ΡΕΜΠΕΤΗΣ ΠΟΡΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ
ΜΗΤΣΟΣ ΓΚΟΓΚΟΣ - ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ
Ο μεγάλος «ρεμπέτης», λαϊκός τραγουδιστής, Μήτσος ( Δημήτρης) Γκόγκος ή «Μπαγιαντέρας» καταγόταν από τον Πόρο. Ο πατέρας του Γιάννης Γκόγκος, ήταν Ποριώτης, και η μητέρα του Αγγελική από την Ύδρα. Ο πατέρας του ήταν υπαξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού - στον Λιμενικό τομέα- και μια μετάθεση, έφερε τα πράγματα έτσι, ώστε ο Μήτσος να γεννηθεί στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903. Η οικογένειά του είχε χτήματα στο Καραπολίτι του Πόρου.
Ο Μπαγιαντέρας φοίτησε στο δημοτικό και όταν το τελείωσε συνέχισε και πήρε το πτυχίο του καθιερωμένου, τότε, τετρατάξιου Γυμνασίου. Μετά απέκτησε πτυχίο ηλεκτρολόγου. Ποτέ, όμως δεν άσκησε το επάγγελμά του.
Ο Μπαγιαντέρας ξεκίνησε τη μουσική πολύ νέος. "Από ηλικία επτά χρονώ πήρα ένα μαντολίνο στα χέρια μου. Το 1910... Μα νομίζω 16 δραχμές το 'χα πάρει. Σκέψου τι εποχή ήτανε, ε; Μ' αυτό, χωρίς δάσκαλο, χωρίς τίποτα, άρχισα κι έπαιζα" αφηγήθηκε ο ίδιος.
Μέχρι το 1920 έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα, μετά βιολί και από το 1924 άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Το 1925 διασκεύασε την Ιταλική οπερέτα "Μπαγιαντέρα", του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τότε απέκτησε το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας με το οποίο έγινε και γνωστός. Λίγο πριν τη δεκαετία του 1930 άρχισε να τριγυρνάει στα Πειραιώτικα στέκια που σύχναζε ο εργατόκοσμος του λιμανιού, παίζοντας το «πρόστυχο» για την εποχή μπουζούκι.
«Το μεταχειριζότανε μόνο ο υπόκοσμος της τότε εποχής αυτό το όργανο. Στους τεκέδες και σε καμιά ταβερνούλα έβρισκες καμιά κιθαρίτσα και κάνα τέτοιο, μπουζουκάκι κρεμασμένο επάνω», είχε δηλώσει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο και διευκρίνισε: "Όταν λέμε «υπόκοσμος», πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Υπόκοσμος λέγεται κι ο κλέφτης. Γενικά οι χασισοπότες. Αυτοί ήταν όλοι ντερβισάδες, χασίκλες... Κατά τ' άλλα ήτανε εντάξει. Νοικοκυραίοι. Άλλοι ήτανε ψαράδες, άλλοι αραμπατζήδες μες το τελωνείο".
Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του –τον προόριζε για το Λιμενικό Σώμα- ο Μήτσος από 17 ετών επιδόθηκε στο μπουζούκι, με μεγάλη επιτυχία.
Ο Μπαγιαντέρας είχε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του Ρεμπέτικου, κυρίως με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Μεθενίτη ρεμπέτη Γιώργο Μπάτη. Το 1937 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο στην Κολούμπια με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου.
Τα τραγούδια του έγιναν αμέσως γνωστά, και μερικές από τις επιτυχίες του είναι: «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «αποβραδίς ξεκίνησα», « σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», « Ξεκινάει μια ψαροπούλα», « Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ», « Αλάνι με φωνάζουν» και ακόμη:
«To μαναβάκι», «Θα κλέψω μια μελαχρινή», «Για μια κουτσουκαριώτισσα», «Μάτια γλυκά και γαλανά», «Γυρνώ σαν νυχτερίδα», «Το τραγούδι της αγάπης», «Μ' έχεις μαγεμένο», «Το αλανάκι», «Ελα να μπερμπαντέψεις», «Του Κυριάκου το γαϊδούρι», «H μικρή από το Πασαλιμάνι», « Η άνοιξις», « Με ξέχασες», « Το πέρασμα», « Η κοτούλα», « Μια τράτα Κουλουριώτικη», «Κι αν χωρίσαμε δε φταίω» και άλλα.
Εκτός από τα 100, περίπου, τραγούδια και τα 30 ανέκδοτα, έχει στο ενεργητικό του και μια μέθοδο για την εκμάθηση του μπουζουκιού άνευ διδασκάλου.
ΤΥΦΛΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΓΛΑΥΚΩΜΑ
Τυφλώθηκε , όμως , νωρίς, τον Απρίλη του 1941. Ο Μπαγιαντέρας λέει πως έχασε το φως του:
«Δούλευα στου «Δασκαλάκη», στο Μαρούσι. Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μια μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ηξερα ότι είχα γλαύκωμα. Ετσι, μία μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από κει κι' έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς. Δεν μπορούσαν να βασιστούν πια σε μένα. Εκανα το παν τότε για να τους αποδείξω το τι αξίζω. Δημιούργησα τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες εκείνη την εποχή που τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη. Αρχισαν τότε αυτοί που με περιφρόνησαν να με φροντίζουν κάπως και να με πλησιάζουν, ποντάροντας, όπως καταλάβαινα στα τραγούδια μου. Δεν έπαψα ποτέ να παίζω μπουζούκι και κιθάρα, παρ' όλο ότι είχα χάσει το φως μου. Αλλά ήρθε μετά η Κατοχή».
ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ ΣΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ
Ο ίδιος αφηγήθηκε στον Κώστα Χατζηδουλή που έκανε σχετική έρευνα για τους «Ρεμπέτες»:
«Το πρωί ξεκίναγα μόνος, τυφλός με το μπαστούνι για τα διάφορα συσσίτια κι όπου μοίραζαν γάλα για τα παιδιά. Με γνώριζαν απ’ τα τραγούδια μου, ήμουν
και τυφλός και με συμπονούσαν, δεν ήμουν κι' εγωιστής, έπρεπε να αγωνιστώ για να ζήσουμε κι' έτσι έκανα. Μεγάλος μουσικός ο φουκαράς ο 'Αττίκ και πέθανε τότε από την πείνα και τη δυστυχία.
» Ηταν μια κυρία τότε εκεί προϊσταμένη στις διανομές που με συμπονούσε πάρα πολύ. Με γνώριζε καλά από τα τραγούδια μου και της άρεσα σαν μουσικός και με βοηθούσε. Κάθε μέρα πήγαινα και μου γέμιζε ταγάρια ολόκληρα με τρόφιμα και γάλατα. Κάθε μέρα γινόταν αυτό, ενώ το βράδυ γύριζα στα ταβερνάκια και με τα λεφτά συμπλήρωνα τις ανάγκες μου.
Η γυναίκα αυτή μου έδινε θάρρος και μου 'λεγε κάνε υπομονή και εμείς θα σε βοηθούμε. Κι' έτσι γινόταν.. …Καλή της ώρα αν ζει.
Έτσι ξεπέρασα τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής. Σποραδικά όμως πήγαινα σε μαγαζιά και δούλευα με συγκροτήματα. Όπως σ' ένα μαγαζί στον Προφήτη Δανιήλ και αργότερα στο μαγαζί του Νότη του 'Αγύρτη, όπως τον έλεγαν. Από τα μαγαζιά αυτά πέρασε και ο Μανώλης ο Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης και άλλοι.
Στου Νότη ήταν και ο Κορίνθιος και κάποιος άλλος –που δε χρειάζεται να πω το όνομά του, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο – ο οποίος ήταν Εβραίος κι έπαιζε ακορντεόν.
Ολοι ξέρουμε τι γινόταν τότε με τους Εβραίους στην περίοδο της Κατοχής. Οι Γερμανοί τους γύρευαν όλους, τους κυνηγούσαν με τόσο μίσος, κι όταν τους έπιαναν ή τους έστελναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή τους σκότωναν. Ο ακορντεονίστας αυτός που ήταν από τα πιο καλά παιδιά, έκρυβε ότι ήταν Εβραίος. Μόνο εμείς λίγοι άνθρωποι, συνάδελφοί του γνωρίζαμε την καταγωγή του, κι εμείς τον κρύβαμε, κανείς δεν το έμαθε.
ΣΤΗΝ «ΤΡΙΑΝΝΑ» ΤΟΥ ΧΕΙΛΑ
Μετά την κατοχή το πρώτο μαγαζί που δούλεψα, ήταν του Χειλά, η θρυλική «Τριάννα», στη λεωφόρο Συγγρού. Στο μαγαζί αυτό δούλεψα ένα χρόνο συνέχεια. Στην «Τριάννα» είχα τότε μαζί μου μπουζούκι τον Σπύρο Ευσταθίου. τον αδελφό του Μήτσου, αυτόν που τον λέγαμε χαϊδευτικά «μπουμπούνα». Καλά παλικάρια και οι δυο τους.
Μέσα εκεί έγραψα το «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», που το τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης. Και σ αυτό νομίζω παίζει μπουζούκι ο Τσιτσάνης. Σιγόντο έκανε στο Στελλάκη μια καλή ρεμπέτισσα τραγουδίστρια η Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Αυτό τραγούδι είχε γκραν επιτυχία. Αλλωστε το τραγούδησε, είπαμε , ο Στελλάκης.
Λίγο μετά έγινε δίσκος και η «όμορφη Πειραιώτισσα». Κι αυτό είχε μεγάλη επιτυχία. Αυτό το τραγούδι το είχα γραμμένο, στίχους και μουσική, από προπολεμικά, από 1938-39, όταν έγραψα το «ζούσα μοναχός», το «μαγεμένο» και το « Χατζηκυριάκειο»…….
ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΕΡΟΘΕΟ
Τα τελευταία χρόνια ο Μπαγιαντέρας τα έζησε απομονωμένος στο σπίτι του στον Αγιο Ιερόθεο, συντροφιά με τη σύζυγό του Δέσποινα.
Στις αρχές 'Οκτωβρίου 1985 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και μπήκε στο νοσοκομείο. Εγινε καλά και βγήκε. Δυστυχώς, όμως, στις 24 'Οκτωβρίου μπήκε πάλι στον "Ευαγγελισμό", γιατί έπαθε ουρολοίμωξη, και μετά λοίμωξη του αναπνευστικού. Σιγά – σιγά έχασε την επαφή με το περιβάλλον.
Και πέθανε 18 Νοέμβρη του 1985. Κοντά του τις τελευταίες του στιγμές ήταν η κόρη του Ελλη Μαργαρίτη, που του συμπαραστάθηκε σ όλη του τη ζωή ( η άλλη του κόρη ζούσε στο Σικάγο). και ο γιος του που ακολούθησε το ίδιο επάγγελμα.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝ. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ
15-11-03
© ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ- KOUTOUZIS.GR Αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή www.koutouzis.gr .