Με τον όρο Αρβανίτες ονομάζονται οι πρώην αλβανόφωνοι Έλληνες της Αλβανίας, οι οποίοι, λόγω των αναστατώσεων στη Βαλκανική, τον 13ο αι. μετακινήθηκαν εκούσια ή ακούσια σε διάφορες άλλες χώρες της περιοχής ενώ πολλοί από αυτούς καταληξαν σε περιοχές της Ελλάδας.
Εκεί έγιναν γνωστοί με το όνομα Αρβανίτες - τους το έδωσαν οι γηγενείς -, ως προερχομένων από το Αρβανο, όπως έγινε και με άλλους εποίκους Βατικι-ώτες, Σοφικί-τες, Σπετσιώτες, Υδραίους κ.λπ. Αφομοιώθηκαν με τους ντόπιους, και ακόμη πολέμησαν μαζί τους εναντίον των Τούρκων. Διατήρησαν μόνο το γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο σταδιακά εξαλείφθηκε, ενώ πολιτιστικά, κοινωνικά και εθνικά αφομοιώθηκαν πλήρως, αποκτώντας όπως και οι Βλάχοι, ατόφια ελληνική εθνική συνείδηση και αυτοπροσδιορίστηκαν ως Έλληνες.
Υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις ότι οι Αρβανίτες μιλούσαν μια πρωτοελληνική-πελασγική (και άρα αρκαδική) διάλεκτο, ενώ οι παραδόσεις τους χάνονται στα βάθη της Ελληνικής Αρχαιότητας, που παρ’ όλη τη σημασία τους κανένας ιστορικός δεν ερεύνησε, όπως έπρεπε. Γιατί εν ολίγοις, κανένας δεν ξέρει ακριβώς ούτε τι σημαίνει η λέξη «Αρβανίτης»! Ας αρχίσουμε λοιπόν, από αυτό ακριβώς: πόθεν το «Αρβανίτης»;
Την ονομασία αυτή αναφέρει πρώτη η Αννα η Κομνηνή στο βιβλίο της «Αλεξιάδα».
Πολλές είναι οι μελέτες που μιλούν για την πόλη «Άρβανο» της Βορείου Ηπείρου, ως σημείο αναφοράς ενός πληθυσμού που μετακινήθηκε από εκεί και ήρθε και μετοίκησε στην Ελλάδα, γύρω στον 12ο, 13ο και 14ο αι. μ.Χ. Πολλοί είναι όμως οι Αρβανίτες στην Ελλάδα που δεν έχουν ως τόπο καταγωγής ούτε την Ήπειρο, ούτε το συγκεκριμένο «Άρβανο» αλλά παραδόξως άλλα «Αρβάντ», πόλεις με το ίδιο όνομα δηλ., τις οποίες δεν αναφέρει καμία μελέτη!
Έτσι, προκύπτει το εξής ερώτημα: ποιο ήταν το μητροπολιτικό «Άρβανο» ή «Αρβάντ»; Ήταν στην Ήπειρο το μητροπολιτικό κέντρο ή το Άρβανο της Ηπείρου ήταν μια πελασγική περιοχή, όπως τόσες άλλες;
Τα ταξίδια των Αρκάδων, απογόνων του Γενάρχη Πελασγού, προς την Ιταλία, τη Γαλλία, τον Πόντο, την Ηπειρο, την Τουρκία και την Κύπρο, είναι ιστορικά καταγεγραμμένα και οι αποικίες τους γνωστές. Αυτό που δεν έχει ερευνηθεί όσο θα έπρεπε είναι τα ταξίδια των Αρκάδων στον Νότο, στην αρχαία Αίγυπτο και στην περιοχή της Παλαιστίνης.
Πολλοί λίγοι γνωρίζουν ότι η αρχαία Αίγυπτος ονομαζόταν «Αρκαδία» την εποχή των Πυραμίδων, ενώ η περιοχή της Παλαιστίνης είχε σωρεία πελασγικών πόλεων, εκ των οποίων μία πόλη με το όνομα «Αρβάντ» ήταν επικεφαλής μιας συνομοσπονδίας που ήκμαζε ως ελληνικό εμπορικό κέντρο για πάνω από 500 χρόνια!
Στην αρχαία Φοινίκη, λοιπόν, μια περιοχή του σημερινού Λιβάνου, υπήρχε η πόλη Αρβάντ, η πόλη που έδωσε το όνομά της, σε πολλούς από τους Έλληνες τους ονομαζόμενους παλαιότερα «Πελασγούς» ή «Λέλεγες» , δηλ. τους Αρκάδες και τους Λάκωνες. Το Αρβάντ ή Αραβάντ (πελασγική διάλεκτος) ή Άραδος (αττική διάλεκτος) - (Arvad ή Arwad ή Aradus), ήταν πόλη-λιμάνι βορείως της Τρίπολης , και 2 χλμ. μόλις από την ακτή της Συρίας. Η συγκεκριμένη Τρίπολη είναι αρχαία πόλη (την οποία οι Άραβες ονομάζουν Tarabulus), και βρίσκεται στο βορειοδυτικό Λίβανο. Αποτελεί λιμάνι στη Μεσόγειο και ως εκ τούτου άνθιζε το διαμετακομιστικό εμπόριο κυρίως φρούτων και βαμβακιού. Οι Λιβανέζοι πιστεύουν ότι έχει ιδρυθεί μετά το 700 π.Χ., επειδή δεν αναφέρεται μέχρι τους Περσικούς χρόνους οπότε και εμφανίζεται ως πρωτεύουσα της Φοινίκης και συγκεκριμένα της ομοσπονδίας Τύρου, Σιδώνος και Αρβάντ. Η πόλη έχει άνθηση με τους Σελευκίδες και με τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Το 638 μ.Χ. περνάει στους Άραβες και το 1109 μ.Χ. στους σταυροφόρους οι οποίοι όμως καταστρέφουν την μεγάλη βιβλιοθήκη της πόλης .
Έτσι, το Αρβάντ, ήταν το σπουδαιότερο βόρειο κέντρο των «Φοινίκων» κατά τους Λιβανέζους ιστορικούς, των Ελλήνων Πελασγών όμως, όπως πραγματικά ήταν. Για πολλά χρόνια προ Χριστού, ήταν πρωτεύουσα της Φοινίκης, και από εκεί προήλθε η λέξη «Αρβανίτης» με φωνήεντα ανάμεσα στα σύμφωνα της λέξης. Αλλά ως μια δυναμική πρωτεύουσα, είχε σχέσεις με όλα τα Αρβάντ ή Άρβανα: Το Αρβάντ της Γαλλίας , (στην περιοχή της Τουλούζης, στην νότια Γαλλία, είναι γνωστό ότι εκεί υπήρχαν Αρκαδικές αποικίες. Η ίδια η Μασσαλία ήταν ελληνικό λιμάνι.), το Αρβάντ του νοτίου Ιράν. Στις περιοχές δηλ. όπου υπήρχαν Πελασγοί. Η ιστορία διδάσκει ξεκάθαρα πώς μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα από την Ήπειρο στη Φοινίκη, σε κάποια δύσκολη συγκυρία: όταν μετά τη βασιλεία του Πύρρου, η περιοχή της Ηπείρου παρήκμασε και έγινε πεδίο συνεχών πολεμικών συγκρούσεων (μετά το 240 π.Χ.), τότε η πρωτεύουσα της Ηπείρου μεταφέρθηκε και πάλι στην Φοινίκη. Οι Ηπειρώτες, πολέμησαν λίγο αργότερα κατά της Ρώμης, αλλά νικήθηκαν από τον Aemilius Paullus, το 167 π.Χ., ο οποίος μετέφερε χιλιάδες σκλάβους στη Ρώμη.
Αιώνες πριν, ο δρόμος Ήπειρος-Φοινίκη, είχε γίνει αντίστροφα, στην περίπτωση του Κάδμου, ο οποίος από τη Φοινίκη «πέρασε» στην Ήπειρο όπου και πέθανε στη Βουθόη. Ο βίος του και η ιστορική του πορεία (Θήβαις κλπ.) φανερώνει την ενότητα ενός αρχαϊκού κόσμου που ήταν Πελασγικός, όπου η Ήπειρος ήταν η «Απείρω Ταν»:
Νόμισμα της Ηπείρου, του 238 π.Χ. και παλαιότερα. Εικονίζεται ο Δωδωναίος Ζευς στεφανωμένος με φύλλα βελανιδιάς. Στην πίσω πλευρά εικονίζονται δύο κεραυνοί σε σχήμα αναστρόφων «Ε» και η λέξη «ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ».
Αλλά το «κλειδί» για την ιστορική έρευνα είναι η περιβόητη επίκληση του Αχιλλέα στον Δωδωναίο Δία, που όμως είναι «Πελασγικός»:
«Ζευ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου` αμφί δε Σελλοί σοί ναίουσ’ υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι». (Ομήρου, Ιλιάς, Π, 233-235).
Αυτό που μαρτυρεί ο Αχιλλέας, με την επίκλησή του στον Δία, είναι ότι ο βασιλεύς (άνα) των Ελλήνων, είναι Πελασγικός και βρίσκεται μακριά (τηλόθι). Ο Δίας, λατρεύεται στην Ήπειρο, έχει συζευχθεί την Διώνη, αλλά δεν βρίσκεται εκεί. Σε ποια μακρινή περιοχή βρίσκεται;
Το όνομα του Αρβάντ της περιοχής της Φοινίκης μαρτυρεί που βρίσκεται ο Πελασγικός Δίας: το άλλο όνομα του Αρβάντ, είναι Άραδος και οι κάτοικοί του λέγονται Αράδιοι.
Ήπειρος. Νόμισμα του 234-168 π.Χ. Εικονίζεται μπροστά η Διώνη και στην πίσω πλευρά η λέξη AΠEΙPΩTAN ανάμεσα σε τρίποδα και σε δάφνινο στεφάνι.
«Άρα Διός» σημαίνει «περιοχή του Διός», συνεπώς περιοχή ελεγχόμενη από Έλληνες. Είναι Πελασγοί γιατί το Αρβάντ είναι η πόλη Αράδ της Παλαιάς Διαθήκης και είναι πολύ αρχαιότερο από τους Εβραίους του Μωϋσή που έρχονται στην περιοχή γύρω στο 1200 π.Χ. και διεκδικούν το δικαίωμα συγκατοίκησης από τον Πελασγό βασιλέα της περιοχής:
« Και ήκουσεν ο Χανανείς βασιλεύς Αράδ ο κατοικών κατά την έρημον, ότι ήλθε Ισραήλ οδόν Αθαρείν, και επολέμησε προς Ισραήλ οδόν Αθαρείν, και καταπροενόμευσεν εξ αυτών αιχμαλωσίαν. Και ηύξατο Ισραήλ ευχήν Κυρίω και είπεν’ εάν μοι παραδώς τον λαόν τούτον υποχείριον, αναθεματιώ αυτόν και τας πόλεις αυτού. Και εισήκουσε Κύριος της φωνής Ισραήλ και παρέδωκε τον Χανανείν υποχείριον αυτού, και ανεθεμάτισεν αυτόν και τας πόλεις αυτού και επεκάλεσεν το όνομα του τόπου εκείνου Ανάθεμα…(Παλαιά Διαθήκη, «Αριθμοί»,κεφ. ΚΑ’ παρ. 1-4).
Το παραπάνω νόμισμα είναι αργυρό τετράδραχμο (137-126 π.Χ.). Η γυναίκα που εικονίζεται είναι η θεά Τύχη (Tyche), η οποία φορά ως κορώνα τα «Τείχη». Στην πίσω πλευρά, η θεά Νίκη (Nike) κρατάει κλαδί φοίνικα. Τόσο οι ομόηχες λέξεις «Τύχη» και «Τείχη», όσο και οι –επίσης ομόηχες- λέξεις «Φοίνικας» που παραπέμπει στην «Φοινίκη» είναι ελληνικές. Τα δήθεν «φοινικικά» γράμματα αναφέρουν την ελληνική λέξη «Αραδίων», που φυσικά είναι οι κάτοικοι της Αράδου (Αρβάντ) και τα γράμματα αριστερά αποτελούν την γραμματική απεικόνιση του έτους κυκλοφορίας του νομίσματος.
Χαναάν (Khanaan) είναι η αρχαϊκή ονομασία της περιοχής που ανήκε η Άραδος, το Αράδ της Παλαιάς Διαθήκης, το τόσο μισητό στους Εβραίους του Μωϋσή και στους ραββίνους που έγραψαν εκτός από το βιβλίο των Αριθμών και το βιβλίο της Γενέσεως (Κεφ. Θ, παρ. 18-27), αφού και εκεί ομιλούν για τον «επικατάρατο» Χαναάν, τον εγγονό του Νώε. Είναι προφανές, ότι υπάρχει μίσος για τις Ελληνικές-πελασγικές φυλές που κατοικούσαν την Γη της Επαγγελίας, προ Μωϋσέως, αλλά στα γεγονότα αυτά θα αναφερθούμε σε άλλο άρθρο. Εδώ θα πούμε, ότι οι ιστορικοί δεν έχουν δώσει επίσημη ερμηνεία στο όνομα «Χαναάν» και το κατατάσσουν στα «αγνώστου» προελεύσεως. Όμως, οι πρώτες αναφορές του ονόματος αυτού γίνονται σε προϊστορικούς χρόνους, κατά την 3η χιλιετία π.Χ. Η πρώτη γραπτή αναφορά γίνεται τον 18ο αι. π.Χ. σε κείμενο που βρέθηκε στα ερείπια της Σουμεριακής πόλης Mari, με την οποία προφανώς είχε σχέση στα πλαίσια της λειτουργίας των πόλεων-κρατών, το οποίο ίσχυε εκείνη την εποχή. Γύρω στην 2η χιλιετία π.Χ. το ίδιο όνομα ανευρίσκεται σε μια επαρχία της Αιγύπτου, η οποία είναι δυτικώς παραθαλάσσια (στη Μεσόγειο) και συνορεύει στο βορρά με τον Λίβανο, στα ανατολικά με την κοιλάδα του Ιορδάνη και στο νότο με μια νοητή γραμμή που περιλαμβάνει τη Νεκρά Θάλασσα και τη Γάζα. Αυτή η περιγραφή δίνεται και στη Βίβλο (Παλαιά Διαθήκη, Αριθμοί, 34.1–12). Όλες αυτές οι περιοχές όμως είναι πελασγικές. Υπήρχαν επτά φύλα που αποτελούσαν τότε τον πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής και περιγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη (Δευτερονόμιο 7:1): «τον Χετταίον και Γεργεσαίον και Αμορραίον και Χαναναίον και Φερεζαίον και Ευαίον και Ιεβουσαίον…». Οι κάτοικοι της περιοχής «Χαναάν» έμειναν γνωστοί στην ιστορία ως «Φοίνικες», και σε τρείς τουλάχιστον περιπτώσεις φαίνεται ότι είναι λαός πελασγικής καταγωγής:
· «Γιαβάν» ή «Γιαβάς» στην εβραϊκή λέγονται οι Έλληνες. Άρα οι «Ιεβουσαίοι» είναι Έλληνες.
· «Χάναζ’» λέγεται στην πελασγική (στην αρβανίτικη διάλεκτο), η «Σελήνη». Άρα, όταν ομιλούμε για «Χανανίτες» ομιλούμε για «Σέλληνες» (Έλληνες). Το σύμβολο της ημισελήνου έχει βρεθεί σε ελληνικά νομίσματα της περιοχής, και επιβεβαιώνει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ «Χαναάν» και «Χάναζ»
· Η πελασγική Πελοπόννησος, ονομάζεται από τους Αρβανίτες «Αμορέ» (Amoree) και «Μορέας» ή «Μοριάς». Η γεωγραφική συνέχειά της στην Παλαιστίνη είναι αδιαμφισβήτητη αφού η ίδια η Ιερουσαλήμ (πόλη με ελληνικό όνομα – η πόλη του Ιερού των Σολύμων), χτίστηκε πάνω σε λόφο με το όνομα «Μοριά». Άρα, οι «Αμορραίοι» δεν είναι παρά Πελασγοί «Μοραϊτες».
Αλλά δεν θα επεκταθούμε περισσότερο. Το Αράδ ή Αρβάντ έχει μια ιστορία από την εποχή του Νώε και αυτό είναι αρκετό για να επιμείνουμε στο να λεγόμαστε Αρβανίτες, σε πείσμα αυτών που θέλουν να ξεχάσουμε ότι αφήσαμε ένα ακόμη κράτος (το Ισραήλ) να δημιουργηθεί σε Ελληνικά Εδάφη.