Οι περιπέτειες 
του Μπίλυ Κουτού

      Ευθυμογραφήματα...

 

    ΕΥΘΥΜΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΥΕΝΕΔ - ΕΡΤ

 

 

 

                             Η  ΗΛΕΚΤΡΟΠΛΗΞΙΑ…..

 

     Σας  μιλάω  με κόπο  από το κρεβάτι   του νοσοκομείου   όπου βρίσκομαι  με τη μύτη σπασμένη, με μερικά  πλευρά σπασμένα, με…με….

    Όμως πρέπει να το κάνω, πρέπει να σας πω τον πόνο μου, πρέπει να σας  προλάβω να μην  το πάθετε  και σεις.. Τι εννοώ…. Ααααχ…  ακούστε…..

    Περπατούσα   στην οδό  Σταδίου, δίπλα σε μια οικοδομή. Τότε μέπιασε δυνατή φαγούρα στην πλάτη. Προσπάθησα  να ξυστώ με το χέρι μου αλλά δεν έφτανα το σημείο της  φαγούρας…που ήταν  δυνατή.

    Τότε σκέφτηκα  τι κάνουν  τα γαϊδούρια: ξύνονται  όπου βρούν.

    Πήγα λοιπόν κοντά σε μια κολόνα της ΔΕΗ, ακούμπησα  την πλάτη μου  κι άρχισα να ξύνομαι…Αααχ   τι ανακούφιση  ήταν εκείνη….

   Όμως ξαφνικά  είδα  έναν  εργάτη  από την απέναντι  οικοδομή να βουτάει ένα καδρόνι  και να με αρχίζει, που σε πονεί και που σε σφάζει….

    Εβαλα  τις φωνές:

--Ωοοοχ….ωοοοοχ,  γιατί με βαράς ανθρωπέ  μου;

    Αλλά  εκείνος συνέχιζε… και μ έκανε τα αλατιού…. Σταμάτησε  μόνο όταν  ξεκόλλησα  από την κολόνα.

---Γιατί  με βάραγες; …. Μπόρεσα να τον ρωτήσω….

---Μα νόμισα πως είχες πάθει  ηλεκτροπληξία και προσπαθούσα  να σε ξεκολλήσω  από την  κολόνα  της ΔΕΗ….

    Τότε  λιποθύμησα….

     Απ ότι έμαθα μετά  με μάζεψε το ασθενοφόρο. Και  τώρα όπως σας είπα  στην  αρχή, είμαι   στο νοσοκομείο… Ααααχ… απ όπου  σας συμβουλεύω:

     Αν σας έρθει  να ξυστείτε,  βάλτε  πρώτα τις φωνές:

     ----ΠΡΟΣΟΧΗ….ΞΥΝΟΜΑΙ!…….

 

                          ΤΟ ΜΠΙΜΠΕΡΟ……

 

             Ητανε  πολύ άτιμος μπέμπης. Μας είχε  σκάσει όλους μέσα στο  τρένο. 'Αμάν το πείσμα  του.

             - Ελα μωρό μου, πιες το γά­λα σου, επέμενε  η  γιαγιά και τού­δινε το μπιμπερό.

            'Αλλ' αυτός:

             - Οοαο...

             - Ελα  μπέμπη μου το γαλατά­κι σου, ξανάλεγε εκείνη  και τούχωνε το μπιμπερό στο στόμα.

            -  Πφσσσ., όμως  ο μπέμπης.

            -  Ελα γιατί θα μας το φάνε οι κύριοι, επέμενε η γιαγιά.

            -   Αστον καλέ μαμά, μίλησε η κόρη της και μαμά του  μπέμπη.

                 -  Τί  λες  καλέ; είναι η ώρα του να  φάει. Να πάθει τίποτε το παιδί; Και δώστου το    μπιμπερό:

            -  Ελα, άνοιξε το στοματάκι σου…..

           - Πφσσσ...

           - Ελα, το μωρό  μου…

           -  Πφσσσ...

          Φυσερό ήτανε…..

            - Ελα γιατί  θα το δώσω σ' άλλο   μωρό...

        Τίποτα όμως ο μούργος.  Ταλαι­πωρούσε τη γιαγιά του, ταλαιπω­ρούσε το τρένο, ταλαιπωρούσε εμάς. 'Αλλά  και  η  γιαγιά του δεν τόβαζε κάτω:

           - Ελα μπούλη μου, λίγο γα­λατάκι άπ'  την γιαγιάκα...

            - Μμμμμμμ……

           -  Ελα του...

           -  Μμμμμμ..

           -  Ελα γιατί θα το δώσω του  κυρίου, είπε κι' έδειξε  εμένα..,

           -   Μμμμμμ…...

           - Θα  το δώσω να το φάει, είπε, και τόφερε κοντά   μου.

           - Μμμμ...

Μούξι   μούργο. Φάτο να μας α­φήσει ήσυχους...

           -  Μμμμμμ…

           -   Να  θα το  φάει ο κύριος. Και συ  δε   θάχεις   τίποτα...

                   Είπε νευριασμένη  η   γιαγιά και  μούχωσε  το   μπιμπερό στο στόμα.­

      --------ΜΜΜΜ….μμμμμ…..

       Αυτά τα  μμμ ήταν δικά  μου. 'Αφού ξεμπούκωσα το μπιμπερό, τάρπαξα και το πέταξα από το πα­ράθυρο.

       Λίγο έλειψε να πετάξω και το μωρό. Γιατί τ'  αφιλότιμο  είχε ξεκαρδιστεί   στα γέλια   από το  φιάσκο  μου…….

 

                            ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ

 

       Τι τα ήθελα τα βαφτίσια; Δεν μου λέτε; Δεν καθόμουνα στ' αβγά μου καλλίτερα;

    'Αλλά να. 'Από καιρό μ' έτρωγε ο συνάδελφός μου ο κ. Πίπιζας, από τη Βλαχοκερασιά της Γορτυνίας:

- Κύριε Μπίλη, ο γιος μου περιμένει να τον βαφτίσετε...

- Άσε να περάσει λίγος καιρός Θανάση μου. Να στρώσουν τα οικο­νομικά μου. Να του κάνω και κάτι του παιδιού....

- 'Εμ πότε; Κοντεύει να φτάσει τα δύο...

- 'Ε, τότε να το βαφτίσουμε ! ! ..

- Αυτό λέω. Πότε λοιπόν;

Και τ' απεφάσισα.

- Την παραμονή  της Παναγίας. Τόπα έτσι, χωρίς να το σκεφτώ. Μας έμεναν, όμως,

πέντε μέρες ως τότε. Τότε ο Θανάσης μούσκασε και το μυστικό:

- Ξέρεις Μπίλη, η γυναίκα μου επιμένει να του βγάλουμε το όνομα του πεθερού μου.

- Ε, και τι με νοιάζει εμένα;

- Όχι λέω...

- Να  μη λες..,

- Να, για ν' αποφύγω τους καυγάδες με τους δικούς μου θα το βαφτίσουμε κρυφά απ' αυτούς. Αυτοί θέλουνε να του βγάλουμε το όνομα του πατέρα μου……

Τότε ρώτησα τον εαυτό μου:

- Μπίλη, λες να φας πάλι ξύλο;

- Δεν πιστεύω. Τι δουλειά έχεις εσύ; απάντησε  εκείνος.

Και  ήρθε η ημέρα του μυστηρίου. Μούδωσαν να βαστάω τον μπέμπη - με... κατούρησε κι' όλας - κι' άρχισε ο παπάς την ψαλμωδία.

- Τ  όνομά του; με ρώτησε ο πα­πάς.

- Βαγγέλης, τούπα εγώ. Έτσι μούχαν πει.

- Γιάννης, παπά μου, Γιάννης, φώναξε μια γριά από την είσοδο. Τότε έγινε το κακό. Τα συμπεθεριά  άρχισαν να βρίζονται,  να πετά­νε καρέκλες, να σπάνε τα πάντα, και από γροθιές και βρισιές άλλο να σας τα λέω και άλλο να βλέπε­τε…..

- Σταθείτε, φώναξα εγώ. Τις παλιές καρέκλες να πετάτε...

  Τι  ήτανε να μιλήσω. Με πήρε χαμπάρι ο κουνιάδος του φίλου μου και μου ξαμόλησε μια καρέκλα. Νευ­ρίασα εγώ.

- 'Ακούς  εκεί  εμένα...

Και μη βρίσκοντας τίποτα άλ­λο  του εξεσφενδόνισα  το  μωρό  που.. κράταγα.

   Οχι, κοροΐδο  ήμουνα...!!!!….

 

                  ΠΑΡΑ  ΛΙΓΟ   ΜΠΑΜΠΑΣ

 

       Βρε τι κόντευα να πάθω!! Βρε πως σώθηκα!! Βρε τι "Άγιο είχα!! "Άλλο να σας το λέω κι' άλλο να σας συμβαίνει.

      'Ακούστε, όμως, τι  έπαθα:

      Είχα προ καιρού συνδεθεί με μια δεκαεξάρα, τη Φιφή. Δεν λέω, μ' αγαπούσε. Κι' εγώ τη συμπαθούσα. 'Αλλά ήτανε πολύ παλαβό το καημένο το κοριτσάκι. Έτσι, της είπα πως περίπτωση  γάμου δεν υπήρχε. Το πήρε κατάκαρδα, μα με άφησε ήσυχο.

     'Ως προχθές, που μούρθε στο γραφείο με κοιλιά, σαν νάτανε στο μήνα της……

- Μπίλη (είχε  βλέπετε θάρ­ρος... )

- Βρε, ή Φιφή...

- Μπίλη, ο μπέμπης...

- Ο ποδοσφαιριστής;...

- "Άσε τις κρυάδες..,

- ' Ε, τότε;

- Ο μπέμπης, που θα θέλει τον  μπαμπά του...

- Ε, να του τον βρούμε...

- Πώς να του τον βρούμε αφού εσύ δεν με παντρεύτηκες ακόμη, κι' εγώ κοντεύω να γεννήσω;

- Δηλαδή, δικό μου είναι το παιδί ;

- Δικό σου! ! !....

- Δεν θυμάμαι τίποτα...

- Ήσουνα   μισοκοιμισμένος...

- Χά.  μισοκοιμισμένoς  εγώ, και...

- Ναι, και δεν το θυμάσαι...

Τι λένε βρε παιδιά  τώρα; Τι κά­νουν; Τη διώχνουν, την δέρνουν, την στέλνουν στον αγύριστο; Τι.... Μα για στάσου... Κάτι θυμάμαι πως έγινε...

- Λες; ρώτησα τον εαυτό μου.

- Πάψε βλάκα, μούπε εκείνος.

- Γιατί;...

- 'Εσύ δεν μπορείς να κάνεις τέ­τοια πράγματα.

- `Ορίστε; Τι λες κύριε εαυτέ, (θύμωσα εγώ). 'Εγώ τόκανα, δικό μου είναι το παιδί. Και θα το πά­ρω...

    Αυτά του είπα για να τον σκά­σω. Έλα όμως που τα άκουσε ή Φιφή.

- Μπράβο Μπίλη μου. Τόξερα εγώ πως δεν θα μάφηνες μ' ένα μω­ρό  στην αγκαλιά.

    Και πες, πες με κατάφερε. Πήγαμε λοιπόν στα  γραφεία  μιας εφημερίδας  να δηλώσουμε το γά­μο, Αφού δώσουμε την αγγελία  και κατεβαίναμε, η Φιφή σκόνταψε σ' ένα σκαλοπάτι. Με το σκουντούφλημά της, ξέφυγε ένα... μαξιλάρι που κύλησε στα σκαλιά. 'Αμέσως χάθηκε και   η... εγκυμοσύνη.

- Ατιμη…… της  μούγκρισα.

- Συγχώρα με Μπίλη μου, τό­κανα για να σε παντρευτώ……

- Θα σε σφάξω, έσκουξα, και έτρεξα να πάρω πίσω την αγγελία.

  Βρε τι  κόντευα να πάθω!!!!!……

 

                     ΤΟ ΑΝΟΙΧΤΟ... ΝΤΕΚΟΛΤΕ

 

    Πήγαινε στην  Αθήνα  με το λεω­φορείο. Και καθόταν αναπαυτικά σ' ένα από τα καθίσματά του.

   Eγώ, στεκόμουν όρθιος δίπλα της - δεν είχε άλλες θέσεις. Ήμουν σχεδόν στριμωγμένος γιατί ο κόσμος ήταν πολύς. Μα το στρί­μωγμα   για καλό...

    Από κει πάνω είχα καλή θέα. Το ανοιχτό ντεκολτέ, αποκάλυπτε ένα γεμάτο  φρούτα περιβόλι. Ένα «θένκς γιου βέρυ μάτς» πρόδωσε πως ήταν  Αγ­γλίδα.

Και σκέφτηκα: Μπράβο Αγγλία, μπαξέδες που τους έχεις. Άμ’ αυτή η «μίνι» τι αποκάλυπτε!!!… Και έ­πειτα σου λέει, πως οι Άγγλοι ασχολούνται πολύ λίγο με τις γυναίκες. Τους βλάκες. Τους ηλίθιους...

Εκεί επάνω έγινε το κακό.  Από μια απότομη κίνηση  μούφυγε από το χέρι μου το εισιτήριο και έπεσε, πού λέτε;... Αμ δεν πάει ο νους σας. Στο ανοιχτό ντεκολτέ της Αγγλίδας.

    Μόλις τόνοιωσε στο στήθος της, γέλασε ξεκαρδιστικά,  και είπε:

-  Οου γιορ τίκετ... (όου το εισιτήριό σας...).

- (Αχ και νάμουν εισιτήριο σκέφτηκα κι' απάντησα αγγλιστί): Σόρυ. Γκιβ μοι πλήηζ ίτ... (Συγ­γνώμη. Δώστε μου το παρακαλώ...).

- Ο νόου.. (Και για να μη σας κουράζω με τ' Αγγλικά). Πάρτε το μόνος σας.., είπε πονηρά.

    Έκπληξη στο λεωφορείο.

- Ορίστεεεε...

- Είπα. Πάρτε το μόνος σας...

- Δε   θάμαστε   καλά...

- Δεν θέλετε;...

- Θα καώ... (χάχανα στο λεω­φορείο),

Γέλασε πάλι ξεκαρδιστικά...

 - Ο, ντεν καίει...

- Πριτς, δε σφάξανε....

  Μα να  που σφάξανε. Κείνη την στιγμή πλησίασε ο ελεγκτής.

- Το εισιτήριό σας....

- Δεν... δεν... Να... έπεσε μέ­σα στο.... ντεκολτέ της δεσποινίδας…. - Ε, πέστε της να το πιάσει…..

-  Της τόπα αλλά αρνείται...

-          Τότε θα πληρώσετε  το  πρόστιμο….Που  ξέρω εγώ τι εισιτήριο ήταν αυτό...

 - Ευχαρίστως, είπα κι' έκανα να βγάλω το πορτοφόλι μου....

Με είδε η  αγγλίδα και έβαλε τις φωνές:

- Ο, νόου. Πιάστε το, ντεν πει­ράζει. Εγώ βλέπετε μόλις έβαψα  νύχια μου και  ντεν  πρέπει   χαλάσω. Πιάστε το  ντεν  πειράζει...

- ... ! ! ( τ ί   να  πω   τάχασα) .

Και οι  επιβάτες όλοι  μαζί...:

-          Άντε ντε, μας έσκασες, πιάστο....

Και τ' αποφάσισα. Aη στο  κα­λό. Τι άντρας   ήμουνα.... Και βούτηξα το χέρι μου στο  κορσάζ της αγγλίδας..

- Οκέϋ είπε εκείνη, ενώ τόδινα στον ελεγκτή, και μου χαμογέλασε συγκαταβατικά...

- 'Εντάξει, είστε και ο ελεγκτής   που το είδε.

Ο εαυτός μου όμως είπε:

 -Κολοκύθια, τι   εντάξει; Πώς σβήνει τώρα η φωτιά που άναψε;...

 

                                                                                Δια  το  πιστόν

                                                                      ΒΑΣΙΛΗΣ  ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ

 

Αρχή σελίδας

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ  ΣΕΛΙΔΑ