρών˙μετά θάνατον δε η προτομή αυτού θέλει κατασταθή σεβαστόν μνημείον εις  πάντα τόπον. Οι ξένοι περιηγηταί ασπάζονται σήμερον με σέβας τον Νικήταν, αλλά μετά θάνατον και ξένοι και ομογενείς, διαβαίνοντες εκ των Δερβενακίων θέλουν χαιρετά με δάκρυα το ηρώον του Νικήτα, ως σήμερον το του Μιλτιάδου τρόπαιον».

 Η Πατρίδα τον θρήνησε,  η δε Ελληνική Ιστορία τον κατέγραψε στους αθάνατους. Τον επικήδειο  εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας, και τον  επιτάφιο ο Παναγιώτης Σούτσος.

      Εξ αιτίας των πολλών και ανεκδιήγητων πολεμικών κακουχιών, των συνεχών ψυχικών συγκρούσεων με τις ανθρώπινες μικρότητες,  ο   ήρωας Νικηταράς  άφησε τη στερνή του πνοή την 25ην Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 68 ετών  στον Πειραιά, σ' ένα φτωχοκάλυβο  μιας καρβουνόμαντρας κοντά στο λιμάνι, όπου τον είχε μαζέψει ένα απ' τα παλιά παλικάρια του, και ζούσε με τη γυναίκα του Αγγελική, η οποία πέθανε   το 1863.

Η πιο συγκλονιστική πλευρά της ζωής του Νικηταρά, διαδραματίστηκε στον Πειραιά, όπου μετά την απελευθέρωση ήρθε και έζησε πάμπτωχος με την οικογένεια του σε ένα χαμόσπιτο. Μετά από πολλές περιπέτειες του δόθηκε μια άδεια επαιτείας για να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή απόγευμα έξω από το Ναό της Ευαγγελιστρίας, που τότε άρχισε να χτίζεται.

Αναγκάστηκε να δανειστεί από τράπεζα βάζοντας ενέχυρο το φτωχικό του σπίτι. Επειδή τα έσοδα από την επαιτεία δεν ήταν αρκετά, το  σπίτι του βγήκε σε πλειστηριασμό. Τότε κινητοποιήθηκαν οι απλοί άνθρωποι του Πειραιά και ο Νικηταράς με την οικογένεια του εγκαταστάθηκαν σε ένα παράπηγμα.

Αργότερα του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου, εξασφαλίζοντας του μια πενιχρή σύνταξΤο ξημέρωμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849, αυτή η υπέροχη καρδιά σταμάτησε πια να χτυπά. Αμέσως κατακλύστηκε ο Πειραιάς από κόσμο που ήρθε να δει για τελευταία φορά τον θρυλικό Νικηταρά. Τελευταία του επιθυμία, να ταφεί δίπλα στο θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

 

      Τον έθαψαν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στο Γέρο του Μοριά.

      Αλλά όλα αυτά κατόπιν…εορτής!

 

            Μαζί με τους άλλους ήρωες

      Το όνομά  του δόθηκε σε οδούς πολλών πόλεων. Στο Πειραιά  η οδός Νικηταρά είναι  ψηλά  στα Μανιάτικα και συναντιέται με την οδό Αιγάλεω στο 129, όπου βρίσκονται  δρόμοι  προς τιμήν  και άλλων αγωνιστών του 1821.

      Η τωρινή πολιτεία και ο δήμος Πειραιά δεν έχουν κάνει τίποτα για να τιμήσουν την μνήμη του.

      Ευτυχώς που ο Δήμος Αθηνών έστησε το άγαλμα του στο πεδίο του Αρεως.

 

                                          Ο   Ιωάννης Νικήτα Νικηταράς

 

        Όταν πέθανε ο Στρατηγός Νικηταράς ο γιος του Ιωάννης – που είχε το όνομα του αδελφού του Νικηταρά – ήταν 20 χρονών. Αυτό προκύπτει από την απόφαση συνταξιοδότησης της « Αγγελικής χήρας μετά του Ιωάννου 20ετούς ορφανού του ποτέ στρατηγού της φάλαγγος Νικήτα Σταματελόπουλου».

         Η σύνταξη αυτή χορηγήθηκε στις 26 Αυγούστου 1854 και το ποσό ήταν 111 δραχμές. Ο Ιωάννης δεν κράτησε το οικογενειακό όνομα Σταματελόπουλος, αλλά το αγαπημένο προσωνύμιο του πατέρα του Νικηταράς.

        Παντρεύτηκε την πανέμορφη Βασιλική, το γένος Τσίπη, γνωστής Αργείτικης οικογένειας. Έζησε στο Άργος, στο σπίτι της σημερινής οδού Νικηταρά 5, που σήμερα μεν δεν υπάρχει, αλλά που πήρε το όνομα της ακριβώς από αυτό το γεγονός. Ο Ιωάννης και η Βασιλική δεν απέκτησαν παιδιά.  

         Ο Ταγματάρχης Ιωάννης Νικηταράς, πέθανε 60 χρονών και ετάφη στο Κοιμητήριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η σύζυγός του Βασιλική αντίθετα, πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία το 1942 και ετάφη στον ίδιο τάφο.     

                                                                                     Βασίλης  Κουτουζής

                                                                                Δημοσιογράφος ερευνητής

                                                                                                                    15-12-10

 

 ΠΗΓΕΣ: Διάφορα δημοσιεύματα,  αφηγήσεις   από   προφορική   παράδοση. 

και    http://argolikivivliothiki.gr 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Δεκτή κάθε πληροφορία που μπορεί να τροποποιήσει   ή να συμπληρώσει προς  το καλύτερο  το παρόν άρθρο.

 

 © KOUTOUZIS.GR  Αναδημοσίευση  επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή  www.koutouzis.gr .

 

 

Κεντρική σελίδα