Συνημμένο στο http://www.koutouzis.gr/megali.ellada.htm
Ελληνες-Αρβανίτες,Τουρκαλβανοί, Τσάμηδες
Με το σημείωμα αυτό δεν επιδιώκουμε να θίξουμε του Αλβανούς οικονομικούς μετανάστες που ζουν και εργάζονται στη χώρα μας. Αυτοί προέρχονται από μια άλλη Αλβανία, με άλλα δεδομένα.
Σήμερα ο θρησκευτικός φανατισμός ( Μουσουλμάνοι, Καθολικοί, Ορθόδοξοι) δεν έχει θέση στην αλβανική κοινωνία, καθώς άνθρωποι διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων ζουν αρμονικά μεταξύ τους.
Απλά προσπαθούμε να αναλύσουμε το θέμα "Αρβανίτες Χριστιανοί, Μωαμεθανοί κλπ".
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ
Τους "Αρβανίτες" αυτούς, Ελληνικής καταγωγής είχαν φέρει κυρίως στην Αττική, την Εύβοια και την Πελοπόννησο, για να πυκνώσουν κάπως τον πληθυσμό της ρημαγμένης από τις επιδρομές χώρας, ο Μανουήλ Καντακουζηνός το 1350, ο Νέριος Ατζαϊόλης το 1384 και ο Θεόδωρος Παλαιολόγος το 1405.
Μετά την Άλωση της Πόλης, ο Μωάμεθ ο Πορθητής, κατά την επικράτησή του στην Πελοπόννησο, 1459 και 1460, έδωσε εντολή να εξολοθρευτούν οι Αρβανίτες αυτοί γιατί ήταν Χριστιανοί. Ετσι οι Αρβανίτες που ζούσαν στο Ναύπλιο και τον εύφορο αργολικό κάμπο, διέφυγαν προς την Τροιζηνία, το Γαλατά, την Τροιζήνα, τον Πόρο, στα Μέθανα και τα άλλα χωριά. Ακόμη την Υδρα και τις Σπέτσες. Καθώς και σε νησιά του Αιγαίου.
Ένας δεύτερος εποικισμός έγινε το 1540, όταν παραδόθηκαν και οι υπόλοιπες Ενετικές κτήσεις στους Τούρκους, κυρίως της Μονεμβασίας.
Να σημειωθεί εδώ ότι οι μετανάστες εκείνοι, ποτέ δεν ονόμασαν τους εαυτούς τους Αρβανίτες. Αρβανίτες τους ονόμασαν οι γηγενείς της Ελλάδας, όπως συνήθως ονομάζουν κάποιον που πάει από άλλο μέρος, κατά το Σοφικίτες, Βατικιώτες, Υδραίοι, Ποριώτες και άλλοι, από τον τόπο προέλευσης.
Μια απόδειξη είναι ότι και ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του, όταν αναφέρει τη λέξη "Αρβανίτης", εννοεί "Τουρκαλβανός".
Σήμερα οι απόγονοι των Ελλήνων-Αρβανιτών που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα πριν 650 χρόνια, έστω κι αν κάνουν "Αρβανίτικους" Συνδέσμους και Συλλόγους, δεν δέχονται καν ότι είναι Αρβανίτες - Αλβανοί, αλλά Ελληνες από την Αλβανία. Και τονίζουν ότι οι μακρινοί πρόγονοί τους εκείνοι ήταν απόγονοι γηγενών αρχαίων Ελλήνων, της περιοχής Αλβανίας ή μεταναστών από την Αρκαδία ή άλλες περιοχές.
Από αυτούς τους Ελληνες – Αρβανίτες, - πολλοί εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την αρβανίτικη διάλεκτο και στις μέρες μας για τη συνεννόησή τους με τους σημερινούς Αλβανούς οικονομικούς μετανάστες - προήλθε μεγάλος αριθμός αγωνιστών του 1821, όπως αναφέρουν διάφορες πηγές, μεταξύ των οποίων οι:
= Ανδρέας Μιαούλης ή Ανδρέας Βώκος, ναύαρχος, αργότερα πολιτικός.
= Αθανάσιος Μιαούλης γιος του προηγουμένου, στρατιωτικός, Πρωθυπουργός.
= Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η μόνη γυναίκα μέλος της Φιλικής εταιρίας.
= Παύλος Κουντουριώτης ναύαρχος, αργότερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
= Γεώργιος Κουντουριώτης
= Δημήτριος Βούλγαρης
= Αντώνιος Κριεζής, ναύαρχος αργότερα Πρωθυπουργός.
= Αλέξανδρος Κορυζής, Πρωθυπουργός του 41, και άλλοι.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: Από αριστερά προς δεξιά: Αθανάσιος Μιαούλης (1815 - 1867), Αντώνιος Κριεζής (1796 - 1865), Παύλος Κουντουριώτης (1855 - 1935) και Θεόδωρος Πάγκαλος (1878 - 1952).
Ελληνο - Αρβανίτης ναυτικός Αλέξανδρος Κορυζής Μπουμπουλίνα
με παραδοσιακή φορεσιά. Πρωθυπουργός του 41
ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΤΟΥΡΚΑΛΒΑΝΟΙ
Μερικοί από τους σημερινούς Αλβανούς, από άγνοια ή σκοπιμότητα δεν ξέρουμε, συχνότατα προσπαθούν να εμφανίσουν τους Αρβανίτες εκείνους ως προγόνους των, τονίζοντας ότι οι μισοί ήρωες του 1821 ήταν Αρβανίτες-Αλβανοί.
Υποστηρίζουν π.χ. ότι:
**** Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν Αρβανίτης. Και μουσουλμάνος επίσης.
**** Ο Κολοκοτρώνης - αναφέρεται ως αρβανίτικης καταγωγής - φυλακίστηκε γιατί οραματιζόταν τη δημιουργία ενιαίου κράτους μεταξύ Ελλήνων κι Αρβανιτών (Αλβανών) με σημαία το σταυρό και την ημισέληνο(!).
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι τόσο ο Γέρος του Μωριά, όσο και οι άλλοι αγωνιστές και οπλαργηγοί, έστω και αν είχαν Ελληνο-αρβανίτικη καταγωγή, είχαν βασικές και ουσιώδεις διαφορές με τους Τουρκαρβανίτες. Διότι πώς αλλιώς ο Κολοκοτρώνης, εκτός των άλλων, όπως ο ίδιος αναφέρει στα απομνημονεύματά του, κατά την Αλωση της Τριπολιτσάς, θα εξολόθρευε 32.000 Τούρκους και Αρβανίτες-Αλβανούς.
**** Προβάλλεται επίσης πως ο Μάρκος Μπότσαρης είχε αδελφικό φίλο κάποιο μουσουλμάνο Αρβανίτη. Κι αν ήταν έτσι; Γιατί τότε ο Μπότσαρης σε επιστολή του στους Έλληνες λέει: "Η ιερά σημαία του Σταυρού κυματίζει. Ο όφις επατάχθη από τον Σταυρόν. Ελευθερία! Θρησκεία! Ιδού το έμβλημα ημών";
Και δεν κάνουν κουβέντα για τους μουσουλμάνους Αρβανίτες – Αλβανούς, τους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά και των άλλων, εκείνους που το 1821 πολέμησαν στο πλευρό των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων. Κι όχι μόνο πολέμησαν, αλλά οι μουσουλμάνοι Αλβανοί-αρβανίτες, οι λεγόμενοι Τουρκαλβανοί ήταν από τους χειρότερους εχθρούς των Ελλήνων, και σε τέτοιο σημείο που ειπώθηκε πως το 1821 δεν πολεμούσαν Έλληνες κατά Τουρκικών στρατευμάτων, αλλά κατά Τουρκαλβανών. Οι Μωαμεθανοί Αρβανίτες ήταν οι καλύτεροι «σφάχτες» των Τούρκων.
Αν αυτοί ένοιωθαν τόσο φίλοι και ομοεθνείς με τους Ελληνες, γιατί τους πολέμησαν και το 1821, αλλά και παλιότερα στα Ορλωφικά; Το ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας γίνονταν συμμαχίες μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών αρβανιτών, του τύπου "σήμερα συμμαχώ μαζί σου", για να "σε πολεμήσω αύριο" (χωρίς εμπιστοσύνη), αυτά ήταν ζητήματα ευκαιριακού προσωπικού τυχοδιωκτισμού, πολύ συνηθισμένου μεταξύ ημιπαράνομων ανυπότακτων ανταρτών, στις καταστάσεις χάους της Τουρκοκρατίας, που συμβαίνει, εξάλλου, παντού σε άναρχες καταστάσεις.
Και που δεν πήραν μέρος οι Αλβανοί αυτοί. Τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, σε διάφορα μέρη ήταν εγκατεστημένοι Τουρκαλβανοί «σπαχήδες», των οποίων κύριο έργο ήταν η είσπραξη των φόρων της Πελοποννήσου.
Ας δούμε και μερικές από τις μάχες:
1805 - 1807.- Η πρώτη σύγκρουση του Κατσαντώνη με τους Τουρκαλβανούς ήταν στην Κρύα Βρύση Ευρυτανίας όπου οι 300 Τουρκαλβανοί υπό τον Δερβέναγα Ιλιάσμπεη έπαθαν μεγάλη πανωλεθρία. Ο Ιλιάσμπεης σκοτώθηκε από τον ίδιο τον Κατσαντώνη. Ο Γιουσούφ Αράπης τον διαδέχεται τότε στην καταδίωξη. Τούτος φτάνοντας στην Κατούνα έστειλε εναντίον του τον Κουτσομουσταφάμπεη με 150 άνδρες. Ο Αράπης πιάνει πέντε προκρίτους ως τροφοδότες του Κατσαντώνη. Ενώ οι Τουρκαλβανοί γύριζαν στον Γιουσούφ χτυπήθηκαν από τον Κατσαντώνη κοντά στην Κεχρινιά του Βάλτου και εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι.
Ο Αλή Πασάς θορυβημένος από τη δράση του Κατσαντώνη κάλεσε το Βελη-Γκέκα και τον έστειλε το 1807 στα Άγραφα. Ήταν αρχές Μάη. Ο Κατσαντώνης στρατοπέδευσε στη Χρύσω. Ο Γκέκας έχοντας μαζί του 400 Τουρκαλβανούς έφτασε στην Σκόρτσα του Προσηλιάκου προς το μέρος του Μαράθου, όπου και στρατοπέδευσε. Σύντομα ακολούθησε επίθεση από το Βελη-Γκέκα και σύγκρουση με τον Κατσαντώνη. Εκεί ο Βέλη Γκέκας, στη μάχη του Αλαμανού, κοντά στον Προσηλιάκο των Αγράφων, βρήκε το θάνατο από βόλι του Κατσαντώνη. Οι Αρβανίτες, μετά τη σύγκρουση, μάζεψαν τους νεκρούς τους στα Γάβρενα κι εκεί τους έθαψαν στη θέση "μνήματα". Τον Βελη-Γκέκα τον έφεραν στη Χρύσω και τον έθαψαν στο "Τουρκόμνημα", μέσα σε λαξευτό μνήμα. Απ' αυτό σώζονται και σήμερα ακόμη δυο πέτρες του και ένα κιονόκρανο.
1821,22 Απριλίου. Ο Αθανάσιος Διάκος και οι άνδρες του, τον πρώτο χρόνο της επανάστασης των Ελλήνων, προσπάθησαν ν’ ανακόψουν την πορεία των Τούρκων προς τα νότια, στη μάχη της Αλαμάνας. Οι Τουρκαλβανοί του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ όρμησαν με λύσσα εναντίον των ολιγάριθμων μαχητών, οι οποίοι επαναλαμβάνοντας την ιστορία των προγόνων τους «όρισαν τους εαυτούς τους να φυλάγουν Θερμοπύλες». Μια χούφτα Έλληνες τόλμησαν να υψώσουν το ανάστημά τους, ν’ αντιταχθούν στις πολυάριθμες και βαριά οπλισμένες ορδές των αλλόθρησκων κι έπεσαν στον «υπέρ πάντων αγώνα». Τελευταίος δολοφονήθηκε – όπως είναι γνωστό - ο Διάκος που, αφού αιχμαλωτίστηκε, αρνιόταν πεισματικά ν’ αλλαξοπιστήσει δηλώνοντας:«εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θα πεθάνω».
1822, 2 Απριλίου. Στη μάχη Υπάτης, όπου κατόπιν σύσκεψης με τον Υψηλάντη, επιτέθηκαν οι οπλαρχηγοί Κοντογιάννης, Πανουργιάς, Σκαλτσάς και Σαφάκας. Κατάφεραν να κυριεύσουν την πόλη, αλλά όχι και το φρούριο, πάνω από αυτήν, στο οποίο υπήρχαν οχυρωμένοι 1500 Τουρκαλβανοί.
1822, 4 Ιουλίου. Στο Πέτα της Άρτας, 6000 Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν και νίκησαν 2000 επαναστατημένους Έλληνες και πολλούς φιλέλληνες.
1822.- 6.000 Τουρκαλβανοί, υπό τους Ομέρ Βρυώνη και Αγο Μουχουρδάρη, επιτέθηκαν εναντίον 300 Σουλιωτών υπό τον Γεώργιο Δράκο, στο χωριό Ναβαρίκο. Οι Έλληνες ενισχύθηκαν από άλλους 500 Σουλιώτες υπό τον Νότη Μπότσαρη, και μετά από αγριότατη μάχη 20 ωρών οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν με μεγάλες απώλειες.
1823.- Οι Τουρκαλβανοί παρέδωσαν το φρούριο της Ακροκορίνθου στον Θ.Κολοκοτρώνη μετά από διαπραγματεύσεις και υπό τον όρο να αποχωρήσουν για την Θεσσαλονίκη με τον οπλισμό τους. Την προστασία της επιβίβασης στα πλοία ανέλαβε ο Νικηταράς.
1854, 28 Μαίου. Ο Θόδωρος Ζιάκας, που πίστευε πως αν κρατήσει το Σπήλαιο ελεύθερο, θα πετύχαινε η επανάσταση στην περιοχή, δε δέχτηκε τη διαμεσολάβηση ξένων διπλωματών για να φύγει απ αυτό και έτσι για πέντε ημέρες, από τις 28 Μαΐου του 1854 μέχρι και τη 1 Ιουνίου, έρχεται αντιμέτωπος με τον εχθρό, παρά την ανωτερότητα, σε αριθμό πολεμιστών. Στην ιστορική αυτή μάχη, έχασαν τη ζωή εκατοντάδες Τουρκαλβανοί, σε αντίθεση με τις ελάχιστες απώλειες των Ελλήνων.
ΟΙ ΤΣΑΜΗΔΕΣ
Ιστορικά οι Τσάμηδες εμφανίζονται κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε ορισμένα μέρη της Ηπείρου, ως Τουρκαλβανοί αποκαλούμενοι αργότερα Τουρκοτσάμηδες ή Αλβανοτσάμηδες, ήταν δε όλοι Μουσουλμάνοι.
Τσαμουριά ονομάζονταν η περιοχή που καταλαμβάνει σήμερα ο νομός Θεσπρωτίας συν κάποια τμήματα του νομού Πρεβέζης (περιοχή Πάργας) ίσως και λίγο από τα δυτικά όρια του Ν. Ιωαννίνων. Οι λεγόμενοι Τσάμηδες, ήταν οι πασίγνωστοι Τουρκαλβανοί του Αλή Πασά. Επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Τουρκαλβανός Αλή Πασάς – είχε γεννηθεί στο Τεπελένι της Αλβανίας-, που ήταν εξαιρετικά φιλόδοξος και ήθελε να γίνει Σουλτάνος στη θέση του...σουλτάνου, οργάνωσε τη φρουρά και το στρατό του με μουσουλμανικό πληθυσμό που ήρθε στα μέρη εκείνα από την Αλβανία. Και τους παραχώρησε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, βοσκοτόπια κλπ, που φυσικά δεν ήταν δικά του. Απλά τα είχε καταλάβει.
Κατά μια εκδοχή, το όνομά τους οι Τσάμηδες το πήραν από το ποταμό Καλαμά ή Θύαμη που εκβάλλει κοντά στην Ηγουμενίτσα. Κατ’ αυτήν: «Τσάμηδες καλούνται οι περί του Θύαμιν οικούντες, Θυάμηδες και κατ’ επέκτασιν Τσάμηδες». Γι αυτό και Τσαμουριά ονομαζόταν περιοχή της Θεσπρωτίας όπως της Παραμυθιάς, Φιλιατών, Πάργας και Μαργαριτίου.
Υπήρχαν Τσάμηδες και «Τσάμηδες». Δηλαδή Τσάμηδες Τουρκαλβανοί, Μουσουλμάνοι και Ελληνες Χριστιανοί που κατάγονταν από την ίδια περιοχή και είχαν πάρει το προσωνύμιο Τσάμηδες, ή το επώνυμο Τσάμης ή Τσιάμης επειδή κατάγονταν από την περιοχή αυτή. Αλλο όμως αυτοί και άλλο οι Τσάμηδες του 1912 του 1923 και του 1940.
Με την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1912, μέρος αυτού του πληθυσμού των Τσάμηδων έφυγε και επέστρεψε στην Αλβανία.
Το 1923, που έγινε η ανταλλαγή Μουσουλμάνων με Έλληνες Μικρασιάτες, οι Τσάμηδες αριθμούσαν περί τις 17 με 22 χιλιάδες. Λέγεται, ότι τότε ο μεγάλος Έλλην πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος θέλησε να ανταλλάξει και τους Μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας με Έλληνες Χριστιανούς της Μικράς Ασίας. Όμως οι Τσάμηδες, από μόνοι τους ή κατόπιν Ιταλικής παρέμβασης, για να υπάρχουν στο Ελληνικό έδαφος αυτοί, ως αντίβαρο προς τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου, υπέβαλαν υπόμνημα προς τον Βενιζέλο λέγοντες: «Εμείς είμαστε Μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, ομιλούμε την Αλβανική γλώσσα, αλλά αισθανόμεθα Έλληνες και επιθυμούμε να παραμείνουμε στην Ελλάδα και να μη ανταλλαγούμε». Ο Βενιζέλος σεβάστηκε την επιθυμία τους και έτσι οι Τσάμηδες παρέμειναν στη Θεσπρωτία.
Θεωρείται βέβαιο ότι οι Τσάμηδες ήταν μάλλον Αλβανοί-Μουσουλμάνοι, παρά Τούρκοι-Μουσουλμάνοι. Κατά την περίοδο 1923-1940 καταγράφονται πολλές προσπάθειες των Ελληνικών Κυβερνήσεων να εντάξουν τους Τσάμηδες στην Ελληνική κοινωνία, ώστε να αποτελέσουν κομμάτι του Ελληνικού Κράτους. Οι Τσάμηδες, όμως παρέμειναν προσηλωμένοι σε αντιλήψεις «ανωτερότητας» έναντι την Χριστιανών που κάποτε δυνάστευαν, δεν δέχονταν να εργασθούν ως αγρότες, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσαν τα μουσουλμανικά ήθη και έθιμα. Όταν το 1939 η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, κορυφώθηκε η αλυτρωτική προπαγάνδα των Τσάμηδων, πολλοί από τους οποίους περνούσαν τα σύνορα προς την Αλβανία, όπου οργανώνονταν με όπλα για να καταλάβουν Ελληνικά εδάφη.
Κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής της Ηπείρου, οι Τσάμηδες όχι μόνον συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις, αλλά σχημάτισαν και Στρατιωτικές Μονάδες (Τάγματα) και πολεμούσαν μαζί με τους κατακτητές τις ελληνικές Αντάρτικες Ομάδες, διαπράττοντας και εγκλήματα κατά του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού. Οι βαρβαρότητες των Τσάμηδων, που υποκινούνταν από τις Αρχές Κατοχής κατά των Ελλήνων, ήταν εγκλήματα πολέμου. Ανακήρυξαν αυτόνομη τη Θεσπρωτία, κατέλυσαν τις Ελληνικές Αρχές και εδήωναν, λεηλατούσαν και εξόντωναν το ντόπιο πληθυσμό.
Από τα κορυφαία αποτρόπαια εγκλήματά τους, ήταν η μαζική σφαγή των 49 ατόμων στην Παραμυθιά της Θεσπρωτίας. Η εκτέλεση βεβαίως έγινε από Γερμανούς στρατιώτες, αλλά ύστερα από κατάδοση των Τσάμηδων.
Εναντίον των κατακτητών και των Τσάμηδων αντιστάθηκαν οι Αντάρτες του ΕΔΕΣ υπό τον Ναπ. Ζέρβα. Οι Αντάρτες του ΕΛΑΣ ανέχονταν τη δράση τους και σε μερικές περιπτώσεις συνεργάστηκαν με τους κομμουνιστές Τσάμηδες. Σήμερα βέβαια κανείς δε δέχεται τις διεκδικήσεις των Τσάμηδων.
Κατά την αποχώρηση των κατακτητών, μετά από τετραετή κατοχή, ο Ζέρβας διεμήνυσε στους Τσάμηδες ότι: «Όσοι έχουν συνεργασθεί με τους κατακτητές και έχουν διαπράξει εγκλήματα εις βάρος των Ελλήνων, θα δικαστούν από έκτακτα Στρατοδικεία, τα οποία θα συγκροτηθούν επιτόπου και θα δικάσουν τους πραγματικούς εγκληματίες πολέμου Τσάμηδες». Εκείνοι φοβήθηκαν τυχόν αντίποινα και απεχώρησαν μόνοι τους στην Αλβανία. Έτσι μαζί με τους ενόχους έφυγαν και οι μη ένοχοι.
Αυτοί οι Τσάμηδες σήμερα εμφανίζονται ως αδικημένοι και θύματα των Ελλήνων και ζητούν να επιστρέψουν στη Θεσπρωτία, αποκρύπτοντας τα όσα διέπραξαν συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές, διεκδικώντας μάλιστα και περιουσίες.
Ο Εμβέρ Χότζα, με την πρόθεση να λήξει το θέμα και να μη δημιουργούνται τριβές από τις αλυτρωτικές βλέψεις τους, έσπευσε να τους εντάξει στην Αλβανία, παρέχοντας σε αυτούς μαζικώς την Αλβανική υπηκοότητα το 1953, κλείνοντας έτσι το όλο θέμα για πολλά χρόνια.
Μετά την πτώση, όμως, του καθεστώτος του Χότζα στην Αλβανία και την εγκαθίδρυση δυτικού τύπου κοινοβουλευτισμού, έχει υποκινηθεί και αφυπνισθεί παράλληλα προς το θέμα του Κοσσυφοπεδίου και το θέμα των Τσάμηδων, με απώτερο σκοπό την δημιουργία, από τη μη ύπαρξη Αλβανικής Κρατικής Οντότητας μέχρι το 1913, στη δημιουργία της λεγόμενης Μεγάλης Αλβανίας.
Όσον αφορά στο θέμα των αποζημιώσεων των Τσάμηδων στην Ελλάδα, υπενθυμίζεται ότι μετά το πέρας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, έγιναν πολλές μετακινήσεις λαών, όπως Γερμανών, Πολωνών, Ούγγρων, Ουκρανών κλπ, χωρίς κανείς απ’ αυτούς να ζητήσει αποζημίωση περιουσίας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η περίπτωση των Σουδιτών (Γερμανών) από την τότε Τσεχοσλοβακία και νυν Τσεχία, όπου 2-3 εκατομμύρια άνθρωποι έφυγαν και πήγαν στη Γερμανία, αλλά δεν είδαμε καμία διαμαρτυρία προς απόκτηση των περιουσιών τους από την Τσεχία.
Αυτά για την αληθινή, την πραγματική ιστορία, Ελλήνων Αρβανιτών, Τουρκαλβανών και Τσάμηδων.
Τώρα αν οι σημερινοί Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είναι απόγονοι των πρώτων Αρβανιτών που ήρθαν στην Ελλάδα τα χρόνια 1350-1540, θα πρέπει να το αποδείξουν. Όπως το απέδειξαν τόσοι και τόσοι άλλοι!
Για την σύνταξη: Βασίλης Π. Κουτουζής
2-12-10
© KOUTOUZIS.GR Αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή www.koutouzis.gr .