Αισθηματικό  διήγημα

 

                  ΚΑΡΤΑ   ΑΠ   ΤΟ   ΛΟΝΔΙΝΟ

 

 

     Η  Λίλυ ήταν   εξαιρετική  κοπέλα.   Πολύ γοητευτική,  πρόσχαρη  και έξυπνη.  Ηταν από τις γυναίκες  που  έχουν τη δυνατότητα  να κρατούν   πάντα αμείωτο το ενδιαφέρον ενός άνδρα, που του προσφέρουν πραγματική  ευχαρίστηση όταν του κρατούν συντροφιά.

      Είχε δυο  μεγάλα  μάτια που ένοιωθες να χάνεσαι μέσα  α  αυτά σαν σε κοιτούσε,  ξανθά μαλλιά που παιχνίδιζαν  χαριτωμένα  καθώς το κεφάλι της κινιόταν   δεξιά —  αριστερά.  Επειτα  είχε ένα  όμορφο σώμα, ένα υπέροχο σύνολο.  Ε­να σύνολο  που  δημιουργούσε ζωντάνια με την παρουσία του !

     Θα  πρέπει  να ομολογήσω πως  από την ημέρα που γνώρισα τη  Λίλυ, η ζωή μου  είχε πάρει    έναν  άλλο   ρυθμό. Έναν ευχάριστο ρυθμό που δύσκολα  νοιώθει κανείς.  

     Όταν ήμουν μόνος τη  σκεπτόμουν, όταν ήμουν κοντά της  ήμουν ευτυχής, ένοιωθα ξεκούραση, κάποια σιγουριά για τη  ζωή  ανεξήγητη. Μ' όλα αυτά δε θέλω να πω  πως ένοιωθα    ερωτευμένος με τη Λίλυ.  Η μάλλον δε μου δόθηκε η ευκαιρία να σκεφτώ κάτι τέτοιο,  γιατί χαιρόμουν κι έτσι με την ύπαρξή της, με την παρουσία  της.  

 

                                                                       ***  

 

       Με τη Λίλυ γνωριζόμασταν σχεδόν ένα χρόνο  και  ποτέ δεν είχα αντιληφθεί να ενδιαφέρεται για κάποιον.  Βέβαια ήταν σοβαρή κοπέλα, περιορισμένα εκδηλωτική, και μπορείς να πεις λίγο  παράξενη. Βέβαια  που να ξέρω τι έκανε πιο πέρα.

      Ηταν πολύ αφοσιωμένη στη δουλειά της, και κάποιες φορές  δε μούδινε καν σημασία, όταν μελετούσε κάτι  - ήταν αρχιτέκτων.

 

         Κάτι περίμενε η Λίλυ  αλλά....

 

       Αυτό το τελευταίο με πείραζε λίγο γιατί  ήθελα να εκδηλώνει  περισσότερο  ενδιαφέρον για  μένα, που όσο νάταν τη συμπαθούσα.  Αλλά την καταλάβαινα και προσπαθούσα να μην την ενοχλώ όταν είχε  δουλειά.  Όμως έρχονταν φορές που μούδινε την εντύπωση ότι κι αυτή δεν έμενε  ασυγκίνητη, αλλά μετά  με κάποιο τρόπο, αυτήν εντύπωση την ξανάπαιρνε πίσω, όταν έβαζε το σοβαρό επαγγελματικό της ύφος και  αφοσιωνόταν στη δουλειά της και στις αναποδιές της.  

      Ετσι δε μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς ένοιωθε για μένα. Την ενδιέφερα άραγε, ή   η  φιλική, πολύ φιλική συντροφιά   της ήταν αποτέλεσμα του ευγενικού της χαρακτήρα.

      Συν τω χρόνο αυτό το ερώτημα έγινε πραγματικό άγχος  για μένα  που άρχισα να θέλω την αγάπη της.

      Σαν μια μικρή απάντηση  στο ερώτημα που με απασχολούσε ήρθε μια   τελευταίας της  εκδήλωση.

        Η Λίλυ είχε πάρει άδεια  από τη δουλειά της  και είχα να τη δω   δέκα μέρες περίπου, όταν ξαφνικά έλαβα  μια κάρτα της  που ευχόταν «χρόνια πολλά» για  τη  γιορτή  μου.  Αυτό ήταν μια έκπληξη  και μούδωσε μεγάλη χαρά κι ελπίδες.  Μα πιο πολύ χάρηκα όταν την είδα μετά από δυο μέρες, στην είσοδο  του γραφείου μου, πού ήρθε να μου ευχηθεί και προσωπικά.

        Τότε  ένοιωσα  μέσα μου πραγματική ευτυχία. Με χαιρέτησε και  κάθισε απέναντί  μου  χαρούμενη όσο ποτέ άλλοτε, σχεδόν  ευτυχισμένη.   Ισως φανώ   ανόητος,  μα  πίστευα  πως  χαιρόταν  ε­πειδή  βρισκόταν  κοντά  μου ύστε­ρα από  τόσες ημέρες.   

        Και φαίνεται  πως δεν έκανα λάθος γιατί φεύγοντας μου ζήτησε να τη συνοδέψω μέχρι τη στάση του λεωφορείου, πράγμα   που έκανα  με μεγάλη ευχαρίστηση.

       Στο διάστημα   που  πέρασε  μέχρι  εκεί, η Λίλυ χρησιμοποίησε   δυο –τρεις φορές λέξεις  που φανέρωναν  κάποια συμπάθεια για μένα, γεγονός που με συγκίνησε και  με γέμισε ελπίδες.

        Κι αυτές, όμως, γκρεμίστηκαν  όταν την άλλη μέρα είδα  τη  Λίλυ  με τη μάσκα  της  επαγγελματικής  σοβαρότητας. Τότε σκέφτηκα  πως είχα κάνει λάθος,  πως η Λίλυ δεν  ένοιωθε τίποτα ιδιαίτερο  για  μένα, και   πως κάποιος άλλος κυριαρχούσε στην καρδιά της. Ετσι  πληγωμένος κάπως, από το κορίτσι  εκείνο  που με  είχε γοητέψει  πια, σε σημείο να το λατρεύω κυριολεκτικά  κι ας παρουσίαζε ορισμένες  παραξενιές, πήρα την απόφαση να μην το επισκεφτώ ξανά, και να προσπαθήσω   να ξεχάσω  την ενδιαφέρουσα   μορφή της.

      Πίστεψα  μέσα μου, πως αν  όλα αυτά δεν τα έκανε  από ένα σοβαρό εγωισμό που ίσως δεν κατόρθωνε να  νικήσει ποτέ, τότε  σίγουρα της έμενα  αδιάφορος  και δεν έπρεπε  να την ενοχλώ. 

 

                                                                          ***

     Είχαν  περάσει   τρεις μήνες, περίπου, χωρίς να δω τη Λίλυ, κι ούτε   στο διάστημα  αυτό  εκείνη  είχε  φροντίσει   να  επικοινωνήσει μαζί  μου για να δει  τουλάχιστον τι κάνω. Σίγουρα  η σκέψη της  πάντα με συγκινούσε, αλλά  το είχα  πάρει απόφαση, πως η Λίλυ ούτε  καν  με σκεπτόταν.

      Αυτά  συνέβαιναν ως την ημέρα που  τη   συνάντησα  τυχαία στο δρόμο, εύθυμη  στο πλάι ενός όμορφου νέου.  Η καρδιά  μου  σφίχτηκε  αμέσως. Αυτός ήταν ο τυχερός. Κι εγώ  ο κουτός πίστευα  πως ίσως  μπορούσε να μ  αγαπήσει, να δώσει σιγουριά στο  δικό  μου αίσθημα. Θέλησα  να την αποφύγω, αλλά με είδε:

- Ε, όχι  κι έτσι….. μου φώναξε.  Δεν σου κάναμε δα και τίποτα κακό.

       Θεώρησα τα λόγια   της ειρωνεία, όμως  από ευγένεια  τη χαιρέτησα  κι εκείνη  μου σύστησε το συνοδό της.

       Είπα ψέματα πως  χαιρόμουν για τη γνωριμία του κυρίου, ενώ  στην πραγματικότητα έβραζα  μέσα  μου.

- Πες  μου τα νέα σου, συνέχισε εκείνη. Θα πρέπει νάχεις πολλά, τόσος καιρός άλλωστε….

       Την κοίταξα ερωτηματικά, ενώ εκείνη χαμογελούσε.

- Ναι, πράγματι, είπα, πολύς καιρός,  αλλά  δεν έχει σημασία. Αλλωστε δεν υπάρχουν πια γεγονότα. Κάπου  ο χρόνος  σταμάτησε  να γράφει….

- Θυμάμαι,  πριν τρεις μήνες, περίπου,   όταν χάθηκες ανεξήγητα…

- Ναι, έχεις δίκιο, έπρεπε , όμως, δε νομίζεις;….

- Μπορεί ναι, αλλά μπορεί  και όχι!  Πιο καλύτερη θα ήταν   μια εξήγηση…

- Νόμισα πως ήταν περιττή…. ότι  κι οι δυο ξέραμε…..

- Λάθος, δεν ξέραμε τίποτα, ποτέ δε  μου μίλησες  συγκεκριμένα για κάτι,  πάντοτε  με άφηνες  με ερωτηματικά. Γι  αυτό δε μπορούσα νάχω μια σταθερή θέση απέναντί  σου. Περίμενες  από  μένα το πρώτο  βήμα;

       Σκέφτηκα αν μπορούσε το  λάθος νάταν δικό  μου. Είχε κάποιο δίκιο. Δεν της είχα ποτέ  πει καθαρά ότι την αγαπώ, κι ας της  έδειχνα τη συμπάθειά μου.

- Εχεις   δίκιο, ποτέ δε σου μίλησα για τα αισθήματά μου….

- Τότε μην παραπονιέσαι,  έχω την εντύπωση  πως την αρχή την κάνει ο άνδρας…

- Μάλλον,  απάντησα μ ελπίδα, είπα. Κι  αγνοώντας το σύνοδό της  συνέχισα:  Ας την κάνω τώρα….

- Τι  κρίμα! Αύριο φεύγω για το Λονδίνο. Θα  λείψω δυο μήνες….

- Κρίμα, επανέλαβα  απογοητευμένος πάλι.

       Η Λίλυ είπε ένα  «θα  τα πούμε  τότε», με χαιρέτησε,  της ευχήθηκα καλή επάνοδο και απομακρυνθήκαμε. Σίγουρα ήταν η τελευταία φορά που  την έβλεπα.  Αλλωστε δίπλα στη δική της σιλουέτα, καθώς απομακρυνόταν, έβλεπα κι εκείνη του «κ. Βρανά», όπως μου τον είχε   συστήσει. Επειτα   θάφευγε   για το Λονδίνο.

 

                                                                      ***

     Είναι   οκτώ  μέρες  απ  όταν συνάντησα  τη Λίλυ στο δρόμο.  Τώρα όμως  είμαι γεμάτος χαρά. Στα χέρια μου κρατώ  μια κάρτα  από το Λονδίνο που  γράφει:

        « Μακριά  από την Ελλάδα, όπου βρίσκεσαι, νοιώθω μεγαλύτερη την απουσία σου, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση  να σε συναντήσω   ούτε στο δρόμο. Μόνο δική σου Λίλυ».

         Χρειάζεται  τίποτε άλλο; Δε  μπορώ να συνεχίσω, ετοιμάζω τις βαλίτσες μου για το Λονδίνο……

 

                                                                                              ΒΑΣΙΛΗΣ  ΠΑΝ. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ

 

    Κεντρική  σελίδα