ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο Ταχυδρόμος
Οταν ο ταχυδρομικός διανομέας Σέρτζιο Αλμπέρτι, πήρε την διαταγή να κάνει διανομή αλληλογραφίας στη συνοικία Νιστορέλλι, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Μέσα στο μυαλό του στριφογύριζε πάντα η σκέψη να συναντήσει τη Τζόρτζια, την κοπέλα που είχε γνωρίσει και αγαπήσει νέος, και, που αγαπούσε ακόμη. Ομως, δεν είχε κατορθώσει τόσον καιρό να βρει μια δικαιολογία και να την πλησιάσει. Το μόνο που είχε κάνει ήταν που της έστειλε ένα βιβλίο που είχε γράψει ο ίδιος και που μιλούσε για τη ζωή του, για τα χρόνια της αγάπης τους. Το είχε κλείσει σ' ένα πολυτελή φάκελο, είχε γράψει επάνω τη διεύθυνση της Τζόρτζια και τόχε ταχυδρομήσει μέσα από την υπηρεσία του. Τώρα, όμως, αυτή η αλλαγή της διανομής θα τον έφερνε σύντομα κοντά της. Είχε τώρα όλο το δικαίωμα να χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού της, να την ξαναδεί.
Η Τζόρτζια ήταν παντρεμένη και είχε και δύο παιδιά
Βέβαια η Τζόρτζια ήταν εδώ και κάμποσα χρόνια παντρεμένη, και είχε και δυο παιδιά. Είχε παντρευτεί λίγους μήνες μετά από όταν εκείνος έφυγε για τη Βεγγάζη. Αγνωστο γιατί. Σ ένα γράμμα που τούστειλε, τότε, τούχε γράψει πως τ' αποφάσισε διότι την πίεσαν οι δικοί της. Και του ζητούσε να την ξεχάσει και να μην την ενοχλήσει πια.
Εκείνο το γράμμα του είχε ξεσκίσει τα στήθια. Την αγαπούσε πολύ τη Τζόρτζια. Γι' αυτό και πικράθηκε πολύ. Κι' αυτή η πίκρα τον έκανε να μείνει εννιά ολόκληρα χρόνια στα ξένα, προσπαθώντας να ξεχάσει. Μα κάποτε κουράστηκε, νοστάλγησε την πατρίδα. Και ξαναγύρισε. Γύρισε αποτυχημένος. Και για νάχει μια δουλειά να ζει, ζήτησε να διοριστεί ταχυδρομικός διανομέας. Ετσι, μήνες τώρα, παρά τα σαράντα του χρόνια, φορτωνόταν κάθε πρωί τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα του, με τα λογής - λογής μαντάτα κι' έπαιρνε τους δρόμους.
Μα από τις πρώτες κιόλας μέρες είχε κάνει τη διαπίστωση πως ήταν καλύτερα έτσι…… Πιο πολύ, όμως, μακάριζε την τύχη του, τώρα που του άλλαξαν συνοικία και που θα του δινόταν η ευκαιρία να ξαναδεί την Τζόρτζια. Από το ίδιο κιόλας πρωί κάποιο γράμμα θα απευθυνόταν σ εκείνη, κι' αυτός πιστός στο καθήκον φορτωμένος τη μεγάλη τσάντα του, γεμάτη από γράμματα, θα χτυπούσε το κουδούνι της. Η Τζόρτζια θα άνοιγε, και θάβλεπε μπροστά της τον ταχυδρόμο, τον Σέρτζιο!... Αραγε θα τον αναγνώριζε;
*
Το γράμμα για τη Τζόρτζια δεν άργησε ναρθεί. Ο Σέρτζιο τόπιασε στα χέρια του με ιδιαίτερη συγκίνηση.
— Σήμερα θα συναντήσω την Τζόρτζια, μονολόγησε με ανείπωτη χαρά. Κι' αναρωτήθηκε γιατί τον είχε ξεχάσει. Λίγο έλειψε να δακρύσει, εκεί μπροστά στους συναδέλφους του.
Μα η καρδιά του κόντεψε κυριολεκτικά να σπάσει, όταν πήρε το δρόμο του σπιτιού της και ιδιαίτερα τη στιγμή που χτύπησε το κουδούνι.
— Ποιός είναι; ακούστηκε η φωνή της Τζόρτζια από το επάνω πάτωμα, καθώς η πόρτα άνοιγε.
— Ο ταχυδρόμος, απάντησε ο Σέρτζιο.
Πόσο γελοία του φάνηκε αυτή η απάντηση. Πόσο γέλασε μέσα του μ' αυτήν την τελευταία εικόνα που τον έκανε να παίξει το θέατρο της ζωής.
— Ερχομαι αμέσως, φώναξε η Τζόρτζια. Και, σε λίγο ακούστηκε να κατεβαίνει τις σκάλες.
Η καρδιά του Σέρτζιο σταμάτησε σαν την αντίκρισε. Η Τζόρτζια, η ίδια η Τζόρτζια, όπως την ήξερε εκείνος! Στάθηκε να την κοιτάζει αποσβολωμένος.
— Μπα, αλλάξαμε ταχυδρόμο; τον συνέφερε η φωνή της.
— …..Ναι, από σήμερα θα είμαι εγώ στην περιοχή σας, απάντησε και την κοίταξε κατάματα. Μετά συνέχισε: «Εχετε ένα συστημένο γράμμα».
Τόβγαλε από το μάτσο που βαστούσε και της τόδωσε.
Εκείνη το πήρε και καθώς κοίταζε τον αποστολέα, ο Σέρτζιο βρήκε την ευκαιρία να την κοιτάξει ερευνητικά. Μα για λίγο, γιατί η Τζόρτζια σηκώνοντας το βλέμμα της, του στέρησε αυτή τη χαρά.
— Είναι από τη μητέρα μου, είπε.
« Θα μ' αναγνωρίσει άραγε» σκέφτηκε ο Σέρτζιο. Μετά, όμως, θυμήθηκε το πρόωρα γερασμένο πρόσωπό του, τα γκρίζα του μαλλιά και το απέκλεισε…..
— Σας παρακαλώ, είπε μετά εκείνη. Θέλω να επιστρέψω αυτό το φάκελο. Είναι ένα βιβλίο που μου έστειλαν, άλλα δε μπορώ να το κρατήσω. . . Μπορείτε να το πάρετε; Θέλω να επιστραφεί στον αποστολέα του….
Ο Σέρτζιο έριξε μια ματιά στο φάκελο. Μια αβάσταχτη πίκρα ένοιωσε όταν τον είδε. Ήταν ο φάκελος με το βιβλίο του που είχε στείλει πριν μερικές εβδομάδες. Τόσο πολύ τον μισούσε, λοιπόν που δεν ήθελε νάχει τίποτα από αυτόν;
— Θα μπορέσετε να το πάρετε; ξαναρώτησε εκείνη.
— Πως, βέβαια... απάντησε σα χαμένος, μόνο που. . .
- -Τι πράγμα;
— Πρέπει να γράψετε επάνω «ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ»…..
— Ευχαρίστως, να το γράψω. . .
Δυο χοντρά δάκρυα πνίγηκαν κάτω από τα βλέφαρα του Σέρτζιο.
— ……Να σας δώσω μολύβι, είπε γεμάτος λύπη, και έψαξε στις πελώριες τσέπες της στολής του.
— Ορίστε, της είπε σαν το βρήκε.
Η Τζόρτζια το πήρε, και με μεγάλα ωραία γράμματα έγραψε πάνω στον άσπρο φάκελο «ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ». Επειτα τούδωσε το μολύβι και το φάκελο.
— Είναι, ένα βιβλίο χωρίς ενδιαφέρον, είπε σαν νάθελε να δικαιολογηθεί. Ο Σέρτζιο κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του, αλλά διέκρινε μια πίκρα μέσα στην ψυχή της Τζόρτζια. Κι αναρωτήθηκε: Γιατί άραγε;
— Χωρίς ενδιαφέρον…. επανέλαβε.. Μετά ρώτησε:
— Δεν αγαπάτε τα βιβλία;
— Τα καλά βιβλία ναι. Αυτό, όμως, δε μου πάει! «Η ιστορία μιας δεκαοχτάχρονης» όπως λέγεται, είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει, είπε και σχημάτισε ένα πικραμένο χαμόγελο.
Δυο απαντήσεις μαχαιριές δέχτηκε η καρδιά του Σέρτζιο. Δυο μαχαιριές που παρ' ότι δόθηκαν από τα σαν βελούδο χείλια της Τζόρτζια, την μάτωσαν τόσο, την κομμάτιασαν. Ξαφνικά μια ιδέα του ήρθε στο νου. Να ζητήσει να κρατήσει αυτός το βιβλίο. Ετσι θάβλεπε αν η Τζόρτζια εύρισκε το βιβλίο πράγματι ανιαρό ή αν το επέστρεφε μόνο και μόνο για να μη φανταστεί ο συγγραφέας του πως τον θυμόταν. Και το τόλμησε:
— Μπορώ να σας ζητήσω μια χάρη κυρία;
— Παρακαλώ, τί θέλετε;
— Ξέρετε, εγώ δε μπορώ να διαθέσω χρήματα για να αγοράσω βιβλία και σπάνια μου χαρίζει κανείς. Μπορώ, λοιπόν, να το κρατήσω;
— Οχι, όχι, ξαφνιάστηκε η Τζόρτζια. Σας παρακαλώ να επιστραφεί... Αν δεν μπορείτε….
— Οπως θέλετε κυρία, θα κάνω το καθήκον μου, είπε, και, την κοίταξε λυπημένα.
Η Τζόρτζια παραξενεύτηκε απ' το βλέμμα του ταχυδρόμου μα δεν κατάλαβε τίποτε περισσότερο. Τί να καταλάβει άλλωστε……Ενα ρυτιδιασμένο από την πίκρα και τα βάσανα πρόσωπο, με άσπρα μαλλιά, όμοιο με πολλά άλλα δε φανερώνει και πολλά πράματα.
— Ευχαριστώ, αρκέστηκε να απαντήσει. Μέσα της όμως κάτι το ακαθόριστο της προξένησε ταραχή.
Εκείνη τη στιγμή παιδικά βήματα ακούστηκαν στα σκαλιά. Επειτα φωνούλες όλο παράπονο:
— Μανούλα πού είσαι;
— Ερχομαι μικρά μου, απάντησε η Τζόρτζια.
Ομως αυτά είχαν φτάσει κι' όλας κοντά τους.
— Είναι τα παιδιά μου, εξήγησε στον ταχυδρόμο μ ένα γλυκόπικρο χαμόγελο.
Κι εκείνος είδε ένα δεκάχρονο αγόρι με μαύρα μαλλιά και μια μικρούλα με κατάξανθες μπούκλες.
«Σαν τη μητέρα της», σκέφτηκε ο Σέρτζιο.
— Να σας ζήσουν, ευχήθηκε σχεδόν αμέσως.
— Ευχαριστώ. Εσείς έχετε παιδιά; Τον ρώτησε εκείνη.
— Οχι, δεν είμαι παντρεμένος απάντησε. Γι αυτό δε νοιώθω καμιά από τις χαρές που νοιώθετε εσείς.
— Λυπάμαι πολύ… Με συγχωρείτε αν σας στενοχώρησα.
— Δεν πειράζει, είπε ο Σέρτζιο και δάκρυσε χωρίς να καταλάβει γιατί. Αντίο.. . πρόσθεσε, κι έφυγε προτού ν ακούσει το δικό της χαιρετισμό. Ψάχνοντας στο μυαλό του να ανακαλύψει τί έκρυβε η Τζόρτζια….
Η Τζόρτζια δεν έκλεισε αμέσως την πόρτα. Εμεινε να τον κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν.
— Καλός άνθρωπος φαίνεται. Μα παράξενος, μονολόγησε.
— Γιατί έκλαψε μαμά; τη ρώτησε ο γιος της.
— Γιατί δεν έχει παιδιά, του εξήγησε.
— Εγώ άμα παντρευτώ θα κάνω τέσσερα, πετάχτηκε η κορούλα της, κι' έδειξε τρία από τα δαχτυλάκια της.
—Ελάτε, τους είπε. Πάμε επάνω.
Και καθώς έκλεινε την πόρτα έριξε μια τελευταία ματιά στον ταχυδρόμο που χτυπούσε τώρα το κουδούνι ενός άλλου σπιτιού. Έπειτα ανέβηκε μαζί με τα παιδιά της και βάλθηκε να κάνει τις δουλειές της.
Καθώς εργαζόταν σκεφτόταν που και που αν είχε κάνει καλά που επέστρεφε το βιβλίο. Βέβαια, εκείνος, ο Σέρτζιο, θα πικραινόταν, αλλά έτσι έπρεπε να κάνει……
*
Την άλλη μέρα, ήταν η ώρα του φαγητού όταν ήρθε ο άντρας της. Τη χαιρέτησε όπως συνήθως — χρόνια την ίδια σκηνή τώρα — κι' ύστερα αφοσιώθηκε στα παιδιά του, που έτρεξαν χαρούμενα στην αγκαλιά του.
Η Τζόρτζια πήρε το μεγάλο τραπεζο-μάντηλο για να στρώσει το τραπέζι. Μα καθώς το έστρωνε, έπιασε στα χέρια της την εφημερίδα που είχε φέρει πριν από λίγο ο άνδρας της. Ξαφνικά το μάτι της έπεσε σ' ένα χτυπητό τίτλο: «ΘΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΝΙΣΤΟΡΕΛΛΙ».
— Ο Ταχυδρόμος, ξεφώνισε . . . Κι άρχισε να διαβάζει το κείμενο: «Χθες το μεσημέρι, ο ταχυδρομικός διανομέας Σέρτζιο Αλμπέρτι, ετών……».
Ένα μαχαίρι καρφώθηκε στην κάρδια της.
— Μα τόνομα αυτό είναι εκείνου; μονολόγησε τρομαγμένα…..
….ετών 40, ενώ διέσχιζε την διασταύρωση των οδών Σαμπιάνο και Μανφρέντι, παρεσύρθη από αυτοκίνητο και πέθανε επί τόπου. Το θύμα ευρέθη να κρατά στην αγκαλιά του το βιβλίο «Η IΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΟΧΤΑΧΡΟΝΗΣ» που είχε γράψει το ίδιο. ….».
Αφωνη έμεινε η Τζόρτζια ενώ τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Τα μισόκλεισε στην προσπάθεια να τα συγκρατήσει κι αυτά λες κι' ήταν χείμαρροι κύλησαν καυτά στο μάγουλο της.
Ο Σέρτζιο, ταχυδρόμος: μ' ένα βιβλίο στην αγκαλιά, μονολόγησε και σφίχτηκε να πνίξει ένα λυγμό. "Ω, γιατί να μη μου πει ποιος ήταν»! φώναζε μέσα της και κοίταξε τη φωτογραφία που δημοσίευε η εφημερίδα. Χαμογελαστός την κοιτούσε ο Σέρτζιο. Και δεν ήταν ούτε νέος, ούτε γέρος. Ήταν ο Σέρτζιο όπως, τον φανταζόταν τα πρώτα χρόνια μετά το γάμο της. Οπως τον ήθελε ! . . .
Έβγαλε το μικρό της μαντήλι και σκούπισε τα δάκρυα. Φοβήθηκε μήπως μπει ο άνδρας της. Οταν θάμενε μόνη της θάκλαιγε, θάκλαιγε ασταμάτητα.
— Τζόρτζια ετοίμασες; ακούστηκε εκείνη τη στιγμή η φωνή του συζύγου της που έμπαινε στην τραπεζαρία.
Εκείνη δεν απάντησε. Προσπάθησε μόνο να μη φανεί πως έκλαψε. Μα δεν το πέτυχε….
— Μα τι έχεις, κλαις; ρώτησε ο άνδρας της. Μα βέβαια. Κι έχεις δίκιο. Ήταν, λένε, καλός άνθρωπος ο ταχυδρόμος μας.
— Τον ήξερες;
Τώρα η Τζόρτζια δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Ξέσπασε σε λυγμούς, δυνατούς λυγμούς. . .
Σιωπηλοί έμειναν για λίγο ο άνδρας της και τα παιδιά της που είχαν πλησιάσει. Επειτα εκείνος προσπάθησε να την παρηγορήσει...
— Ελα μην κλαις. Δεν κάνει…. Σε βλέπουν και τα παιδιά. . .
-—Τον καημένο, είπε η Τζόρτζια για να δικαιολογήσει την κατάσταση. Και να σκεφτείς ότι μου πρότεινε να αγοράσω ένα βιβλίο του κι' εγώ αρνήθηκα. . .
— Σώπασε τώρα. . . Δεν φταις εσύ...
—- Ναι έχεις δίκιο. Μόνο θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Να μου αγοράσεις ένα από τα βιβλία του...
— Οτι θέλεις αγάπη μου. Αλλά σε παρακαλώ μην κλαις. . .
— Ελα μαμά μην κλαις είπε και ο δεκάχρονος γιος της που πήγε κοντά της.
— Καλά παιδί μου δεν κλαίω, είπε και του χάιδεψε το σγουρό κεφαλάκι του. Δεν κλαίω. . . Μα να ο Σέρτζιο αγαπούσε τα παιδιά.
— Ολα τα παιδιά μαμά…. ρώτησε ο μικρός.
— Ολα τα παιδιά σαν και σένα. . .
Και κοιτάζοντας το, είπε μέσα της.
— Και θα τ' αγαπούσε πιο πολύ αν ήξερε πως εσύ είσαι δικό του παιδί!....
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝ. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ