Φωτιά στα Λεμονάδικα του Πειραιά
Η πλατεία Καραϊσκάκη το 1900
Το ρεμπέτικο τραγούδι «Κάτω στα λεμονάδικα» που έγραψε ο Βαγγέλης Παπάζογλου το 1934 σαφώς μας μιλάει για μια περιοχή του Πειραιά, τα «Λεμονάδικα».
Αλλά που ήταν η περιοχή αυτή; Στου Τζελέπη ή στα Καμίνια;
Αρχικά τα Λεμονάδικα ήταν εκεί που είναι η πλατεία Καραϊσκάκη -πιο πριν πλατεία Θεμιστοκλέους- και ιδιαίτερα το σημείο όπου το Μέγαρο Γιαννουλάτου. Το μέγαρο χτίστηκε εκεί που ήταν το πανδοχείο του πρώτου οικιστή του Πειραιά Γιαννακού Τzελέπη, μετά το 1937, δηλαδή 110 χρόνια και πλέον από το πανδοχείο του Τζελέπη (Πέθανε το 1843).
Ο Ιωάννης Τζελέπης, παλαίμαχος αγωνιστής του '21, το έχτισε το 1829 στην ακτή εκείνη που πήρε από τότε το όνομα του και το διατηρεί μέχρι σήμερα.
Αργότερα, το 1834, το μαγαζί του νοικιάζεται από μια εμπορική εταιρία που μεταφέρει τις δραστηριότητες της από το Ναύπλιο στον Πειραιά, μόλις πληροφορείται τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα:
«……επήρα εγώ μετά του Νικολάου Μελέτη και μεταβήκαμεν εις Πειραιά κατά τω έτει 1834 10/βρίου 20 και ένοικιάσαμεν το μαγαζίον του Ίωάν. Τζελέπη, όπου τότε μόνο εκείνο ήταν εις Πειραιά, και έπετύχαμεν λαμπρόν έμπόριον εις αυτόν τον χρόνον...».
Είναι λόγια του Σταμάτη Ιωάννου που την «συντροφίαν» του, χτίζουν και σπίτι στην πλατεία Όθωνος «όπου κατά τα έτη 1836 έως καί 1861 ήταν ή αγορά του Πειραιώς.
Όσο για το σπίτι του Τζελέπη, όπως φαίνεται από έγγραφο του Βασιλικού Οικονομικού Επιτρόπου Αττικής που απευθύνεται στον ίδιο στις 13/12/1838, κατεδαφίστηκε στη διάρκεια εκείνης της χρονιάς.
Η πρώτη «εκλεκτή οικία» του Πειραιά απαλλοτριώθηκε για να γίνουν έργα στην περιοχή κι ο Τζελέπης πήρε αντάλλαγμα ορισμένα κτήματα του Δημοσίου. (Λίζα Μιχελή ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ ΣΤΗ ΜΑΓΧΕΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ)
Η περιοχή ονομάστηκε Λεμονάδικα γιατί εκεί ξεφόρτωναν τα καΐκια λεμόνια από τα νησιά όπως και τα τραίνα, και εκεί υπήρχαν οι παράγκες που τα πούλαγαν.
Ακτή...Τζελέπη 1835, το πανδοχείο του Πειραιάς 1950, στο βάθος το μέγαρο Γιαννουλάτου
Εκεί κοντά ο μεγάλος ρεμπέτης του Πειραιά Γιώργος Τσωρός από τα Μέθενα, γνωστός ως Γιώργος Μπάτης ή Αμπάτης, από τους πρώτους «μάγκες» και ρεμπέτες του Πειραιά, άνοιξε το 1931 «έναν καφενέ», το «Ζώρζ Μπατέ», στο οποίο σύχναζαν πολλοί από τους μάγκες και τους ρεμπέτες της εποχής.
Φωτογραφία του 1930, Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Όμως όπως μας αφηγήθηκε (2010) ο 90 χρονος έμπορος Δ.Ν. που έζησε την περιοχή, αφού είχε μαγαζί εκεί, το 1937 οι παράγκες έπιασαν ξαφνικά φωτιά. Κι η πυροσβεστική του Δήμου αντί να ρίξει νερό, έριξε πετρέλαιο, και κάηκαν ολοσχερώς. Είπαν τότε ότι ο Μεταξάς ήθελε να διώξει από κει ρεμπέτες και χασισοπότες, οι οποίοι συχνά δημιουργούσαν επεισόδια κι αυτό και έγινε.
«Ολως τυχαίως» η πυρκαγιά κατέστρεψε την πλατεία Καραϊσκάκη και τα Λεμονάδικα, και μεταξύ των άλλων ξεσπιτώθηκαν και οι μάγκες, ρεμπέτες και χασισοπότες. Αλλωστε και το τραγούδι του Παπάζογλου για ένα τέτοιο περιστατικό μιλάει.
Ετσι τα ΛΕΜΟΝΑΔΙΚΑ μεταφέρθηκαν ανάμεσα Καμίνια και νέο Φάληρο, στην αρχή της Πειραιώς, δίπλα στις γραμμές του Ηλεκτρικού -εκεί που θα οικοδομηθεί το νέο κτήριο της Ραλλείου - όπου έμειναν ως τις 15-3-1965 οπότε και μεταφέρθηκαν στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών-Πειραιώς στο Ρέντη.
Τα μαγαζιά των Λαχαναγορών δεν είχαν ζυγαριές. Τα πέζα (δηλαδή το ζύγισμα) το έκαναν οι κανταριτξήδες, οι οποίοι ήταν δημοτικοί υπάλληλοι. Ζύγιζαν με το καντάρι. Αυτό είχε ένα μηχανισμό και κατέγραψε πόσα πέζα (ζυγίσματα) έκαναν κάθε ημέρα και τα χρήματα τα έδιναν στο Δήμο. Είχαν βέβαια και τα κόλπα τους οι κανταριτξήδες, και έδιναν λιγότερα χρήματα.
Εκεί υπήρχαν κυρίως οι μεγαλέμποροι λεμονιών Καρακατσάνης, Δημ. Νόσης και άλλοι.
Μετά την Κατοχή τα καίκια από τα νησιά ξεφόρτωναν τα λεμόνια στο Πασαλιμάνι για να είναι πιο κοντά.
Ένα άλλο τμήμα της νέας Λαχαναγοράς, υπήρχε στο σημερινό αμαξοστάσιο των απορριμματοφόρων του Δήμου Πειραιά επί της οδού Θ. Ρετσίνα, στη Λεύκα, ενώ τα κρέατα ήταν στα Σφαγεία, στην περιοχή των Λιπασμάτων Δραπετσώνας.
Τη Λαχαναγορά του Πειραιά τροφοδοτούσαν με διάφορα λαχανικά οι πλούσιοι λαχανόκηποι του Ρέντη και όχι μόνο. Το 1960 είχα επισκεφθεί στο Ρέντη ένα αγρόκτημα κάποιου φίλου μου, του Μαρούλη, το οποίο διάθετε πηγάδι που έβγαζαν νερό με το «μαγγάνι» που γύριζαν άλογα. Εκεί έβοσκαν τα κοπάδια τους και οι κτηνοτρόφοι του Ρέντη.
Το 1952 έγινε χονδρέμπορος φρούτων και ο γνωστός ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης όταν σταμάτησε να παίζει στο πάλκο.
Τότε μεγάλος αριθμός μικροεμπόρων και μεταφορέων πήγαινε στην λαχαναγορά του Πειραιά, κάθε ξημέρωμα για να προμηθευτεί ή να μεταφέρει εμπορεύματα.
Πίσω από τη Δημοτική Λαχαναγορά της Ρετσίνα, σε κάτι παράγκες από λαμαρίνες, μετά το 1947, πρόσφεραν τις «υπηρεσίες» τους, περιστασιακές ανοργάνωτες ιερόδουλες.
Το τρίγωνο οικόπεδο όπου θα χτιστεί η Ράλλειος και το γήπεδο Καραϊσκάκη
Πιο πέρα, εκεί που αρχίζει σήμερα το Νέο Φάληρο, δίπλα στο σημερινό γήπεδο Καραισκάκη η περιοχή ήταν γεμάτη από παράγκες με οίκους ανοχής και μπαρ (καφενεία κ,λ.π)
Εκεί έβρισκαν γυναίκες οι απλοί Γερμανοί στρατιώτες κατά την Κατοχή. Είχε βέβαια αρχίσει να δημιουργείται η Τρούμπα, αλλά ήταν για τους αξιωματικούς και τους Ελληνες συνεργάτες τους. Κι αυτά παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί ήταν πολύ προσεκτικοί στα θέματα γυναικών.
Αυτά βέβαια τα πρώτα χρόνια της Κατοχής, γιατί μετά στην περιοχή αυτή άρχισαν να δρουν άνδρες της Αντίστασης και δυσκόλεψαν τα πράγματα για τους Γερμανούς. Δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν μόνοι τους.
Η μάγκικη αργκό
Η
μάγκικη αργκό την εποχή εκείνη ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Το πιο βασικό στοιχείο κατανόησης της αργκό είναι το ρεμπέτικο, χωρίς
αυτήν δεν θα κατανοήσουμε ποτέ την αλήθεια του.
Ας πάρουμε ένα τραγούδι και τι σημαίνει.
Κάτω στα λεμονάδικα.
Κάτω στα λε-, κάτω στα λε, κάτω στα λεμονάδικα
Κάτω στα λεμονάδικα γίνηκε φασαρία
Δυο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία
Τα σίδερα, τα σίδερα, τα σίδερα τους φόρεσαν
Τα σίδερα τους φόρεσαν και, στη στενή τους πάνε
κι αν δε βρεθούν τα λάχανα, το ξύλο που θα φάνε
Κυρ αστυνό-, κυρ αστυνό-, κυρ αστυνόμε μη βαράς
Κυρ αστυνόμε μη βαράς, γιατί καi συ το ξέρεις
πως η δουλειά μας είν' αυτή και ρέφα μη γυρεύεiς
Εμείς τρώμε, βρε εμείς τρώμε, εμείς τρώμε τα λάχανα
Εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
για να να μας βλέπουν τακτικά της φυλακής οι πόρτες
Δε μας φοβί-, δε μας φοβί-, δε μας φοβίζει- ο θάνατος
Δε μας φοβίζει- ο θάνατος, μον" μας τρομάζει- η πείνα
γι- αυτό τσιμπούμε λάχανα και την περνάμε φίνα
ΦΑΣΑΡΙΑ: Διαπληκτισμός από λεκτική σύγκρουση ευρωπαικού τύπου ως Ελληνικότατες
σφαλιάρες στην περίπτωση μας συμπλοκή με τα όργανα της τάξης
ΛΑΧΑΝΑΔΕΣ: Οι κλέφτες πορτοφολιών (πάντα δουλεύουν σε ζεύγη)
ΠΙΑΣΑΝΕ: Συνέλλαβαν επ αυτοφώρω
ΚΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ: Πολύ συγκεχυμένη έννοια εδώ εννοεί «κάνουν τον αδιάφορο
η τον άσχετο με το συμβάν»
ΤΑ ΣΙΔΕΡΑ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΣΑΝ: Τους έβαλαν χειροπέδες αλλά το «φοράω» με την
υποτιμητική έννοια δηλ τους έπιασαν σαν κορόιδα
ΣΤΕΝΗ: Το κρατητήριο λόγω του στοιβαγμού πολλών ατόμων σε μικρό χώρο
ΤΟΥΣ ΠΑΝΕ: Τούς μεταφέρουν πεζούς και δεμένους με στόχο τον εξευτελισμό τους
ΛΑΧΑΝΑ: Τα πορτοφόλια λόγω των πολλών θηκών που έχουν αλλά η έκφραση
αναφέρεται στην παράδοση των κλοπιμαίων (βρεθούν)και γενικότερα στην
συνεργασία με τις αρχές (ρουφιανιά)
ΤΟ ΞΥΛΟ ΠΟΥ ΘΑ ΦΑΝΕ: Γνωστή μέθοδος σωφρονισμού που χρησιμοποιείται ακόμα από
τις αρχές με βέβαιη επιτυχία
ΡΕΦΑ: Μερίδιο του οργάνου της τάξεως επί των κλοπιμαίων με αντάλλαγμα την
συγκάλυψη του γεγονότος (μερικοί μαλάκες λένε στα πάλκα την λεξη «ρέστα»)
Και έτσι χάνεται ΟΛΟ ΤΟ ΝΟΗΜΑ του τραγουδιού
ΤΡΩΜΕ: Κλέβουμε γενικά
ΤΣΙΜΠΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΑΝΤΟΦΛΕΣ: Τρώμε το ξύλο
ΤΣΙΜΠΟΥΜΕ ΛΑΧΑΝΑ: Κλέβουμε πορτοφόλια
ΠΕΡΝΟΥΜΕ ΦΙΝΑ: Επιβιώνουμε δίχως μισθωτή εργασία
από
www.rembetiko.gr/forums/archive/index
ΒΑΣΙΛΗΣ Π. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ
11-12-10
© KOUTOUZIS.GR Αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή www.koutouzis.gr