ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ: ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑΣ
Γράφει ο Βασίλης Παν. Κουτουζής
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Δήμος Πόρου έχει δανειστεί το κείμενο αυτό - καθώς και άλλα στοιχεία - που
αποτελούν μέρος του βιβλίου μου "Καλαυρία Σφαιρία ΠΟΡΟΣ, ΓΑΛΑΤΑΣ, ΜΕΘΑΝΑ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ"
και τα έχει καταχωρίσει στην ιστοσελίδα του.
Πολλά ήταν τα έθιμα που επικράτησαν κατά καιρούς στην περιοχή Τροιζηνίας και ιδιαίτερα στον Πόρο, απ όταν άρχισε να γίνεται πόλη. Βέβαια έθιμα ξεχωριστής σημασίας - όπως σ άλλα μέρη- δεν είχε. Τα ήθη του και τα έθιμά του ήταν ένα κράμα των διαφόρων ομάδων που τον εποίκισαν, Πελοποννησίων -κυρίως Αρκάδων-, Υδραίων, Μεγαριτών, Σπετσιωτών, Αρβανιτών, και αργότερα (1868) Κρητών, και Μικρασιατών μετά το 1922.
Επεκράτησαν, όμως, εκείνα της Αρκαδίας, διότι οι Αρκάδες ήταν και οι περισσότεροι.
Εκεί που «συναντιόντουσαν» όλοι , ήταν τα Χριστόψωμα των Χριστουγέννων, τα κάλαντα, τα μελομακάρονα, η βασιλόπιτα με το φλουρί, το ρόδι, οι μασκαράδες της Αποκριάς τα κόκκινα αυγά της Λαμπρής και το σούβλισμα του αρνιού, και άλλα.
Ας τα δούμε αναλυτικά - πολλά σήμερα έχουν εκλείψει - αρχίζοντας από το δωδεκαήμερο, δηλαδή Χριστούγεννα- Φώτα. Πολλά έχουν την αρχή τους πριν από την Τουρκοκρατία.
ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ - ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
n Τα Χριστούγεννα εκτός από το απαραίτητο σφάξιμο του χοιρινού, τα Χριστόψωμα, τα κουλούρια και τα αμυγδαλωτά, από τα πολύ παλιά χρόνια, τα κάλαντα –την παραμονή- ήταν ο προάγγελος της γιορτής των Χριστουγέννων. Τότε δε στόλιζαν «δέντρο» - αυτό ήρθε στην Ελλάδα το 1850 από τους Βαυαρούς του Οθωνα- στόλιζαν, όμως, κάθε λογής πλεούμενο με φανάρια. Γι αυτό και σήμερα στολίζουμε καραβάκια στην ξηρά.
Μετά το 1868 που ήρθαν στον Πόρο οι Κρήτες πρόσφυγες, στις λιχουδιές προστέθηκαν και τα «σκαλτσούνια».
n Την Πρωτοχρονιά εκτός από τα κάλαντα , τη βασιλόπιτα με το φλουρί, τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, απαραίτητο ήταν το «ποδαρικό», που όλοι ήθελαν να τους κάνει ένα μικρό παιδί, που ήταν άδολο και αγνό. Και κείνο έπρεπε να πάει μ ένα ρόδι, που το έσπαγε, για νάναι το σπίτι γεμάτο όπως το ρόδι, ή μια πέτρα, για να ναι όλοι γεροί σαν αυτήν. Φυσικά οι νοικοκυραίοι τούδιναν γλυκά και χρήματα.
Το παιχνίδι με τράπουλα – εφευρέθηκε τον 7ο μ.Χ. αιώνα, τα δε ελληνικά τραπουλόχαρτα κατασκευάστηκαν στην Ουγγαρία το 1829 , και οι φιγούρες είχαν τις μορφές των ηρώων του 21- άργησε να φτάσει στον Πόρο, και δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για την Πρωτοχρονιά. Τότε προτιμούσαν σαν τυχερό παιγνίδι το «κορώνα-γράμματα» με κέρματα ή τα «μονά ζυγά».
Ανωτέρω φιγούρες Ελληνικής τράπουλας με τις μορφές του Μιαούλη και του
Κολοκοτρώνη. Οι ντάμες περιλάμβαναν τη μορφή της Αθηνάς, την « Καρτερία», την Ελλάδα κ.ά.
Σήμερα, 2003, στον Πόρο, υποδέχονται το νέο χρόνο με εκδήλωση και πυροτεχνήματα μπροστά στο Δημαρχείο.
n Τα παλιά χρόνια μεγάλη σημασία έδιναν στο διωγμό των Καλικάτζαρων, που για ένα δωδεκαήμερο, όπως πίστευαν - Χριστούγεννα- Φώτα- ταλαιπωρούσαν όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζωντανά τους. Γι αυτό και μετά τον αγιασμό των υδάτων, έπαιρναν αγιασμό και ράντιζαν κάθε γωνιά των κτισμάτων τους, τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα, ενώ τα παιδιά τραγουδούσαν, σαν δήθεν Καλικάτζαροι:
Φεύγετε να φύγουμε, κι έφτασε ο τρουλόπαπας
με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του.
Να σημειώσουμε ότι την παραμονή των Φώτων , ψάλονταν τα σχετικά κάλαντα:
« Σήμερα τα φώτα και ο φωτισμός και χαρά μεγάλη
ο αγιασμός. Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό…..κλπ.
Παλιά, ελλείψει άλλου οργάνου έλεγαν τα κάλαντα
και με το καταβρεχτήρι……
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ
Οι αποκριές γιορτάζονταν στον Πόρο από πολύ παλιά και οι μασκαράδες ήταν το κύριο χαρακτηριστικό κάθε εποχής.
Απ όταν άνοιγε το τριώδιο, ντύνονταν πότε αραπάδες, πότε Επτανήσιοι, πότε νησιώτες, ή φορούσαν παρδαλά ρούχα και αυτοσχέδιες μάσκες. Εβγαιναν στους δρόμους κατά ομάδες, αλλά ποτέ δεν οργανώθηκε καρνάβαλος, όπως στην Υδρα που χρονολογείται από την εποχή του 1700 ( αναβίωσε το 1974). Από το 1999 καρναβάλι οργανώνει και ο Δήμος Μεθάνων.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι Απόκριες δε γιορτάζονταν με κέφι και χορό. Αλλά ο εορτασμός ήταν περισσότερο οικογενειακός, άποψη που είχε επικρατήσει από την Αρκαδική επιρροή.
Πολλοί Χιώτες, Σμυρνιοί και γενικά Μικρασιάτες «έφεραν» τους «κουδουνάτους» μασκαράδες με κουδούνια, αλλά δεν τράβηξαν το ενδιαφέρον.
Ετσι οι κάθε λογής μασκαράδες αποτελούσαν ευχάριστες παρενθέσεις και όχι αιτία για μαζικό εορτασμό. Πολλοί Μωραϊτες συνήθιζαν να μουτζουρώνονται με καπνιά από το τζάκι.
Ωστόσο οι κάτοικοι την Τσικνοπέμπτη «τσίκνιζαν»-παράκαιγαν το ψητό κρέας για να μυρίσει στη γειτονιά γιόρταζαν την «κρεατινή» Αποκριά, και μετά την «Τυρινή», οπότε οι νέοι έκλεβαν ένα μακαρόνι και τόβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να ονειρευτούν ποια θα πάρουν.
Οι απόκριες της δεκαετίας του 1960 που θυμόμαστε εμείς, περιλάμβαναν εκτός πολλών άλλων που διατηρούνται ακόμη, μασκαρέματα νέων 15 μέχρι 25 χρόνων, αγοριών και κοριτσιών, στην Πούντα, τον Αη Γιώργη και την Μπρίνια, που ντύνονταν Απάχηδες των Αθηνών, τσιγγάνες, σινιόροι , και άλλα. Τραγουδούσαν δε διάφορα αποκριάτικα τραγούδια, όπως το «λεμονάκι μυρωδάτο», «ακούσατε για να σας πω για μια μεγάλη αγάπη», «τούτες οι μέρες τόχουνε», «σε καινούρια βάρκα μπήκα» κ.λ.π.
Πολλές φορές έκαναν και κάποιο «γαϊτανάκι». Κείνες τις μέρες, οι μικρότεροι νέοι έφτιαχναν και τα αερόστατα. Ένα ελαφρύ στεφάνι, μια κόλα λεπτό χρωματιστό χαρτί, κι ένα στουπί ποτισμένο με πετρέλαιο, ή μέσα σ ένα τενεκεδάκι, που το άναβαν και το άφηναν να πάει ψηλά. Και συναγωνίζονταν ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο, και ποιος θα πάει ψηλότερα.
Και να μερικοί στίχοι από τα τραγούδια:
1 2 3
Λεμονάκι μυρωδάτο, Ακούσατε για να σας πω Τούτες οι μέρες τόχουνε ,
κι από περιβόλι αφράτο. για μια μεγάλη αγάπη. τούτες οι δυο βδομάδες,
μην παραμυρίζεις τόσο, Μια νέα φαρμακώθηκε, να τραγουδούνε τα παιδιά
και με κάνεις και νυχτώσω. στου έρωτα τα πάθη. να χαίρονται οι μανάδες.
Κιαν νυχτώσεις παλικάρι, Μια νέα αγάπαγε ένα νιο Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ
κάτσε νάβγει το φεγγάρι, την αγαπάει κι εκείνος τούτο το καλοκαίρι,
να σε ιδώ να σε γνωρίσω η νέα έμεινε πιστή γιατί του χρόνου τάχα ζω
να σε διπλοχαιρετήσω. μα άπιστος εκείνος. ή θάμαι σ άλλα μέρη;
Από πια σειριά
κρατιέσαι,
και μου σιέσε
και λυγιέσαι.
…………………..
n Τα Κούλουμα της Καθαρής Δευτέρας είναι παλιό έθιμο, όμως μη νομιστεί ότι και οι παλιοί Ποριώτες, πήγαιναν σε εξοχές και διασκέδαζαν. Απλά έτρωγαν θαλασσινά και άλλα νηστίσιμα ( τουρσιά, χαλβά κλπ). Μόνο το πέταγμα των χαρταετών άρχισε να προβάλει δειλά – δειλά μετά το 1850. Και με αυτοσχέδιους «αϊτούς», κυρίως «σαΐτες» ένα χαρτί διπλωμένο τριγωνικά. Ένα έθιμο που τηρούσαν όσοι Υδραίοι, έμεναν στην περιοχή του Πόρου, ήταν το «ξάρτυσμα», το καθάρισμα των μαγειρικών σκευών από τα λίπη. Η Καθαρή Δευτέρα , λεγόταν τότε και σκυλοδευτέρα, γιατί έριχναν τα υπολείμματα των φαγητών στα σκυλιά. Ένα έθιμο που έφεραν οι Μικρασιάτες ήταν, η συλλογή των αποφαγιών, πριν ακόμα ξημερώσει η Δευτέρα, από τσιγγάνες. Αλλά δεν υπήρχαν τσιγγάνες στον Πόρο και έτσι έσβησε.
n Το «Μαρτογάϊτανο» , ένα ασπροκόκκινο βραχιόλι από κλωστές στο αριστερό χέρι φοριόταν από πολύ παλιά, για να μη τους κάψει ο ήλιος που από 21 Μαρτίου, αρχίζουμε νάχουμε μεγαλύτερη ήμέρα. Φοριόταν από 1-31 Μαρτίου.
n Το έθιμο της πρωταπριλιάς στην περιοχή έχει κι αυτό την ιστορία του. Ωστόσο ένα πρωταπριλιάτικο ψέμα του 1863, τους προβλημάτισε. Τότε μια εφημερίδα έγραψε ότι βασιλιάς της Ελλάδας εξελέγη ο Γεώργιος ο Α. Και δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν ήταν αλήθεια ή ψέμα. Ήταν όμως αλήθεια.
Ένα άλλο δημοσίευμα που τους ανησύχησε ήταν εκείνο του 1937, κατά το οποίο μια τεράστια ακρίδα, είχε εμφανιστεί στο βασιλικό κήπο της Αθήνας. Πολλοί υπέθεσαν ότι θα υπάρχουν κι άλλες, κι ανησύχησαν για τις καλλιέργειές τους. Γιατί το ρεπορτάζ του Στάθη Θωμόπουλου και το φωτομοντάζ του Ε. Μεγάλοοικονόμου στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ ήταν πειστικότατα.
ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
n Τα κάλαντα την παραμονή των Βαϊων - Λαζάρου- η ιχθυακατανάλωση, η διανομή από τους ναούς κλάδων βάγιας- ήμερης δάφνης- και λουλουδιών ήταν ένα ακόμα έθιμο. Τότε τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν: «Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια, ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια…..»
n Σ ότι αφορά το Πάσχα δεν άλλαξε σχεδόν τίποτα, εκτός από το γεγονός ότι τα παιδιά δεν ψέλνουν πια, από σπίτι σε σπίτι, το πρωϊ της Μεγάλης Παρασκευής, το μοιρολόι «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται. Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι κ.λ.π.» Κάλαντα που αναφέρονταν στη σταύρωση του Χριστού. Κατά τα άλλα στόλισμα του Επιταφίου, περιφορά, κόκκινα αυγά, Ανάσταση, και ψήσιμο του οβελία. Περί του οβελία στην Τροιζήνα, αμέσως μετά την Επανάσταση (1826), μας πληροφορεί ο Νικόλαος Δραγούμης:
«........ Παρέστημεν εις την ιεράν μυσταγωγίαν εν τω αγροτικώ ναώ του χωρίου...ο ιερεύς ανυψώσας προς τον oυρανόν τους οφθαλμούς, ηυχήθη υπέρ των κατά ξηράν και θάλασσαν μαχομένων
.......... και είδα καταρρέοντα τα δάκρυα του περιεστώτος λαού…..».
Και αναφερόμενος στην προετοιμασία για το ψήσιμο των αρνιών:
« ...η κνίσσα του οπτωμένου οβελίου αμνού, ουρανόν ίκε ελισσομένη περί καπνώ και διωκομένη υπό αύρας ζεφυρίτιδος, έκνιζε τους λαιμαργούντας ημών οσφρητήρας….».
Τα παλιά χρόνια οι νονοί πήγαιναν στους βαφτισιμιούς τους κουλούρι της Λαμπρής, κόκκινα αυγά, και κερί.
Στον Πόρο από τα πολύ παλιά χρόνια οι Επιτάφιοι των τριών ενοριακών ναών, Αγίου Γεωργίου, Αγίου Κωνσταντίνου και Ευαγγελιστρίας συναντιόνταν στην Κολώνα , και ψαλλόταν το «Αι γενεαί πάσαι..». Εδώ και μερικά χρόνια προστέθηκε κι εκείνος του ναού του Κ.Ε.ΠΟΡΟΣ.
Ένα έθιμο της Μ. Παρασκευής, ήταν το κάψιμο ή το κρέμασμα του Ιούδα, το βράδυ ημέρας αυτής. Σήμερα από τη γύρω περιοχή, διατηρείται μόνο στην Υδρα (άνω ) , που γίνεται από μικρές ομάδες. Και η περιφορά του Επιταφίου γίνεται μέσα στη θάλασσα.
Και το αποκορύφωμα των εθίμων του Πάσχα και της Ανάστασης
n ΑΝΑΛΗΨΗ. Την ημέρα της Αναλήψεως πήγαιναν στις παραλίες για τη «Μαλλιαρή». Μια πέτρα με φύκια, που οι κοπέλες έβαζαν κάτω από το κρεβάτι τους, για να ονειρευτούν ποιον θα παντρευτούν. Παράλληλα έπιαναν αχινούς, πεταλίδες, καβούρια και άλλα θαλασσινά. Ακόμη έπαιρναν θαλασσινό νερό και ράντιζαν όλο το σπίτι τραγουδώντας:
« Εξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα η πέτρα η μαλλιαρή».
n Την Πρωτομαγιά γινόταν το γνωστό στεφάνι, στο οποίο οι Μικρασιάτες και κυρίως οι Σμυρνιοί, έβαζαν και ένα σκόρδο για να αποφεύγεται η βασκανία (μάτι). Πολλές κοπέλες, Αρβανίτικης ή Μεγαρίτικης καταγωγής, πήγαιναν τη μέρα αυτή στον αρραβωνιαστικό τους ένα στεφάνι με λουλούδια που είχαν μαζέψει από σπίτι σε σπίτι.
n Στις 4 Ιουνίου γιορταζόταν στον Πόρο, με μεγάλο πανηγύρι, η γιορτή της Παναγίας της Ελεούσας στην Πλάκα, μια γιορτή που δε γίνεται πουθενά αλλού. Από την παραμονή κλαρίνα βιολιά, ταμπούρλα, πίπιζες, σαντούρια «χαλούσαν» τον κόσμο, ενώ τα χοιρινά και τα αρνιά που ψήνονταν στη σούβλα μοσχομύριζαν σε πολύ μεγάλη απόσταση. Ο κόσμος γλεντούσε με δημοτικά τραγούδια, έτρωγε κι έπινε, ενώ διάφοροι μικροπωλητές, διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.
Πανηγυριστές του 1932 και ο γύρω χώρος
Αυτό κράτησε μέχρι το 1950, μετά άρχισε να σβήνει. Τώρα προσπαθούν να το αναβιώσουν.
Πανηγυριστές του 1932 στον Αγιο Παντελήμονα.
Ανάλογα πανηγύρια γινόντουσαν στον Αγιο Παντελεήμονα Λεμονοδάσους –πάνω από του Καρδάση (27-7), του Σωτήρος (6-8) και της Παναγίας ( 15-8). Αλλά της Πλάκας ήταν πιο γραφικό και ενδιαφέρον, γιατί είχε τη μοναδικότητα. Γίνεται επίσης του Αη Γιάννη(29-8) στην Τροιζήνα και άλλα.
n Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ (24)6, του Αη Γιαννιού) με το πήδημα της φωτιάς είναι ένα έθιμο που κάπου - κάπου το βλέπουμε να τηρείται και στις μέρες μας από τους πιτσιρικάδες.
Όμως τα παλιά χρόνια ενδιέφερε μικρούς και μεγάλους. Γιατί μετά το πήδημα της φωτιάς, οι κοπέλες έπαιρναν ένα δοχείο και το γέμιζαν από τρεις βρύσες με το «αμίλητο νερό». Το έλεγαν έτσι γιατί από τη στιγμή που θα ξεκινούσαν, μέχρι που θα γύριζαν, δεν έπρεπε να μιλήσουν σε κανένα.
n Του Σταυρού οι χωρικοί πήγαιναν στην εκκλησία ένα μέρος από τους σπόρους που θα έσπερναν τα πρωτοβρόχια, να τους ευλογήσει ο παπάς. Μετά τους ανακάτευαν με άλλους που είχαν στα εικονίσματα, και ήταν οι τελευταίοι της προηγούμενης συγκομιδής, και μετά με όλους όσους θα έσπερναν( αδιάφορο αν ήταν στάρι, κριθάρι,κουκιά, ρεβίθια κλπ).
Οι Πελοποννήσιοι είχαν μεταφέρει και το έθιμο του ταψιού: Τη μέρα του Σταυρού, τα παιδιά της γειτονιάς, έπαιρναν ένα χαλκωματένιο ταψί, πήγαιναν στον παπά, εκείνος τους έδινε ένα πρόσφορο, το έκαναν μικρά κομμάτια, κι ο παπάς τα έλουζε με «ανάμα» (άδολο κρασί) και λάδι.
Μετά εκείνα πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, και ράντιζαν μ αυτά τους σπόρους της κάθε οικογένειας.
n Οι Μικρασιάτες έφεραν μαζί τους και το έθιμο των « κουρελιών». Όταν ήθελαν να γίνει κάποιος καλά, κρεμούσαν σε δέντρο, κοντά σε ναό, κουρέλια από τα ρούχα του.
Όμως δεν τηρήθηκε στον Πόρο, ενώ αλλού διασώζεται ακόμη και σήμερα.
Οι Πελοποννήσιοι, όταν ήθελαν να παρακαλέσουν το Χριστό και τους Αγίους να κάνει κάποιο δικό τους καλά, πήγαιναν και κρεμούσαν στις εικόνες διάφορα ρούχα. Αφού ευλογούνταν τα έβγαζαν σε πλειστηριασμό και τα έσοδα δίνονταν στην εκκλησία.
n Τα νεκρικά έθιμα δεν έχουν διαφοροποιηθεί πολύ , απ ότι γινόταν παλιά. Τα μόνα που δεν τηρούνται πάντα , είναι το κατέβασμα ή αναποδογύρισμα καθρεφτών και φωτογραφιών, καθώς και το σπάσιμο του γυάλινου πιάτου, όταν βγαίνει ο νεκρός από το σπίτι.
n ΣΧΕΤΙΚΕΣ με τα έθιμα είναι πολλές παροιμίες που λέγονταν και λέγονται στον Πόρο, κυρίως Αρκαδικής προέλευσης. Όπως:
= Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
= Χαρά στα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, και τη Λαμπρή βρεχούμενη τα
αμπέλια γεμισμένα.
= Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίση, καλοκαίρι θα μυρίσει.
= Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
= Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
= Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;
= Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά, κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαράστονε το γεωργό πούχει
πολλά σπαρμένα.
= Του Αη Γιωργιού όξω το κρεβάτι, του Αη Δημητριού μέσα το κρεβάτι.
= Στον καταραμένο τόπο, το Μάη μήνα βρέχει.
= Αν δε λαλήσει τζίτζικας δεν είναι καλοκαίρι.
= Του γεωργού η δουλειά, στ αλώνι φαίνεται, και πολλές άλλες.
Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ
Προετοιμασία γάμου κατά την αρχαιότητα.
Οσο για τα έθιμα του γάμου , υπήρξαν διάφορα: Μωραϊτικα, Αρβανίτικα, και σε μερικές περιπτώσεις νησιώτικα, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής. Επεκράτησαν, όμως, τα Μωραϊτικα, που κι αυτά, σιγά-σιγά, με το πέρασμα των χρόνων, διαφοροποιήθηκαν κάπως για να φθάσουν στο σημείο που τα γνωρίσαμε.
Εκείνο που ήταν κοινό ήταν το θέμα της αγνότητας της κοπέλας. Γιαυτό και σε προικοσύμφωνο του 1780, μετά την αναφορά της προίκας που δίνουν στο γαμπρό, επισημαίνεται:
( Του δίνουμε την ευκή μας, και την κόρη μας με όλα της εντάξει).
Του γάμου προηγείτο αρραβώνας, οπότε ο γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της νύφης με δώρα. Μετά ως το γάμο, που όμως γινόταν σύντομα, ο γαμπρός δεν ξανάβλεπε τη νύφη. Τότε δε γίνονταν γάμοι τη Σαρακοστή. Κι όλοι σχεδόν γίνο νταν καλοκαίρι. Υπάρχει σχετικά και το ακόλουθο δίστιχο:
« Της κοπέλας μου το γάμο, καλοκαίρι θα τον κάμω,
μήπως βρέξει και βραχούνε, και μου την καταραστούνε!…»
« Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα,
σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα». Και άλλα.
Γάμος της δεκαετίας 1910-1920.
Τις προηγούμενες μέρες, ή και την ίδια μέρα παραδίνονταν στους «προικολόγους» τα προικιά (ρουχισμός ) της νύφης, αφού προηγουμένως είχαν εκτεθεί τρεις μέρες στο πατρικό της για να τα δουν οι συγγενείς της. Οι «προικολόγοι» που παραλάμβαναν τα προικιά, πήγαιναν στη νύφη δώρα του γαμπρού. Όταν δε μετέφεραν τα προικιά στο σπίτι του γαμπρού, όπου θάμενε η νύφη, τα άφηναν στην πόρτα και οι συγκεντρωμένοι τα έραιναν με ρύζι και τραγουδούσαν « Νύφη μου καλορίζικη κ.λ.π».
n Ο γάμος- η στέψη - γινόταν στο σπίτι της νύφης , όπου ο γαμπρός πήγαινε με όλο του το σόι, τους φίλους του, τους προσκεκλημένους του, με τη συνοδεία οργάνων. Αν ήταν κοντά πήγαιναν εν πομπή, με τα πόδια. Εχουμε δει τέτοιες περιπτώσεις στον Πόρο και το Γαλατά εν έτει 200-2001. Αν ήταν μακριά πήγαιναν με τα στολισμένα άλογα, που ακολουθούσε κι ένα καλά στολισμένο, χωρίς καβαλάρη. Αυτό προοριζόταν για τη νύφη για να πάει στο σπίτι του γαμπρού. Μπροστά τρέχοντας πάνω σ ένα άλογο, πήγαινε ο «συχαρικιάρης», μ ένα μαντήλι –φλάμπουρο σε κοντάρι με σταυρό, για να αναγγείλει το «έρχονται».
n Μετά τη στέψη, γινόταν γλέντι τρικούβερτο, κι έπεφταν και οι σχετικοί πυροβολισμοί. Το βράδυ ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη κι έφευγαν. Όμως το γλέντι συνεχιζόταν, τρεις μέρες, πότε στο σπίτι του γαμπρού, και πότε στης νύφης. Ήταν τα λεγόμενα «επιστρόφια».
n Τότε δεν μοίραζαν μπουμπουνιέρες. Αν υπήρχαν κουφέτα, αυτά ήταν στο δίσκο. Πάντως από κείνα τα χρόνια οι ελεύθερες έπαιρναν κουφέτα του δίσκου για να βάλουν στο μαξιλάρι τους. Οι συγγενείς για δώρα πήγαιναν κρέας, πίττες και άλλα. Οι πιο στενοί συγγενείς έπρεπε να πάνε ολόκληρο αρνί. Ο γαμπρός και η νύφη δώριζαν στα πεθερικά τους παπούτσια.
v Αργότερα όταν έλειψε ο φόβος να πάρει ο γαμπρός τη νύφη αστεφάνωτη και να φύγει, οι γάμοι γίνονταν και στο σπίτι του γαμπρού.
v Κι όταν μετά το 1920 οι γάμοι άρχισαν να γίνονται αποκλειστικά στην εκκλησία, αν τα σπίτια ήταν κοντά, τόσο ο γαμπρός, όσο και η νύφη, πήγαιναν στο ναό εν πομπή με τα πόδια, με τα όργανα να παίζουν. Και μετά τη στέψη πήγαιναν πρώτα στο σπίτι της νύφης, μετά στου γαμπρού και διασκέδαζαν. Αλλά έτσι άρχισαν όλα να διαφοροποιούνται. Ωσπου φθάσαμε να παίρνει η νύφη προίκα το σπίτι της, πριν από το θάνατο των γονιών της, να στρώνει εκεί το νυφικό κρεβάτι της κι όλα όσα βλέπουμε σήμερα. Κάπου εκεί άρχισε να πατάει το πόδι του γαμπρού για να του πάρει τον αέρα, την ώρα που ο παπάς λέει το « η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα».
Η ΑΓΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
Νεόνυμφοι του 1940
Απαράβατο έθιμο για πολλά χρόνια, και στον Πόρο, ήταν το έθιμο της επίδειξης του ματωμένου σεντονιού, ή του εσωρούχου της νύφης – που για την περίπτωση αυτή ήταν ανοιχτό στα σκέλη- μετά την πρώτη νύχτα του γάμου. Αυτό αποδείκνυε την αγνότητά της και δεν τάπλενε ποτέ. Τάχε πάντα σαν απόδειξη. Βέβαια μπορεί να μην εκτίθετο σε κοινή θέα, αλλά η πεθερά είχε υποχρέωση ή καλύτερα δικαίωμα να τα δει και να διαπιστώσει. Και ουέ και αλίμονο, αν ή νύφη δεν ήταν αγνή. Την διαπόμπευαν σαν πόρνη και την έδιωχναν. Και υπήρξαν τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά υπήρξε και το αντίθετο. Τόκρυψαν, αλλά έδωσαν στο γαμπρό μεγαλύτερη προίκα, το «πανοπροίκι».
v Στα 1975 μια νιόπαντρη στον Πόρο, μούδειξε ένα τέτοιο εσώρουχο, που φυσικά δεν τόχε φορέσει, έστω κι αν της τόδωσε η μάνα της για την πρώτη νύχτα του γάμου. Το φύλαγε για ενθύμιο. Εμένα μου τόδειξε για να δω πως ήταν. Αυτά τα εσώρουχα, εκμοντερνισμένα, χρησιμοποιούνται και σήμερα για «έκτακτες ανάγκες» και λέγονται «κιλότες αυτοκινήτου».
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΠΑΙΔΙΟΥ
Γραφικά ήταν τα έθιμα σχετικά με τη γέννηση παιδιού (1800). Η μαμή κουβαλούσε το σκαμνί της γέννας- το σελλί- κι όταν έφτανε στο σπίτι, άνοιγε , πόρτες, παράθυρα, συρτάρια, ξεκλείδωνε τα πάντα, για να βγει εύκολα το παιδί. Κι όσες βοηθούσαν έπρεπε να πούνε ότι είδαν στο δρόμο ένα λαδά και του χύθηκε το λάδι, για να γλιστρήσει εύκολα το παιδί. Αν η γέννα ήταν δύσκολη, φώναζαν το σύζυγο, χτυπούσε τρεις φορές στη ράχη, με το παπούτσι του, την επίτοκο , κι έλεγε: «εγώ σε φόρτωσα, εγώ σε ξεφορτώνω». Μετά τη γέννα τύλιγαν με πανί τη λεχώνα, από το στήθος ως τα νεφρά , για να μην πρηστεί.
Οκτώ μέρες δεν έκανε να τη δουν τα άστρα, κι όταν σηκωνόταν πατούσε ένα σίδερο. Επίσης φάσκιωναν το νεογέννητο, προσέχοντας να μην τυλίξουν (!) κανένα κακό μέσα, και τούβαζαν φυλαχτά.
ΤΑ ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΑ
Τα πρώτα προικοσύμφωνα αλλά και μέχρι το 1850 ήταν για να γελάς. Μετά άρχισαν να προσαρμόζονται στα απολύτως απαραίτητα, αφ ενός, αλλά και το αντικείμενο της προίκας έγινε πιο σοβαρό - σπίτι, χωράφι κλπ -και δεν προκαλούσε το γέλιο. Τα προικοσύμφωνα τα επεδίωκαν και οι δυο πλευρές, όταν υπήρχε περίπτωση αθέτησης του «λόγου».
Ανωτέρω δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα αυθεντικού προικοσυμφώνου του Πόρου ( 28 Μαίου 1739 ), και κάτω η αποκρυπτογράφησή του - διατηρείται η ορθογραφία του.
Κι ένα προικοσύμφωνο της 20ης Ιανουαρίου 1658, αντίγραφο από εφημερίδα, με το οποίο θα γελάσετε:
Προίκα….αλλά και επιστροφή της προίκας
Η προίκα μέχρι που καταργήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1983, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για ένα γόμο, σαν συμβολή στα έξοδα διαβίωσης που ανελάμβανε ο γαμπρός.
Η προίκα ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα που είχε ο πεθερός, πατέρας της νύφης ξεκινούσε από ρουχισμό, διάφορα σκεύη, έπιπλα, κι ακόμα σε σπίτια και χωράφια ή και μετρητά.
Τη διαχείριση αναλάμβανε ο σύζυγος, αφού η γυναίκα περνούσε στην αφάνεια, όμως σε κάποιες περιπτώσεις οι νύφες απαιτούσαν τη διαχείριση και τη διατήρηση ή την επιστροφή της προίκας τους.
Μια τέτοια περίπτωση διαβάζουμε στο συμβόλαιο 573 του 1861 του συμβολαιογράφου – κατοίκου Πόρου Δημητρίου Π. Βασιλείου που έχουμε στο αρχείο μας.
Ο Δημ. Βασιλείου είχε το συμβολαιογραφείο του στην οικία των κληρονόμων Γεωργίου Θεοφάνους στην τότε ενορία της Υπαπαντής, το ναό πίσω από την Δημοτική Αγορά του Πόρου.
Αναφέρεται, λοιπόν στο συμβόλαιο ότι ο ΓΝ που παντρεύτηκε το 1845 την κόρη του Ν.Π οικοκυρά, πήρε μεταξύ άλλων προίκα 200 δραχμές, και αργότερα άλλες 75 από πώληση της τριών λεμονοδένδρων προίκα της συζύγου του. Σύνολο 275 δραχμές που κατά τα αναφερόμενα κατανάλωσε σε διάφορες ανάγκες. Φαίνεται όμως ότι υπήρξε διαφωνία με τη σύζυγό του (μου έφαγες την προίκα) και με το αναφερόμενο συμβόλαιο της μεταβίβασε οικειοθελώς «την χαμώγειον πατρικής οικίαν του» που βρισκόταν στην ενορία της Ευαγγελιστρίας, Ευαγγελιστρούλας στον Αηγιώργη που τότε ήταν ενορία. Η δε γυναίκα του δήλωσε ότι «έμεινε απόλυτα ικανοποιημένη από την αντικατάσταση της προίκας της».
Ωστόσο φαίνεται ότι ζευγάρι εκείνο τελικά χώρισε γιατί ο ΓΝ εμφανίζεται μετά 8 χρόνια σε άλλο συμβόλαιο με άλλη σύζυγο.
Κείνα τα χρόνια αν το ζευγάρι χώριζε ή πέθαινε η γυναίκα πριν αποκτήσει παιδιά, η προίκα επιστρεφόταν στον πατέρα ή τον κηδεμόνα της. Όταν ξαναπαντρεύονταν οι χήρες, έπαιρναν προίκα όπως και οι ανύπαντρες.
© ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ- KOUTOUZIS.GR Αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή www.koutouzis.gr .