ΦΑΛΗΡΙΩΤΙΚΑ

 

 

                               ΤΑ   ΘΑΛΑΣΣΙΑ  ΜΠΑΝΙΑ  ΕΠΙ  ΟΘΩΝΑ

 

       Θαλάσσια   μπάνια  γινόντουσαν από την  πρώτη εμφάνιση  του ανθρώπου  στη  γη. Αλλά ήταν μπάνια   για θεραπευτικούς   σκοπούς, για εξαγνισμό. Και γινόντουσαν  χωριστά από τους άνδρες και  χωριστά από τις γυναίκες.  Εξαίρεση  αποτελούσαν οι Ρωμαίοι  αριστοκράτες  που  έπαιρναν το θαλάσσιο μπάνιο τους  άνδρες γυναίκες μαζί.

     Η εξάπλωση του Χριστιανισμού  περιόρισε σημαντικά  τα  περίφημα     «μπεν μιξτ»  της εποχής εκείνης.

     Αλλά  με τα χρόνια  από τα χωριστά θαλάσσια μπάνια  φθάσαμε πάλι  στα  ομαδικά, με όλη τους  τη μεγαλοπρέπεια.

     Στην περιοχή της πρωτεύουσας   το κολύμπι άργησε να καθιερωθεί. Εγινε μάλιστα ειδική σταυροφορία  γι αυτό από επιστήμονες που είχαν έρθει από το εξωτερικό.

     Κι αυτό γιατί η μετάβαση στην πλησιέστερη ακτή, δηλαδή στις Τζιτζιφιές, αποτελούσε πολύ δύσκολο  εγχείρημα. Γιατί απλούστατα  η Αθήνα  δεν συνδεόταν   οικιστικά με τις  Τζιτζιφιές. Χωράφια με ψηλό χορτάρι, ανώμαλα και…. Ύποπτα  χώριζαν την πρωτεύουσα με τη θάλασσα.

    « Υποπτα» γιατί; Πρώτα – πρώτα  γιατί  υπήρχε  η άποψη  ότι η περιοχή   ήταν γεμάτη  φίδια, δηλητηριώδη και επικίνδυνα.  Υπήρχε  όμως και ο φόβος   των ληστών  σε εκείνα τα τότε άγρια μέρη.  Που να τολμήσουν λοιπόν οι Αθηναίοι να πάνε στη θάλασσα.

      Πρώτη το  αποφάσισε  το 1834 και το πραγματοποίησε  η  βασίλισσα Αμαλία, έφιππη  μαζί  με  τη συνοδεία της. Για πρώτες «καμπίνες» χρησιμοποιήθηκε    ένα  παλιό   ερειπωμένο κτίριο,  που το επισκεύασαν πρόχειρα   και το μετέβαλαν  σε «αποδυτήρια».

        Στις 17  Ιουλίου 1854 Ο Οθωνας με το διάταγμα 26/1854, τοποθέτησε   Λιμενάρχη   Φαλήρου  τον   Ευστράτιο Πετροκόκκινο  που ήταν παράλληλα και υγειονόμος.

        Το «λουτρικόν ένδυμα» όπως λεγόταν   το μαγιό,   ήταν   «κομψόν,  έγχρωμον» - πορτοκαλί, κόκκινο  ή  μπλε. Και  απαραίτητες... οι μαύρες   κάλτσες, με τις  οποίες  έμπαιναν  οι κυρίες και  οι δεσποινίδες στη θάλασσα. (Μαύρες κάλτσες με άσπρες κορδέλες  που τύλιγαν  χιαστί  τις γάμπες!

        Κατά τη μεταφορά  τύλιγαν  προσεκτικά με λουριά το «λουτρικόν ένδυμα» μέσα στο μπουρνούζι, για να  μην δει  κανένα  ανδρικό -μάτι το..: χρώμα  του  μαγιό και πει  κάποιος   αδιάκριτος «ότι η   κυρία  Α. φορεί λουτρικόν   ένδυμα χρώματος πορτοκαλί». Θα ήταν σκάνδαλο.

       Στο Φάληρο  κολυμπούσαν  και οι ναύτες που  ερχόντουσαν  με τα  καράβια τους. Βουτούσαν στην πεντακάθαρη  τότε  θάλασσα, κολυμπώντας  ώρες  ολόκληρες. Αυτοί  έδωσαν θάρρος σε  μερικούς  δανδήδες  να  τσαλαβουτήξουν στα ρηχά. Δεν  προχωρούσαν ούτε ένα μέτρο από την ακτή επειδή έτρεμαν μη βουλιάξουν.  Και   με το δίκιο τους, αφού δεν ξέρανε  πώς να κουνάνε έρια και πόδια μέσα στο νερό...

       Ο  πρώτος  φημισμένος κολυμβητής    ήταν  ο Αθηναίος  Σωτήριος Κλάββας, που είχε  σπουδάσει γιατρός στο εξωτερικό και είχε ανοίξει κλινική στην Αθήνα, στην  οδό  Αδριανού.  Ο Κλάββας  δεν είχε γυρίσει μονάχα  επιστήμων,   αλλά  και  σπουδαίος σπόρτσμαν.

      Κι'   επειδή  οι δουλειές του  σαν γιατρού   δεν πήγαιναν  καθόλου καλά  - οι γιατρί  την εποχή εκείνη είχαν κεσάτια γιατί οι άρρωστοι προτιμούσαν τους  κομπογιαννίτες -   ο Κλάββας που  είχε τη δική του περιουσία και δεν τον ένοιαζε για  τίποτα, άρχισε να κάνει το δάσκαλο  στους φίλους του και να  τους μαθαίνει  πώς να κολυμπούν.  

       Ετσι ο Κλάββας  έγινε  ο πρώτος δάσκαλος κολύμβησης στους παλιούς Αθηναίους.

       Με τον καιρό  οι κολυμβητές πολλαπλασιάστηκαν,  αλλά  η αστυνομία  του καιρού εκείνου  απαγόρευε τα «σλιπς». Οι άντρες  έπρεπε  να   κολυμπούν με μακριά   φανελένια μπανιερά, ομοιόμορφα, μαύρα με πορ­τοκαλιές ρίγες, σαν κατάδικοι των φυλακών του  Αλκατράζ. Αυτός που συλλαμβανόταν να  φοράει  άλλου  είδους μπανιερό  πλήρωνε μεγάλο πρόστιμο και τον θεωρούσαν παράλ­ληλα και  «ανέντιμο κύριο». Επειδή από τις   Φαληρικές  ακτές  τύχαινε να περνούν κυρίες με τις  άμαξές τους και  υπήρχε κίνδυνος  να  δουν το «απρεπές εκείνο  θέαμα», γι αυτό η αστυνομία είχε καθιερώσει...  ορισμένες ώρες  που μπορούσαν να πέσουν οι  άντρες  στη θάλασσα.

       Οι  γυναίκες βούτηξαν για πρώτη φορά στο νερό επί Γεωργίου του Α – 1864 και βάλε.   Το κολύμπι τους  όμως  γινόταν σαν να έπαιζαν... κρυφτό. Κανένα   αρσενικό μάτι δεν έπρεπε να τις δει. Γι  αυτό το κολύμπι τους  γινόταν πίσω   από  τους   πελώριους  βράχους  της Καστέλας,  μετά  φόβου Θεού.    

        Η  πρώτη  γυναίκα που κολύμπησε μαζί με άντρες, ήταν   η Γαλλίδα Ζωρζέτ  Μερσιέ, η  λεγόμενη «μαντάμ Φρου-Φρου»,   που είχε    αφήσει  εποχή  στα  παλιά αθηναϊκά χρονικά   με  τις   εκκεντρικότητές   της.    Η   μαντάμ   Φρου -  Φρου   έγινε  ακόμα   και  νούμερο   σε   ελληνική   επιθεώρηση   που   την  παρακολούθησε  και  η  ίδια  χωρίς να θυμώνει.   Το   ρόλο   της  τον   έπαιζε   κά­ποιος...   Νικόλαος  Λύρας    που   φορούσε   κρινολίνο   κι'   ύστερα   γδυνόταν   σε   μια   υποτιθέ­μενη   ακτή   του  Φαλήρου  κι  άρχιζε   να   κολυμπάει    μαζί    με   τους   άντρες.    Το    νούμερο αυτό  έφερνε  γέλια  ακράτητα.

   Τη  μαντάμ « Φρου-Φρου»   στα «μπεν – μιξτ»  ακολούθησαν οι τολμηρές νέες Μαρία Δαμολή, Ασπασία  Ζαμούχου,  και Κορίνα Δεναξά, που με μοντέρνα μαγιό  βούτηξαν στο νερό μαζί με τους άνδρες.  Τότε έγινε το δεύτερο  πανδαιμόνιο.

 

                            ΟΙ  ΠΡΩΤΕΣ  ΠΛΑΖ  ΤΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ

 

                          

         Το τίτλο  των πρώτων πλαζ  του Φαλήρου  διεκδικούν  η περιοχή  ΟΥΛΕΝ, του Ξηροτάγαρου, όπου πρώτη   έκανε τα μπάνια της  η   βασίλισσα Αμαλία.

        Την εποχή εκείνη, ολόκληρη η ακτή από την Πειραϊκή  ως  τη Βάρκιζα ήταν έρημη. Χωράφια, ελιές  και  μερικά αμπέλια  ήταν τα μόνα στολίδια της σημερινής  πολυθόρυβης ακτής.  Σποραδικά συναντούσε κανείς κάποιο αγροτικό σπιτάκι ή καλύβες ψαράδων.

        Ετσι ολόκληρη   η περιοχή προσφερόταν  για τα μοναχικά μπάνια της εποχής εκείνης. Όμως ήταν λίγοι εκείνοι που τολμούσαν.

        Την πρώτη οργανωμένη πλαζ  αποτέσε το Πασαλιμάνι, και κατόπιν   το Φαληρικό Δέλτα.

        Κι αυτό γιατί εκεί στην αμμουδιά  των Τζιτζιφιών ,   όπου δημιουργήθηκε αργότερα ο Ναυτικός Ομιλος Τζιτζιφιών – Καλλιθέας, έστησε  την πρώτη επίσημη  σχολή κολύμβησης  ένας πανέξυπνος Ιταλός, ο  Τζούλιο Σκροφάνι.

       Εφτιαξε  μια μεγάλη  ξύλινη  παράγκα κι έβαλε  και τη σχετική ταμπέλα.

      Βέβαια  δεν περίμενε  να έχει περισσότερους από 5-6 μαθητές. Όμως  έπεσε έξω. Γιατί οι νεαροί  της εποχής, έσπευσαν να μάθουν  κολύμπι.

     - Εδώ κολύμπησε η Αμαλία, έλεγαν, να  μην κολυμπήσουμε εμείς.

       Για να τα βγάλει πέρα αναγκάστηκε να  φέρει βοηθούς από   την Ιταλία. Ετσι το Δέλτα  απόκτησε μόνιμους κολυμβητές.

      Πολύ  νωρίς δημιουργήθηκε πλαζ και στο Νέο Φάληρο.  Ο  σιδηρόδρομος  Αθηνών – Πειραιά, που άρχισε να λειτουργεί το 1869, έδινε την  ευκαιρία σε χιλιάδες άτομα  να κατεβαίνουν για  ένα  θαλάσσιο μπάνιο.  Δημιουργήθηκαν τότε  λουτρά – καμπίνες, χωριστά για  τους άνδρες και τις γυναίκες, που λειτουργούσαν κάτω από το βλέμμα του  άγρυπνου χωροφύλακα.

       Από κει και μετά  το Νέο Φάληρο  άρχισε να γνωρίζει μεγάλες δόξες.

                 

                         ΤΑ  ΔΗΜΟΤΙΚΑ  ΛΟΥΤΡΑ  ΣΤΟ  ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ

 

         Μέχρι που η  ακτή του Φαλήρου έγινε προσβάσιμη  για το κοινό - και διαμορφώθηκε  μετά τα 1860 επί  Γεωργίου του Α-,    τα  μαζικά  «θαλάσσια λουτρά»  γίνονταν   στην καρδιά του Πειραιά, στο Πασαλιμάνι !

        Εκεί, στη Ζέα, εμφανίστηκαν τα πρώτα  οργανωμένα  θαλάσσια λουτρά,   η πρώτη……«πλαζ», γύρω το 1840.   Τότε στον Πειραιά  κατοικούσαν  περίπου 200 οικογένειες. Δήμαρχος ήταν ο Yδραίος Kυριάκος Σερφιώτης ( 1835-1841).

        H   δημιουργία λουτρών προβλεπόταν από το πρώτο   ρυμοτομικό σχέδιο του Πειραιά. Ετσι αποφασίστηκε   ο καθαρισμός του λιμανιού   και η κατασκευή χωματόδρομου προς την παραλία.

        Δημιουργήθηκαν  γύρω στις 20 καμπίνες  με λαδί χρώμα, αλλά και  δημοτικό καφενείο. Μια θαλασσοταραχή τις ξήλωσε και επισκευάδτηκαν

       Επί δημαρχίας Πέτρου Oμηρίδη- Σκυλίτση,  δέκα χρόνια  αργότερα,   κατασκευάστηκαν  καινούργια ανδρικά λουτρά. Τα ανδρικά εχρησιμοποιούντο περισσότερο  από τα γυναικεία   και προστέθηκε  σ αυτά  και  «αναπαυτήριο».

        Την εκμετάλλευση των λουτρών   η δημοτική αρχή είχε παραχωρήσει σε ιδιώτη .

       Το 1856 στην είσοδο των λουτρών   τοποθετείται  επιγραφή σε χάλκινη πλάκα  που αναφέρει:   «θάλασσα κλύζει πάντα τ΄ ανθρώπινα κακά». Αλλά δεν μπορεί να ξεπλύνει τις αποχετεύσεις  που πέφτουν εκεί.     

       Tα θαλάσσια λουτρά  του Πασαλιμανιού   είναι στις δόξες τους μέχρι να την κατασκευή του  σιδηροδρόμου, της γραμμής του οποίου ο Γεώργιος έκανε παράκαμψη  προς το Ν. Φάληρο.    

        Oι Aθηναίοι δεν είχαν πια λόγο μετά το 1869 να  κατεβαίνουν  στον Πειραιά και οι Πειραιώτες προτιμούν το Φάληρο. Αρχιζουν άλλωστε και τα «μπεν μιξτ». Ετσι το Πασαλιμάνι ερημώνει, παρά τις προσπάθειες  του Δήμου να διατηρήσει την  κίνηση.

         Tο 1880 στην εφημερίδα του Bλ. Γαβριηλίδη «Mη Xάνεσαι» διαβάζουμε:  

          «Aν περιέλθη τις την πόλιν όλην του Πειραιά, θέλει θαυμάση πρόοδον, παντού πρόοδον. Όταν όμως φθάση εις την Mουνυχίαν (έτσι ονόμαζαν λανθασμένα το Πασαλιμάνι) θα ιδής γηρατειά. Mε όσα παλατάκια κι αν την στολίζουν... δεν δύναται ν΄ αναλάβη την ζωήν, ην είχε προ δέκα ετών και την οποίαν αφήρησε το Φάληρον με τα πολλά θέλγητρά του.

      H θάλασσά της είναι θολή, ακάθαρτος και ανάλατος ακόμα.

Δια να λουσθής πρέπει να προμηθευθείς από τα αρειμανιώτερα τσαρούχια, διότι άλλως θα εκθέσης τους πόδας σου εις την μανίαν όλων των ειδών της ακάνθης (αγκαθιών)...» O δριμύς κατήγορος της Mουνυχίας, κολυμπώντας στα νερά της, αναπολεί «ως ωραίον όνειρον την δίκην λεπτουργημένου κρυστάλλου διαυγή και πάντοτε υπό λεπτού ανέμου ρυτιδουμένην θάλασσαν του Φαλήρου...».  

      Ωστόσο πολλοί Πειραιώτες συνέχισαν τα μπάνια τους στου Παρασκευά, στην Τερψιχόρη, στη Φρεαττίδα, εκεί που βρίσκεται το Ναυτικό Μουσείο.  στην Πειραϊκή, όπως και σήμερα, 2013.

 

                                            ΤΟ ΝΕΟ ΦΑΛΗΡΟ  ΣΤΙΣ ΔΟΞΕΣ  ΤΟΥ

 

      Σήμερα  το Νέο Φάληρο,  από  το   Μικρολίμανο μέχρι το Δέλτα,  με τόσα έργα που έχουν  γίνει, δεν μοιάζει σε τίποτα απολύτως  σε τίποτα  όχι  μόνο με   εκείνο  του   1850,   αλλά  ούτε και με κείνο του 1960.

     Οι επιχωματώσεις  αρχικά,   που έγιναν  στα βράχια  της «Λάμψης της Σελήνης» - όπου το ομώνυμο   κέντρο -  και δημιούργησαν την ακτή Πρωτοψάλτη  με κρεμασμένες πάνω της  τις παράγκες των προσφύγων, το κανάλι, το στάδιο «Ειρήνης και Φιλίας» και τόσα  άλλα, δεν θυμίζουν τίποτα  από τις αμμουδιές του, τα βραχάκια του σε κάποια σημεία, και  τις τράτες που έβγαζαν   λαχταριστό μαριδάκι από το Φαληρικό όρμο.

      Σήμερα  η   αίγλη,  και  τα μεγαλεία    της   άλλοτε «κοσμικής ακτής»,  με τις δύο εξέδρες που εισχωρούσαν σε αρκετό μήκος στη θάλασσα, το  θερινό  θέατρο Φαλήρου που η σκηνή του στέγασε μεγάλους ξένους θιάσους, τα δυο πολυτε­λή και μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία του, το «Ακταίον» και  το «Φαληρικόν» και τέλος την «Ταραντέλα», παρουσιάζεται  ανάγλυφη  μέσα από τις φωτογραφίες των διαφόρων εποχών.

 

          

                        Το Νέο Φάληρο  το 1902. Αριστερά το Φαληρικόν,   δεξιά  στο ΑΚΤΑΙΟΝ

 

       Λίγο μετά την κατασκευή του σιδηροδρόμου   ΑΘηνών — Πειραιώς, ατμοκίνητου στην  αρχή, άρχισε να δημιουργείται το  πρώτο παραθαλάσσιο   θερινό  κέντρο των Αθηναίων. Το Νέο Φάληρο. Εως τότε  ερημιά , και  σκοτάδι βασίλευε  στη  θαυμάσια αυτή παραλία της Αττικής  με τη χρυσή αμμουδιά και τη γα­λάζια θάλασσα.  Η  αφετηρία του τραίνου ήταν τότε στο Θησείο, όπου σώζεται ακόμη, το  διώροφο κτίριο του παλαιού σταθμού. Η παράκαμψη του τραίνου προς το Νέο Φάληρο  έγινε με διάταγμα  του Γεώργιου Α, της 24-3-1869,     ΦΕΚ  18  1869, για να συνδέσει τα λουτρά  με την  Αθήνσ και τον Πειραιά.

       Το 1875 η επιβατική κίνηση  μεταξύ    Αθήνας και Πει­ραιά, ήταν ελάχιστη. Το τραίνο χρησίμευε περισσότερο για την μεταφορά εμπορευμάτων.  Στο σταθμό του  Νέου Φαλήρου, έκανε   στάση   όποτε  ήθελε, γιατί εκεί, εκτός από  λίγα σπίτια και δυο - τρία καφενεία για  τους ψαράδες, δεν υπήρχε τίποτε ενδιαφέρον για να τραβήξει κόσμο. Οι   Αθηναίοι προτι­μούσαν το καλοκαίρι τα Πα­τήσια, το Μαρούσι   και  την Κηφισιά. Δεν  είχαν  ακό­μη αποχτήσει τη   συνήθεια να κατεβαίνουν στις παραλίες.  

 

 

                         ΒΙΛΕΣ  ΚΑΙ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ  ΣΤΟ  ΝΕΟ  ΦΑΛΗΡΟ

 

 

       Αρκετά πριν το 1900  στο Νέο Φάληρο, Κυριακή, όλο το καλο­καίρι, γίνονταν οι αγώνες και το πρόγραμμα πλουτιζόταν  με νέα θεάματα.

      Το 1878  χτίστηκαν   οι  πρώτες, κομψές βίλες.  Πρώτη εγκαινιάστηκε   γιορταστικά, η βίλα του τότε   υποδιοικητή της Εθνικής Τραπέζης   Κεχα­γιά, στη σημερινή   οδό Κεχαγιά, στην οποία και παραθέρισε ένα καλοκαίρι ο βασιλιάς Γεώργιος  ο  Α'.

       Σχεδόν σύγχρονα υψώθη­κε η βίλα της εφοπλιστικής οικογενείας των Γιαννουλάτων. Πολύ γρήγορα χτίστη­καν κι'  άλλα  όμορφα σπίτια, κατασκευάστηκε  η περίφημη  εξέδρα το 1881, οι καμπίνες τον θαλάσ­σιων λουτρών,  και  έτσι δημιουργήθηκε το ωραίο παραθαλάσ­σιο θερινό καταφύγιο των Αθηναίων.

        Ολη η καλή λεγομένη τάξη της   Αθήνας, παραθέριζε στο  Νέο Φάληρο.

 

               

                                                                                  Γκραντ Οτελ  και  Ακταίον

 

          Μαζί με τις πρώτες  βίλες, χτίστηκε το μεγάλο ξενοδοχείο του σταθμού, το μεγαλόπρεπο  «ΓΚΡΑΝΤ ΟΤΕΛ», γνωστό και ως ξενοδοχείο Παππά, που χτίστηκε γύ­ρω στα 1885, δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία του προαστίου του Νέου Φαλήρου.

        Μετά  από συνεχείς ανακαινίσεις έφτασε,  στα 1912. τον αριθμό  των 200 δωματίων. Τη διεύθυνση του ξενοδο­χείου, από το 1912 και  μετά, ανέλαβε ο  Μιχαήλ Ρούσσος, που συνέδεσε το  όνομά   του  με την περίοδο της μεγάλης ακμής του. Στο ισόγειο μάλιστα, του ξενοδοχείου αυτού λειτουργούσε το πολυτελές ζαχαρο­πλαστείο Κοντογιάννη - Ρήγα, με την ορ­χήστρα  του,  όπου   σύχναζαν  οι γνωστό­τεροι Αθηναίοι και Πειραιώτες.

       Το ξενοδοχείο αυτό, καθώς και το καφεζαχαροπλαστείο Κοντογιάννη - Ρήγα, που λειτουργούσε στο ισόγειο, συνδέθηκαν άμεσα με την περίοδο της μεγάλης ακμής του Νέου Φαλήρου. Κατεδαφίστηκε  μερικώς  στα πρώτα  μεταπολεμικά  χρόνια.

       Ότι είχε απομείνει από το ξενοδοχείο αυτό  κατεδαφίστηκε το 1968.

      Η  παραλία γέμισε κέντρα  και  κοντά στη θάλασσα καμάρωνε  το  πε­ρίπτερο  «Ταραντέλα» που κατεδαφίστηκε κι αυτό το 1968.

       Από τα  παλιά  κέντρα  «Χρυσός Γάτος»,  η «Μπομπονιέρα»  και  κάμποσα άλλα δεύτερης  και   τρίτης  κατηγορίας,  που  έκαναν όμως χρυσές δουλειές.     Γιατί  είχαν εγκαινιάσει  το «μαριδά­κι»,  την «τσιροσαλάτα»,    τη «χωριάτικη σαλάτα,  και παράλληλα  είχαν    και   λαϊκή    μουσική,   με... μπουζούκια,     μαντολίνα   και  κιθάρες.

      Το 1882  τελείωσε  η  ανέγερση  του σταθμού  του Πειραιά και έγιναν οι στάσεις Νέου Φαλήρου και Μοσχάτου.

      Το 1885  διασκευάστηκαν τα λουτρά.

      Το 1886 με την  επιστράτευση  και τον  αποκλεισμό   των  ελληνικών λιμανιών  από τους στόλους της Γαλλίας,  Αγγλίας   και   Ρωσίας, νέκρωσε κάπως  η  κίνηση  του Νέου Φαλήρου   για   να  ξαναρχίσει και  πάλι   μετά  την άρση  του  αποκλεισμού  το 1887.  Το χρόνο  αυτό  στήθηκε  η καινούρια εξέδρα  για τη  μουσική.

       Στις  17 Μαϊου  1895 στις 2. μ.μ. έγιναν τα εγκαίνια του σιδηροδρόμου  ως την Ομόνοια, δια της σήραγγας Θησείου - πλατείας Ομονοίας. Την ίδια χρονιά ο Σ.Α.Π. άρχισε το κτίσιμο του  νέου θεάτρου στη δυτική   πλευρά  της πλατείας  του Νέου Φαλήρου και  παραχώρησε στην    Επιτροπή  Ολυμπιακών   Αγώνων   γήπεδο    30.000 πήχεων   για εγκαταστήσει, η  ΕΟΑ,  το ποδηλατοδρόμιό της.  Την κατασκευή ανέλαβε ο Σ.Α.Π

      Στο  μεταξύ  ηλεκτροκινήθηκε ο  σιδηρόδρομος.  Η πλατεία του σταθμού  ο  οποίος είχε μεταφερθεί ( 1887)  εκεί  που βρίσκεται  σήμερα, έγινε ένα  ωραίο πάρκο με εξέδρα στη μέση,  πάνω στην  οποία έπαιζε τις Κυριακές  με­γάλη ορχήστρα.

       Το 1903,  ο  τραπεζίτης  Ι. Πεσμαζόγλου   εγκαινίασε  το θαυμάσιο   ξενοδοχείο «ΑΚΤΑΙΟΝ», στο χώρο όπου βρισκόταν παλιότερα το σπίτι  του Γιαννόπουλου, το πρώτο σπίτι που χτίστηκε το 1875.

     Το ΑΚΤΑΙΟΝ  χτίστηκε με σχέδιο του αρχιτέκτονα Καραθανασόπουλου  κατά τα πρότυπα τον «Πάλας» των ευρωπαϊκών λουτροπόλεων. Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτίσματα της εποχής με 160 δωμάτια ύπνου και μεγάλες και πολυτελέστατες αίθουσες υποδοχής και δεξιώσεων. Για την ανέγερση, την εσωτερική διακόσμηση και τον εξοπλισμό του δαπανήθηκε το τε­ράστιο για την εποχή ποσόν των 2.000.000 χρυσών δραχμών! Το «Ακταίον»  υπήρξε γι  αρκετά χρόνια το επί­κεντρο της κοινωνικής και κοσμικής ζωής της Αθήνας και του Πειραιά.  Εκεί δίνονταν  επίσημοι χοροί   καλοκαίρι και   χειμώνα. Στη διάρκεια του πολέμου εγκαταλείφθηκε, για να ακολουθήσει η κα­τεδάφισή του, η οποία ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια με την εξα­φάνιση και του μικρού τμήματος του κτιρίου που είχε διασωθεί και άξιζε να διατηρηθεί σαν «τεκμήριο» μιας εποχής που χάθηκε οριστικά.

 

                          ΝΕΟ  ΦΑΛΗΡΟ,  ΘΕΑΤΡΑ,  ΘΕΑΜΑΤΑ   

       Το  πρώτο ξύλινο θεατράκι του Φαλήρου στον Κηφισό (1880)  καταστράφηκε το 1881 από  πυρκαϊά. Η Εταιρία   του Σιδηροδρόμου  είχε ορίσει  αμοιβή  2.000  δραχμές  σ όποιον ανακάλυπτε το δράστη.

 

         

      Το δεύτερο  θέατρο, ξύλινο κι αυτό, βρισκότανε στο χώρο, περίπου, του  Παι­δικού Σταθμού,  εκεί   που προπολεμικά λει­τουργούσε το περίφημο «Λούνα - Πάρκ». Από το θέατρο εκείνο, που  η  «πρεμιέρα» του δόθηκε στις 9 Ιουνίου 1881 με το μελόδραμα του Ντονιτοτσέττι  «Φαβορίτα», άρχισε τη σταδιοδρομία  της  η ονομαστή  υψίφωνος  του αιώνα του 1900, Μαρκέλλα Ζέμπριτς.

        Τις Κυριακές  που γίνονταν  παραστάσεις στο θεατράκι, έτρεχαν οι Αθηναίοι σαν μανιακοί,   από το σταθμό του τραίνου, που ήταν τότε, πέρα από το μνη­μείο του Καραϊσκάκη, για να  προλάβουν να πιάσουν θέση στα θέατρο, γιατί οι   θέσεις δεν ή­ταν αριθμημένες.   Οποιος πρόφτανε έδενε τα μαντήλι του σ' ένα κάθισμα, σαν σημείο κατοχής του.  Αλλοι, όμως, που δεν  σέβονταν τα κυριαρχικά δικαι­ώματα των πρώτων, έλυναν τα μαντήλια και στρογγυλοκάθονταν. Αυτό γινόταν αίτια Ομηρι­κών καυγάδων με τα  Ελληνο-πρεπέστατα   μπαστούνια, γρο­θιές και  παρόμοια.

        Μια   βραδιά   δε   που   επρόκειτο    να παιχθεί   η  «Νόρμα»    του Μπελλίνι,   λίγο προτού ανοίξει    η αυλαία, ακούστηκαν πυροβολισμοί,    φωνές,  σαματάς. Μερικοί δανδήδες  της εποχής είχαν τσακωθεί   για μια θέση. Επενέβη  η αστυνομία,   αλλά ο  απολογισμός ήταν θλιβερός.    Ενας θεατής δέχτηκε μια σφαίρα στο μάτι του   και  το έχασε, και μερικές βαρύτατες φράσεις  έγιναν  αφορμή να  μονομαχήσουν οι αξιωματικοί Σοφιανός και Μανιατάκης, με τρα­γικό αποτέλεσμα.

         Από τότε πήραν αριθμούς τα καθίσματα και  οι  παραστάσεις γίνονταν πιο πολιτισμένα.

        Κομψές Ατθίδες κορτάριζαν (αθώα) με τους τε­νόρους και δανδήδες έπιαναν σχέσεις με τις θεατρίνες. Σ  αυτό  το  θεατράκι, ντεμπουτάρησε   ο  τενόρος Αποστόλου, που  αργότερα   έγινε παγκόσμια  διάση­μος.

        Με την αλματώδη όμως εξέλιξη, που   συνεχώς σημείωνε το προάστιο του Νέου Φαλήρου, το   ξύλινο εκείνο «θεατράκι»  κατεδαφίστηκε και οικοδομήθηκε στα 1896, άλλο, στη δυτική πλευρά της ακτής,   λίθινο αυτό, που κόστισε 74.325 δρχ. Εί­ναι το θέατρο του Φαλήρου, που  πολλοί  γνωρίσαμε  και κατεδαφίστηκε τα τε­λευταία χρόνια (1968).   Το   πέτρινο υπαίθριο Θέατρο του Νέου Φαλήρου  που  ήταν πράγματι ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, και χτίστηκε από την Εταιρεία Σιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς, εγκαινιάστηκε επίσημα στις 7 Ιουλίου 1896 με την οπερέτα «Ζιζέλ ντε Ναμπόρν». Στο  θέατρο αυτό,   τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα  του 1900, και μέχρι την  αρχή του μεσοπολέμου, κυριάρχησε η ξένη και η ελληνική οπερέτα, που κάθε «πρεμιέρα» της αποτελούσε ξεχωριστό κοσμικό γεγονός, για την αθηναϊκή και πειραϊκή κοινωνία. Πλήθος κόσμου, άλ­λοι με το σιδηρόδρομο — που από το 1904 έγινε ηλεκτροκίνητος— κι άλλοι  με  ιππήλατα αμάξια και με αυτοκίνητα,  συνέρρεαν στο θέατρο του Φαλήρου, με επί κε­φαλής την Βασιλική Οικογένεια. Με εμφανί­σεις των γνωστότερων ελληνικών και ξένων θιάσων -στο θέατρο του Σταθμού, ας σημειωθεί, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 1898, η όπερα του Πουτσίνι «Μανόν Λεσκώ»- υπήρξε, κάθε καλο­καίρι, ο βασικός «άξονας», γύρω από τον οποίο εκινείτο η καλλιτεχνική και κοσμική ζωή του Νέου Φαλήρου. Στο θέ­ατρο αυτό εμφανίστηκαν και άφησαν πρα­γματικά, εποχή η Πιοντέλλι, η Λασσάλ, η περίφημη Βιεννέζα σουμπρέτα Έλσα Ένκελ, η Ρικαρντώ, η Μοροζίνη —  κι άλλα   μεγάλα ονόματα της ξένης και ελλη­νικής οπερέτας.

      Κατεδαφίστηκε το 1968. Και η κατεδάφιση του ήταν μια άσκοπη θυσία ενός μικρού αριστουργήματος στον ωφελιμιστικό «βωμό» των αξιοποιήσεων.

 

 Η  ΤΑΡΑΝΤΕΛΑ    Η Ελσα Ενκελ

 

       Η   «Ταραντέλα»   ήταν   ένα περίπτερο —ένα μεγάλο «κιόσκι» — ανοιχτό σε όλες τις πλευρές  εκτός   από την πλευρά που  έβλεπε προς τη θάλασσα και εί­χε πάρει  το  όνομά του από  τον  ομώνυμο Ιταλικό   χορό που  μοιάζει  με το «καν - καν». Και στο χορό αυτό, δηλαδή, οι  μπαλαρίνες τίναζαν ψηλά το πόδι και  πρόσφεραν   έτσι στην τότε αυστηρή και σεμνότυφη κοινωνία «θέαμα εκτάκτως γαργαλιστικόν και σκανδαλιστικόν»!

         Φιλοξενούσε ξένες αρτίστες μεταξύ των οποίων εποχή  άφησε η  περίφημη Μιμί Τζοβανίνα,    μια  μικροσκοπική πεταχτή σουμπρέτα με κοντά μαλλιά — «πόλκα» όπως τάλεγαν τότε— που τραγουδούσε τη «Σεραφίνα» ένα μάλλον σαχλό τραγουδάκι που «χαλούσε    κόσμο».

         Ο   Γεώργιος  Σουρής  έγραψε  για τους Αθηναίους   ότι   τρέχουν:

«Με λαντώ   άπ' την Αθήνα για να  δουν τη Τζοβανίνα να τους λέει τη Σεραφίνα».

         Αυτή τη Τζοβανίνα κάθε βράδυ... την έχαναν οι  θαυμα­στές που την περίμεναν μετά την παράσταση. Της  έκανε... απαγωγή  με βάρκα, από  το πίσω  μέρος της «Ταραντέλας» ένας γνωστός Πειραιώτης αλευροβιομήχανος.

       Η « Ταραντέλα»  χτίστηκε   αρχικά  σαν περίπτερο   για να παίζει η «μπάντα» του ξενοδοχείου  «Άκταίον»  και     μετά,  όταν  στα 1907 ανέλαβε την εκμετάλλευση της ο   γνωστός  θεατρικός επιχειρηματίας· Ιωάννης Γκρέκας,   που   την διατήρησε μέχρι το 1918, εξελίχθηκε στο γνωστό κέντρο  διασκεδάσεως.  Στην «Ταραντέλα»   πρωτοεμφανίστηκε η    Γεωργία   Βασιλειάδου,  κι από κει  άρχισαν τη σταδιοδρομία τους  οι  γνωστοί    καλλιτέχνες, Ιωάννης   Ράλλης, Σβορώνος, Καλουτάς, και αργότερα, σε  μικρή   ηλικία οι κόρες του   Αννα και   Μαρία Καλουτά — τα περίφημα «Καλουτάκια».

     Η   «Ταραντέλα γνώρισε μεγάλες δόξες με διεθνή μουσικά προγράμματα και με ελληνικές επιθεωρήσεις που είχαν γράψει οι  κορυφαίοι συγ­γραφείς της εποχής. Εκεί, στο Ν. Φάληρο, έκανε και τη θριαμβευτική του εμφάνιση ο μεγάλος Ελληνας σκηνογράφος Λάκης Αραβαντινός με την επιθεώρηση «Ξιφήρ Φαλέρ» τον Μιλτιάδη Λιδωρίκη. Για την «Ταραντέλα» είχε γραφτεί  και  ειδικό  τραγουδάκι   που χαλούσε τον κόσμο τότε:

 Μες  του  Φαλήρου  κάτου  εκεί  την  αμμουδιά,

την είδε εκείνος  να   χορεύει   μια  βραδιά

στην Ταραντέλα,

και  τούρθε τρέλα,

και   σε  μια νύχτα της χαρίζει την καρδιά.

                                                                

   Στο Νέο Φάληρο, όπως φαίνεται σε αφίσα  της   15 Σεπτεμβρίου 1932 -αρχείο elia.org.gr- που δημοσιεύεται στο   Facebook πρέπει να υπήρξε, περιστασιακά, θέατρο με την επωνυμία "Μον Μπεγκαίν" όπου η Μαρίκα Κοτοπούλη με τον Βασίλη Λογοθετίδη και άλλους,  παρουσίασε την κωμωδία "Κοσμική Κίνησις". Οποιος γνωρίζει κάτι σχετικό  ας μας ενημερώσει.

 

    Η δόξα αυτή του Φαλήρου  κράτησε πολλά χρόνια. Όμως όπως όλα αλλάζουν, άλλαξε κι αυτό. Για να περάσει  σε νέες μέρες ιστορίας.

 

 ****   Από το Φάληρο, ξεκίνησε ο Θησέας  για να σκοτώσει το  Μινώταυρο, και ο Μενεσθέας  βασιλιάς της Αθήνας  για τον Τρωϊκό πόλεμο.

    Από κει το 1912  ξεκίνησε  κι ο στόλος μας για τις νικηφόρες ναυμαχίες του 1912 -1913.

 

                             ΤΑ «ΣΟΥΡΕΪΚΑ» ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ

 

      Το   1973  πέθανε και η τελευταία  κόρη – μία από τις τέσσερις - του Γεωργίου Σουρή, η Ηρώ  Ι. Χαλμούκου,  που  μεγάλωσε ατό Νέο Φάληρο.   Η σεβαστή αυτή δέσποινα όταν  ήταν νεαρή, έπαιρνε μέρος   στις  κοσμικές και φιλολογικές συγκεντρώσεις   του   εκδότη του « Ρωμηού», στο  επί της οδού  Ζαϊμη 18 αρχοντικό τους  στο Νέο Φάληρο. Μέχρι τότε, η Ηρώ, επισκεπτόταν  το άλλοτε αρχοντικό τους  - τότε διώροφη  κατοικία  στην οποία έμενε ο κ. Ιρις Ξύδης -  και αναπολούσε  τις  εποχές εκείνες, και ότι  συνέβαινε  στα « Σουρέϊκα».

       « Σουρέϊκα» ονομαζόταν η   πλατεία του Νέου Φαλήρου όπου μαζευόταν  κάθε βράδυ, τα καλοκαίρια, γύρω   από ένα τραπεζάκι —  συνήθως δε  και δυο και τρία  μαζί   —  η  περίφημη και πολυμελής Σουρική συντροφιά.

      Η κίνηση   αυτή   άρχισε   απ   το καλοκαίρι του 1891  όταν τελείωσε το χτίσιμο του θερινού σπιτιού  του Σουρή στο Νέο Φάληρο, -  τα εγκαί­νια  έγιναν  με  γενική... επιστράτευση    και κάθοδο  απ' την Παλιά  Αθήνα, του κόσμου του πνεύμα­τος.

        Μετά τον αγιασμό μίλησαν τότε  όλοι με στίχους χάριν της  ομοιογένειας -και παρ όλη την ανομοιότητα των γενειάδων των παρισταμένων.

       Το  καινούργιο     σπιτάκι του  ποιητή    ήταν     χρεωμένο  στον   πιστωτή του Σγόντα   και γι αυτό   ο  Μπάμπης   Αννινος είπε:

«Σ' αυτό το σπίτι

το  Φαληροχτισμένο

του  χρόνου Παναγία   μου

να  τώχης πληρωμένο!..».

         Ο   Αγγελος Βλάχος απάγ­γειλε χαριτωμένους στίχους και  είπε ότι εάν τα πνεύματα μόλυναν το νεόκτιστο σπίτι, πάλι  τα πνεύματα   θα το    καθαρίσουν.

—   Αλλά,   πρόσθεσε,  το   ζή­τημα  δεν είναι    αυτό!    Σκέψου ποιητά πως αργότερα θα   χρειαστείς   καθαρμόν   και των ημετέρων ποιητικών πνευμάτων και θα είπεις: «Υψιστε θεέ! Τί έκαμα; Και τις από τον οίκον μου  θα  καθαρίσει τώρα τους... καθαριστάς;».

         Με τον ρομαντικό του στόμφο, ύστερα Αχιλλέας Παρά­σχος είπε στο Σουρή: «...Ομως εις τον οικίσκον σου

τον ταπεινόν τοσούτον

συ τον υψώνεις μόνο  σου

συ τον ωραίζεις

με το  όνομά  σου τον πλουτείς

και ύφος του χαρίζεις!...».

        Αργότερα (Ιού­λιος 1891) άρχισαν οι ταχτικές συνεδριάσεις στην «πλατεία» της περίφημης Σουρέϊκης συντροφιάς, -  κοντά στο ξενοδοχείο Φαλήρου, της Εταιρίας Σιδηροδρόμων Αθηνών -Πειραιώς, του οποίου τη διεύθυνση από το 1912 είχε ο Μιχάλης Ρούσσος - που παρακολουθούσε από τα γύρω τραπεζάκια αρκετός κό­σμος προσπαθώντας ν' ακούσει μερικά άπ  τα διασταυρούμενα σπαρταριστά χαριτολογήματα των πολυαρίθμων λογίων και  ποιητών του κύκλου του  Σουρή.

 

         Οι ποιητές το 1919, Ι.Ν. Ροϊλού. Γ. Δροσίνης, Γ. Στρατήγης, Ι.Πολέμης, Κ.Παλαμάς, Γ. Σουρής, Α. Προβελέγγιος (Συλλογή Παρνασσού).

 

       Και τα χαριτολογήματα  αυτά ήταν άφθονα, έξυπνα  πραγματικά, κι έκαναν πάντα το γύρο  όλης της παλιάς Αθήνας, για­τί  ο  κόσμος όλος διασκέδαζε. Ηταν η εποχή του αθώου πνεύματος, που πεί­ραζε τους πάντες και τα πάντα με το πραγματικόν... αττικόν άλας· Και   η  παρέα του Σουρή  ήταν  αληθινά περιζήτητη παντού  γιατί  ήταν   η μοναδική στην Αθήνα.

        Ενα βράδυ  αποβιβάστηκε  στην παραλία  μια μεγάλη ομάδα   Αγγλων αξιωματικών. Περνώντας  από  τη Σουρική  συντροφιά,  σταμάτησαν και  παρακάλεσαν  να καθίσουν κι αυτοί..  Ο Αγγλομαθής Αδωνις Κύρου  ( της «Εστίας») ανέλαβε καθήκοντα ξεναγού  η δε κυρία   Σουρή    κάλεσε το γκαρσόνι για   να   περιποιηθεί τους ξένους.

        Οι Αγγλοι αξιωματικοί  που  ήταν  πληροφορημένοι   για  τη Σουρέικη  συντροφιά, έβαλαν όρο ότι θα κεράσουν αυτοί  αλλιώς θα έφευγαν.  Παράγγειλαν δε πολλά και άφθονα ποτά, των   οποίων   φυσικά  η αξία   υπερέβαινε  τον προϋπολογισμό της  παρέας για...   όλο  το καλοκαίρι.

        Ωστόσο  η κυρία Σουρή επέμενε   από  λεπτότητα, στο τέλος, να πλήρωσει ο ποιητής τα κεράσματα και τότε πανικόβλητος ο Μπάμπης Αννινος, για το φοβερό πρόβλημα της είπε σιγα­νά,  στα Ελληνικά:

— Μην επιμένετε κυρία Μαρή  αφήστε να κυκλοφορήσει  ολίγον αγγλικόν χρήμα  εις τον τόπον μας!

         Γι  αυτό στο επόμενο φύλλο του «Ρωμηού» ο Σουρής περιγράφοντας  τη συναναστροφή με τους   Αγγλους    αξιωματικούς έγραφε :

«Έμείς τους εκεράσαμε κι  επλήρωσαν εκείνοι!...»

     Η παρέα του Σουρή απετελείτο από γνωστούς λογοτέχνες - δημοσιο­γράφους κ.α. όπως οι: Παύλος Νιρβάνας, Ιωάννης Πολέμης, Σπύρος Λάσιος, Άδωνις Κύρου, Βλάσης Γαβριηλίδης, Γεώργιος Πωπ, Γεώργιος Στρατήγης, Ναπολέων Λαμπελέτ (μουσουργός), Δημ. Καμπούρογλου, Γ. Αξελός (ζωγράφος), Πάνος Αραβαντινός (σκηνογράφος), Ιωάννης Σβορώνος, διευθυντής του Νομισμα­τικού Μουσείου,  Ανδρέας Καρκαβίτσας,  Λάμπρος Πορφύρας, Δαμβέργης, Γαλάνης, Προβελέγγιος,  και άλλοι. Αλλ' εκτός από τα τακτικά μέλη υπήρχαν και τα έκτακτα μέλη της συντροφιάς. Άλλωστε για να συναντήσει κανείς το Σουρή δεν ήταν ανάγκη να ήταν συγγενής ή φίλος. Ο φίλος έφερνε το φίλο κι ο φίλος του φίλου ήταν κι αυτός φίλος.

      Ένα βράδυ  ο Δαμβέργης   πήγε  στην παρέα  συνοδευόμε­νος από τον ξακουστό της επο­χής εκείνης Κρητικό οπλαρχη­γό Δασκαλογιάννη που ήθελε να γνωρίσει το  Σουρή.

       Καθώς περνούσε, όμως, με την κρητική βράκα του,   ο Δασκαλσγιάννης ανάμεσα  από   τα άλλα τραπεζάκια, παρέσυρε  ένα  τραπεζάκι γεμάτο σερβίτσια και  τότε ο Δαμβέργης του είπε:

  — Ευκολότερα καπετάνιε  μπορείς να διαβαίνεις  στα   βου­νά, παρά στα τραπεζάκια του   καφενέ.

       Και   ο  Δασκαλογιάννης, με την  κρητική    διάλεκτό του α­πάντησε :

—  Μα βουνό είναι τσι  επαδά ! Έτσα θωρώ το Σουρή!

      Στη  Σουρέϊκη  παρέα πήγαινε ταχτικά  και η γνωστή λόγια  Ειρήνη η Αθηναία, σύζυγος του Πολύβιου Δημητρακόπου­λου.

     Ενα βραδάκι η Ειρήνη μιλούσε αρκετή ώρα με τον Πο­λέμη για φιλολογικά ζητήματα και  τότε ο   Δαμβέργης με τόνο επίσημο είπε:

--- Κύριοι βαρυσήμαντο γεγο­νός συνετελέσθη απόψε: Ο Πολέμης συνεννοήθηκε, τέλος πάντων με την Ειρήνη !

 

  **** Στο νέο Φάληρο  ιδρύθηκε το 1900 από τον Νίκο Γουσέτη  ένα μαγαζάκι  που λειτουργεί μέχρι σήμερα,  11—11-2010, χωρίς να κλείσει ούτε μια μέρα.  Το λειτουργούν, ανακαινισμένο,  (Ειρήνης και Καραϊσκάκη γωνία στο Νέο Φάληρο).  οι δίδυμες κόρες του Αργυρώ  και  Ελένη.

 

  ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ  ΤΟ   ΦΑΛΗΡΟ

 

 

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ  ΑΠΟ  ΤΟ  ΔΕΛΤΑ   ΦΑΛΗΡΟΥ  ΤΟΥ  ΠΑΛΙΟΥ  ΚΑΛΟΥ   ΚΑΙΡΟΥ

 

 

                                                                                                ΒΑΣΙΛΗΣ  Π. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ

                                                                                                                11—11-2010

 

© KOUTOUZIS.GR  Αναδημοσίευση  επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή  www.koutouzis.gr .

 

 Κεντρική σελίδα