Ο έρωτας που άνθισε στο Λεμονοδάσος
«Εγώ έγραφα, εκείνη ζωγράφιζε. Ηταν παράδεισος!»
Το παγκοσμίως γνωστό Λεμονοδάσος του Πόρου, υπήρξε η « άγνωστη φωλιά» ενός μεγάλου έρωτα, ενός ήρωα του δεύτερου παγκοσμίου και μιας πριγκίπισσας.
Η Μπαλάσα το 1920 Ο Λη Φέρμορ το 1995
Εκεί στα 1935, εκτός από τις λεμονιές που άνθιζαν και ευωδίαζε ο τόπος, άνθισε ο έρωτας του γνωστού μας Πάτρικ Λι Φέρμορ που «έφυγε» πρόσφατα (10/6/2011) και της Μολδαβής πριγκίπισσας Μπαλάσα Καντακουζηνού. Ενας έρωτας που τελικά έσβησε άδοξα.
Ο Σερ Πάτρικ «Πάντι» Μάικλ Λη Φέρμορ - με την πολυτάραχη ζωή - γεννήθηκε το 1915 στο Λονδίνο και ήταν ιρλανδικής καταγωγής. Θεωρείται δε σαν ένας από τους σημαντικότερους ταξιδιωτικούς συγγραφείς.
Σε ηλικία 18 ετών, το 1933, πέρασε τη Μάγχη και ξεκίνησε να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Και έφτασε εκεί την Πρωτοχρονιά του 1935. Από εκεί πέρασε στην Ελλάδα, έμεινε στον Άθω και ταξίδεψε στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα μαθαίνοντας τα ήθη και τη γλώσσα της χώρας που έμελλε να γίνει δεύτερη πατρίδα του.
To 1935 o Φέρµορ γνώρισε στην Αθήνα την Μπαλάσα (Μαρία Μπλανς) Καντακουζηνού, μολδαβή πριγκίπισσα με βυζαντινό επίθετο.
Η οικογένεια των Καντακουζηνών ήταν παλαιά οικογένεια βογιάρων (πριγκίπων) της Βλαχίας που είχε τις ρίζες της στο βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό.Η Μπαλάσα ήταν κόρη του Ρουμάνου πριγκιπα Leon Cantacuzene και αδελφή του πρίγκιπα Gregoire Lwovitch Cantacuzene, Συμβούλου στην Πρεσβεία του Λονδίνου. και αδελφή της Helene Cantacuzene.
Ηταν ένας έρωτας κεραυνοβόλος. Η Μπαλάσα Καντακουζηνού ήταν τότε 36 ετών (γεν 1899), δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον νεαρό, 20χρονο, Πάτρικ. Και μόλις χωρίσει από το σύζυγό της, έναν ισπανό διπλωµάτη.
«Συναντηθήκαμε τη σωστή στιγμή και πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου», θα πει αργότερα ο Φέρµορ. «Ηταν ακαριαίο, ταιριάξαµε αµέσως. Φύγαµε μαζί και ζήσαμε σε έναν νερόμυλο στην Πελοπόννησο για πέντε μήνες. Εγώ έγραφα, εκείνη ζωγράφιζε. Ηταν παράδεισος!». (ΤΑ ΝΕΑ Μανόλης Πιμπλής 18-6-11)
Ο νερόμυλος αυτός που δεν αποκάλυψε ο Φέρμορ, ήταν ο νερόμυλος του Καρδάση (Λαζάρου) στο Λεμονοδάσος του Πόρου.
Κάτοικοι του Λεμονοδάσους που τους έζησαν από κοντά,κείνα τα χρόνια, έχουν πολλά να αφηγούνται σήμερα για τον έρωτα εκείνο.
« Εμοιαζαν με δυο ερωτευμένα πιτσουνάκια, μας λένε. Εμείς χαιρόμαστε να τους βλέπουμε, τους βοηθούσαμε, τους κάναμε όποια εξυπηρέτηση ήθελαν, μας λέει ο Α.Κ.
»Εκείνος ένας ψηλός νεαρός, με κάποιες φορές το βλέμμα αφηρημένο, ποιος ξέρει, σκεφτόταν τι θα γράψει.
Και κείνη, μια 35χρονη θεά! Που ζωγράφιζε τον καταρράκτη του μύλου, τις λεμονιές, τα νησάκια απέναντι προς τον Πόρο με το Μοναστήρι. Από κει είχε δεκάδες τοπία να ασχοληθεί. Ακόμα και μένα με είχε ζωγραφίσει, αλλά δεν ξέρω που την έχω τη ζωγραφιά. Αλλά κάποτε έφυγαν για τη Ρουμανία! Μάλλον βαρέθηκε εκείνη. Ηταν και μαθημένη αλλιώς... Πριγκίπισσα βλέπεις...Και στενοχωρηθήκαμε... Φανταστείτε όμως, την έκπληξή μας όταν μετά από 5-6 χρόνια ο Πάτρικ, ξανάρθε σαν κομάντος μαζί με άλλους Αγγλους. Χαρήκαμε που τον είδαμε! Τον ρωτήσαμε για την Μπαλάσα, που είναι, τι κάνει; "Ποιος ξέρει;" Απάντησε και τα λόγια του έκρυβαν θλίψη. Θλίψη ποιος; αυτός που πολεμούσε τον εχθρό με νύχια και με δόντια....διακινδυνεύοντας τη ζωή του! Ισως γιατί ενδόμυχα κάτι του έλειπε!».
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Φέρμορ με φωτογραφία του στον Πόρο το 1935, και δεξιά το ανάκτορο Μπαλένι.
Το ειδύλλιο περιγράφεται στο βιβλίο του Φέρμορ «Λόγια του Ερμή» (εκδ. Άρτεμις Cooper, John Murray 2003) που αναφέρεται στην παραμονή του στο Λεμονοδάσος του Πόρου:
Στην Αθήνα συνάντησε την πρώτη μεγάλη αγάπη της ζωής του, τη Μπαλάσα. Και οι δύο ήθελαν να ξεφύγουν από την πόλη - για να γράψει αυτός, να ζωγραφίσει αυτή: και για πολλούς μήνες ζούσαν σε ένα παλιό νερόμυλο που περιβάλλεται από λεμονιές, με θέα προς το νησί του Πόρου. Αλλά δεν θα μπορούσαν να ζήσουν εκεί για πάντα. Ηρθε η ώρα που η Μπαλάσα πρότεινε να πάνε προς τη Μολδοβλαχία, τη βορειότερη επαρχία της Ρουμανίας, όπου ήταν το σπίτι της, που ονομαζόταν Baleni, από την πριγκιπική καταγωγή της.
Το 1937, λοιπόν, το ζευγάρι μετακινήθηκε στο κτήμα της Μπαλάσα στη χώρα της, στη Μολδοβλαχία της Ρουμανίας. Πήγαν εκεί κοντά στην αδελφή της Μπαλάσα. Ο Φέρμορ αφηγήθηκε: «Οι δύο αδελφές ήταν καλές, όμορφες, θαρραλέες, με ταλέντο και φαντασία, και είχαν βουτηχτεί στη λογοτεχνία και τις τέχνες. Ηταν ευγενικές, εύθυμες, αντισυμβατικές. Ολοι τις αγαπούσαν, το ίδιο κι εγώ».
Ο Πάτρικ Λι Φέρµορ θα αφηγηθεί αργότερα ότι πέρασε στη Ρουμανία δύο χρόνια απολαμβάνοντας τα απομεινάρια ενός κόσμου που χανόταν. «Η οικογένεια της Μπαλάσα, ήταν μέρος ενός παλιομοδίτικου γαλλοτραφούς κόσμου γαιοκτημόνων, που έλεγες ότι ξεπηδούσε από σελίδες του Τολστόι», λέει για αυτή την περίοδο ο Λι Φέρµορ. «Πέρασα τον καιρό μου διαβάζοντας με δικό µου τρόπο το σύνολο της γαλλικής λογοτεχνίας αλλά και παίζοντας σκάκι. Φυσικά και ήθελα να την παντρευτώ αλλά μου είπε....«μη γίνεσαι γελοίος, είμαι πολύ μεγαλύτερή σου».
Ηταν ένας έρωτας που έσβηνε....Το οριστικό τέλος του το προκάλεσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. «Ημασταν έξω για πικνίκ,(Σεπτέμβριος 1939) λέει ο Φέρμορ, κάποιοι από μας έφιπποι και άλλοι σε ανοιχτές άμαξες, όταν κάποιος φώναξε ότι οι Γερμανοί είχαν μπει στην Πολωνία. Πήρα αμέσως την απόφαση: αν ξεσπούσε πόλεμος έπρεπε να καταταγώ στον στρατό. Πίστευα ότι θα τελείωνε σε έξι μήνες».
Ο Φέρμορ γύρισε στην Αγγλία και κατατάχτηκε στην Ιρλανδική Φρουρά, με τη γνωστή δράση.
Κι από τότε δεν ξαναείδε την Μπαλάσα για 25 χρόνια. Οι δύο αδελφές έγιναν νοσοκόμες.
Με το τέλος του πολέμου (1946) έκλεισαν τα σύνορα, η Μπαλάσα δεν μπορούσε να βγει πια από τη Ρουμανία, ούτε ο Λι Φέρμορ να μπει σ’ αυτήν. Οταν κάποτε κατάφερε να βρει τρόπο και να ταξιδέψει στη χώρα ως δημοσιογράφος, (1965) βρήκε την Μπαλάσα να ζει μέσα στη φτώχεια, σε μια σοφίτα του Βουκουρεστίου, κερδίζοντας το ψωμί της ως δασκάλα αγγλικών, γαλλικών και ζωγραφικής (όταν η Μπαλάσα ήταν 66 ετών κι ο Φέρμορ 50).
Η Οικογένεια των Καντακουζηνών είχε χαρακτηριστεί «στοιχεία με σάπιο παρελθόν» και τα κτήματά τους δημεύτηκαν από το καθεστώς Τσαουσέσκου. Τα έχασαν όλα. Η πολιτοφυλακή μπήκε στο σπίτι τους και έδωσε στις δύο αδελφές ένα τέταρτο προθεσμία για να μαζέψουν τα πράγματά τους, μία βαλίτσα η κάθε μία. Το μέγαρό τους μετατράπηκε σε άσυλο ψυχοπαθών.
«Καθήσαµε μαζί για 48 ώρες, έγραψε ο Φέρμορ, σχεδόν χωρίς να κοιμηθούµε, γελώντας όλη την ώρα, λέγοντας ο ένας στον άλλο, «Θυµάσαι;» Ηταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα, μία ώρα,,,,Η Μπαλάσα τα έβλεπε όλα με στωικό και γοητευτικό τρόπο. Ηταν σπουδαία γυναίκα. Ζήσαμε όλες αυτές τις ώρες με τις αναμνήσεις... Αλλά ερωτικά όλα έμοιαζαν άνοστα. Αλλωστε εγώ εκείνη την εποχή ήμουν με την Τζόαν…» διευκρίνισε ο Φέρμορ. Μετά από λίγα χρόνια η Μπαλάσα πέθανε. Στο μεταξύ τα πράγματα είχαν αλλάξει κάπως, και κηδεύτηκε πριγκιπικά. Η δε σαρκοφάγος της αργότερα τοποθετήθηκε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Ρουμανίας.
Η σαρκοφάγος της πριγκήπισσας Μπαλάσα Καντακουζηνού. Δεξιά το παλάτι της οικογένειας στο Βουκουρεστι. (Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια)
Ο δεύτερος έρωτας του Πάτρικ με την φωτογράφο Τζόαν Ελίζαμπεθ Ρέινερ - κι αυτή ήταν μεγαλύτερή του 3 χρόνια - κατέληξε σε γάμο το 1968. Με την οποία ζούσαν τον περισσότερο καιρό στο σπίτι που οι ίδιοι σχεδίασαν στην Καρδαµύλη και λίγους μόνο μήνες του χρόνου περνούσαν στην Αγγλία. Με την Τζόαν επισκεπτόταν τα τελευταία χρόνια το Λεμονοδάσος. Είτε για να θυμηθεί την αντιστασιακή δράση του εναντίον των Γερμανών, είτε τον πρώτο έρωτά του με την Μπαλάσα.
Με την Τζόαν δεν απόκτησε παιδιά - πέθανε το 2003 στα 91 της χρόνια.
Βασίλης Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής
21 - 6 - 2011
© KOUTOUZIS.GR Αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή www.koutouzis.gr .