Συνημμένο στο  http://www.koutouzis.gr/galatas.htm

 

 ΟΙ  ΠΡΩΤΕΣ  ΠΟΡΝΕΣ...ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΑΝ ΤΟ ΓΑΛΑΤΑ

 

     Το …. αρχαιότερο επάγγελμα  του κόσμου, η πορνεία   ανέκαθεν ευδοκιμούσε.

     Οι  πόρνες ονομάστηκαν ιερόδουλες – εργαζόμενες στο ιερά -   εξ αιτίας ενός  ιδιόμορφου φαινομένου της  αρχαιότητας, σύμφωνα με το οποίο νεαρά κορίτσια και αγόρια, αφιερωμένα από τους γονείς τους ή τους κυρίους τους σε ναούς, στην υπηρεσία κάποιας θεότητας, προσέφεραν σεξουαλικές υπηρεσίες στους επισκέπτες του ναού. Οι υπηρεσίες αυτές ποίκιλαν ως προς το ιδεολογικό τους υπόβαθρο. Σε κάποιες περιπτώσεις, νεαρές γυναίκες που ετοιμάζονταν να παντρευτούν εντάσσονταν στις ιερόδουλες κάποιου ναού, ώστε να μαζέψουν την προίκα τους, χωρίς αυτό να αποτελεί εμπόδιο για τους μέλλοντες συζύγους.

     Άλλοτε, οι ιερόδουλοι μοιάζουν να αποτελούν ένα μόνιμο ιερό "κλήρο" του ναού, στον οποίο πηγαίνουν τα έσοδα από τα αφιερώματα των επισκεπτών που συνέρχονταν με τους ιερόδουλους, ενώ υπάρχουν και φορές όπου οι κοπέλες ήταν υποχρεωμένες να τηρήσουν το τοπικό έθιμο και να έρθουν μία μόνο φορά σε επαφή με έναν άγνωστο άνδρα. Μετά την συνεύρεση μπορούσαν να αποχωρήσουν για το σπίτι τους και ήταν έτοιμες για γάμο.

     Από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε πως οι επισκέπτες πλησίαζαν την ιερόδουλο της αρεσκείας τους και αφού άφηναν τα χρήματα στα πόδια της, έλεγαν "Σε καλώ στο όνομα της θεάς" και εκείνη πλέον δεν μπορούσε να αρνηθεί σε κανένα τις υπηρεσίες της. Οι ιερόδουλες ήταν πόρνες, αλλά και ιέρειες, αφού τα δύο λειτουργήματα ήταν στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Από αυτή τη δραστηριότητα ονομάστηκαν  και «ιερόδουλες». Όπως οι υπόλοιπες ιέρειες του ελληνικού κόσμου, συμμετείχαν επίσημα σε όλες τις τελετές όπου η "ιερή" παρέμβαση τους θεωρείτο απαραίτητη. Σε αντίθεση με τις "λαϊκές" πόρνες, οι ιερόδουλες είχαν σημαντική θέση στην κοινωνία.

     Τέτοιες  ιερόδουλες  σίγουρα  υπήρχαν και στους αρχαίους ναούς της Τροιζηνίας.

   Στην Ελλάδα μετά το 1821, οι  πρώτες πόρνες  σε «σπίτια»  εμφανίστηκαν   στην περιοχή του Ναυπλίου και του  Γαλατά  όπου δημιουργήθηκαν στρατόπεδα.

   Στο Γαλατά, όπως γράφει  ο Γιάννης Πουλάκης  στο βιβλίο του  " Ο Πόρος και η ιστορία του", μεταξύ  1830-1850, υπήρχαν  250 καλύβες  στις οποίες έμεναν  γυναίκες ελευθερίων ηθών. Αυτό δεν είναι απίθανο, αφού στην  Τροιζήνα  ήταν το Ελληνικό  Στρατόπεδο  και στον Πόρο  το "Ναυτικό Διευθυντήριο" και ο "Ρωσικός Ναύσταθμος".  Στον Πόρο εξ άλλου  σύχναζαν  από το 1821 και μετά όλα τα  ξένα ναυτικά στρατεύματα: Ρώσοι, Αμερικανοί, Αγλλοι, Γάλλοι.

    Διότι είναι γεγονός  ότι οι  ναυτικές δυνάμεις των   Ενετών αρχικά, αλλά  και των Ρώσων και  Αγγλων -κυρίως - αργότερα,  δημιουργούσαν  τέτοιους  καταυλισμούς για την...... εξυπηρέτηση  των στρατιωτών. Κάτι  τέτοιο οι Αγγλοι  έκαναν  και στον Πειραιά το 1852. 

 

     

      Στον πίνακα  του Στάκκελμπεργκ (1834) δεν σημειώνεται  κανένα σπίτι, παρά μόνο πέντε - έξι καλύβες  και  μια ξύλινη αποβάθρα  στη Μπούγια.  Ενώ στου Λίντον  (1856)  σημειώνονται   μερικά σπίτια.

    Κι ίσως  ήταν κι αυτός ένας λόγος  που άργησαν  να δημιουργηθούν  τίμια  σπίτια  στην ακτή του Γαλατά.

 

     ΟΙ  ΠΟΡΝΕΣ

 

    Στην ελληνική αρχαιότητα, το φαινόμενο της πορνείας σε ορισμένες πόλεις ήταν ενίοτε περιστασιακό και χωρίς ανταλλάγματα, αλλά σε άλλες αποτελούσε πηγή εισοδήματος.

    H πορνεία λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό, ως ρυθμιστής των ανικανοποίητων και επιθετικών σεξουαλικών ορμών, προς προστασία της κοινωνικής τάξης, διότι κρατούσε π.χ. τους ακόμη άγαμους μακριά από τις θυγατέρες και τις συζύγους των αστών. Επιπλέον, οι Ελληνίδες πόρνες, οι εταίρες (Ασπασία, Φρύνη, Λαϊδα), ως οι μόνες γυναίκες, που είχαν εισέλθει στη δημόσια ζωή, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στις ανδρικές συντροφιές, και καλλιεργούνταν ως σημαντική διασκέδαση για τους άνδρες. Οι πόρνες, πολύ συχνά ήταν δούλες (υπηρέτριες, αυλητρίδες, χορεύτριες), απαραίτητη συντροφιά στα συμπόσια, όπου ενδεχομένως να προέκυπτε η προώθησή από τον κύριό τους στην αγκαλιά κάποιων από τους συμμετέχοντες.

     Σε οικονομικό επίπεδο, ήταν δυνατό να αγοράσει κάποιος δούλες με αποκλειστικό σκοπό να τις προωθήσει στην πορνεία και να κερδίζει τη ζωή του με τον τρόπο αυτό. Στον Πειραιά, στους δυο αιώνες της αθηναϊκής ηγεμονίας, τα πλήθη των ξένων, ναυτικών, βιαστικών ταξιδιωτών οδηγούσαν ορισμένους στην ιδέα να αποκομίσουν κέρδη από την εκμετάλλευση της πορνείας.

       Εκτός όμως από την αγορά δούλων, πηγή προμήθειας κοριτσιών προορισμένων για την πορνεία ήταν και ο θεσμός της έκθεσης. Η έκθεση των νεογέννητων είναι συχνά μια ανάγκη για τις οικογένειες με πολύ ταπεινά έσοδα. Για τους φτωχότερους, τα κορίτσια είναι συχνά επιβαρυντικά μέλη για την οικογένεια, λόγω του φόβου για τα έξοδα της προίκας, και έτσι τα απειλούσε η έκθεση συχνότερα από τα αγόρια. Αυτό σήμαινε συνηθέστερα ότι τα περίμενε η τύχη της πορνείας, αφού πολλά από αυτά τα κοριτσάκια μαζεύονταν από τους δουλεμπόρους στους δρόμους όπου οι γονείς τους τα εγκατέλειπαν μόλις γεννηθούν.

        Στην Αθήνα η γνωστότερη συνοικία με πλήθος πορνείων ήταν ο Κεραμεικός, χώρος εργασίας των αγγειοπλαστών και συνοικία με αρκετή κίνηση. Όλοι εκείνοι που τα πενιχρά τους μέσα δεν τους επέτρεπαν να χαρούν στο σπίτι τους, όπως οι πλουσιότεροι, εταίρες πολυτελείας, οδηγούνται στη συνοικία του Κεραμεικού για να αναζητήσουν την ερωτική διασκέδαση.

     Βεβαίως η πορνεία στην Αθήνα δεν ασκείτo μόνο στους οίκους που θέσπιζε το Κράτος, υπό την εποπτεία και προστασία επίσημων αξιωματούχων και με κανονική καταβολή των οφειλών στο Δημόσιο Ταμείο, αλλά επιπλέον, πολλά μικροεπαγγέλματα που ασκούσαν γυναίκες (όπως οι ανθοπώλιδες της Αγοράς), γίνονταν προκάλυμμα των σεξουαλικών υπηρεσιών προς τους περαστικούς, στην Αθήνα και τον Πειραιά.

     Αν και οι μαρτυρίες συχνότερα αναφέρουν την γυναικεία πορνεία που ήταν ευρέως αποδεκτή, εντούτοις υπήρξε διαδεδομένη και η παιδική πορνεία με επίκεντρο τα νεαρά αγόρια, μια σχέση όμως που γενικά ήταν καταδικαστέα.

 

      Η ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ

 

    Ο όρος παιδεραστία περιέχει τις δύο έννοιες παις (=παιδί) και έράν (ποθώ, ερωτεύομαι). Ενώ ο όρος "παις" σημαίνει γενικά είτε το αρσενικό είτε το θηλυκό παιδί, εντούτοις, στην περίπτωση αυτή αναφέρεται μόνο στο αγόρι και συγκεκριμένα σ' εκείνο που βρίσκονταν προς το τέλος της εφηβείας.

     Ο σύνδεσμος αυτός, ήταν μια ιδιαίτερη μορφή ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, στην οποία κύριος στόχος ήταν η διαπαιδαγώγηση του εφήβου από τον ενήλικο άνδρα που όφειλε να διδάσκει το αγαπημένο του αγόρι πρότυπα συμπεριφοράς και να του δίνει μέτρα αξιών για τη ζωή του. Καθώς η αγωγή σε πολλές περιπτώσεις δεν δινόταν από δημόσια σχολεία αλλά βρισκόταν στα χέρια των ιδιωτών, στο πλαίσιο αυτό ο εραστής, όφειλε να παιδαγωγεί τον νεαρό ώστε να γίνει όμορφος και καλός άνθρωπος (καλοκαγαθία), ένα πρότυπο αρετής που περιελάμβανε σωματική ομορφιά, ηθική ανεπιληψία και μόρφωση. Ως προς το παιδαγωγικό σκοπό της παιδεραστίας, τα κείμενα της ελληνικής γραμματείας δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία.

     Αυτή η ερωτικά χρωματισμένη ιδιότητα του Μέντορος, την οποίαν είχε ένας ενήλικος, ο οποίος εύρισκε ανταπόκριση στο θαυμασμό και στην ευγνωμοσύνη του αναπτυσσόμενου, ήταν η προϋπόθεση που έκανε αποδεκτή μία τέτοια σχέση, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, χωρίς δηλ. τον παιδαγωγικό έρωτα, ήταν απλώς βλαπτική πορνεία ή και παρά φύσιν ασέλγεια (Πλάτ. Νόμοι 636c, 835c - 842a). Αντίθετα, η σεξουαλική επαφή όταν υπήρχε, αποτελούσε μόνο το συμπλήρωμα στον παιδαγωγικό αυτό έρωτα.

    Είναι άξιο αναφοράς ότι αν ένας νεαρός ερώμενος διέπραττε κάτι ανάρμοστο, δε θα του ήταν τόσο οδυνηρό να τον έβλεπε ο πατέρας του, όσο ο εραστής του αφού στα μάτια του αγοριού εκπλήρωνε τη λειτουργία ενός προτύπου που ασφαλώς ήταν στενά συνδεδεμένο με το κοινωνικό γόητρο και την κοινωνική θέση. Άλλωστε, όταν παιζόταν μία θέση για την προτίμηση ενός όμορφου αγοριού με πολλούς θαυμαστές, ο συχνότερα κερδισμένος ήταν ο πιο ισχυρός κοινωνικά άνδρας.

     Η σχέση που αναπτυσσόταν μεταξύ τους, κατέληγε σε μια ισόβια φιλία, αφού έπαυε η παιδεραστική σχέση, όταν ο έφηβος μεγάλωνε και γινόταν άνδρας. Ήταν δεδομένο ότι η σχέση αυτή ήταν πολύ ισχυρή και αυτό είχε μια επιπλέον ιστορική εφαρμογή με τον περίφημο Ιερό Λόχο των Θηβών, όπου στρατολογούνταν αποκλειστικά τέτοια ζευγάρια (Πλούτ. Πελοπ. 287, 6).

      Το κοινωνικά αντιφατικό σε αυτού του είδους τις σχέσεις ήταν πως η δια του πρωκτού γενετήσια επικοινωνία, προκύπτει σαφώς από τα κείμενα ότι εθεωρείτο ταπεινωτική για τον παθητικό συμμέτοχο. Στην αττική κωμωδία, η προσβλητική λέξη καταπύγων (Αριστοφ. Θεσμοφ. 201) ήταν εξαιρετικά μειωτική για τέτοιες σεξουαλικές συμπεριφορές όπως και ο χαρακτηρισμός ευρύπρωκτος (Αριστοφ. Νεφ. 1023).

     Η περιφρόνηση, προς τον παθητικό συνεργό της δια του πρωκτού συνουσίας, βρίσκεται θεμελιωμένη στην αντίληψη, ότι ο άνδρας συμπεριφέρεται θηλυπρεπώς, "κατεβαίνοντας" στο επίπεδο της γυναίκας αφού υποτασσόταν σε άλλο άνδρα ως σεξουαλικό αντικείμενο. Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι δεν υπήρχαν τέτοιες σεξουαλικές συμπεριφορές στα παιδεραστικά ζευγάρια, αλλά οπωσδήποτε επιβεβαιώνει απόλυτη εχεμύθεια προς τα έξω.

 

 Κεντρική σελίδα