ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ   ΔΙΗΓΗΜΑ

 

     Ειδύλλιο  εν   πτήσει.....

 

 

        ΤΟ  ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ σύρθηκε λίγο στον διάδρομο  και   μετά σιγά -σιγά,  άρχισε  να σηκώνεται.  Ανατρίχιασα  καθώς  το ένοιωσα   να βρίσκεται   στον  αέρα,   γιατί   ήταν  η  πρώτη   φορά   που  πετούσα   και  όσο νάταν  φοβόμουν.

         Οταν είχα έρθει στο Παρίσι πριν έξη μήνες  με μια υποτροφία, ταξίδεψα με το  τραίνο. Τώρα, επειδή  βιαζόμουν να βρίσκομαι στο γάμο της αδελφής μου, αποφάσισα να  ταξιδέψω αεροπορικώς, για να φθάσω πιο σύντομα στην 'Αθήνα και πιο ξεκούραστα.

        Για  το  γάμο   της   Μαίρης   με  είχε  ειδοποιήσει   τηλεφωνικώς   ο  πατέρας  μου.   Στην  αρχή   έμεινα  έκπληκτη  γιατί ήξερα  ότι η αδελφή  μου   μισούσε   τον   γάμο.    Αλλωστε,   ήθελε   να   τελειώσει   τις   σπουδές  της   στο   Πανεπιστήμιο.   Άλλα   τί   μπορούσα   να   κάνω;    Αδελφή   μου ήταν,  έπρεπε  να πάω  και   μάλιστα σύντομα,  για να  τη βοηθήσω.

          Ετσι,   έβγαλα  το  εισιτήριό   μου  και,  εγκαταλείπονται   το  Παρίσι, μπήκα στο αεροπλάνο, όπου δεν ένοιωθα και   τόση ασφάλεια.

— Φαίνεστε να φοβάστε... μου είπε ο κύριος που καθόταν δίπλα μου.                                                                                        

        Κοίταξα  λίγο   έξω απ'   το παράθυρο και  απάντησα:

— Ναι... όχι ... Δηλαδή... είναι, ξέρετε, η  πρώτη   φορά που ταξι­δεύω με αεροπλάνο...

        Κούνησε λίγο  το  κεφάλι του και έμεινε σκεφτικός, χωρίς να με κοιτάζει.  Τότε  βρήκα  την  ευκαιρία να τον περιεργαστώ.

              Ηταν ένας όμορφος άντρας, μελαχρινός, με κατσαρά μαλλιά, φαρδείς ώμους, απ αυτούς  που  αρέσουν  συνήθως  στις γυναίκες.

—  Για   που   πηγαίνετε; Διέκοψε τις σκέψεις  μου.

—-   Στην   Αθήνα.   Θα  μείνω δέκα  μέρες  και θα  επιστρέψω στο  Παρίσι.

—   Σπουδάζετε   εκεί;   ξαναρώτησε   ενώ   το   αεροπλάνο   συνέχιζε   τον δρόμο   του.

—   Ναι,   έχω πάρει   μια  υποτροφία για  ένα χρόνο.  Θέλω όμως  έξι  μήνες  ακόμη.   Εσείς, εκεί  μένετε;   βρήκα το    θάρρος   να ρωτήσω.

—   Οχι, είχα έρθει   για λίγες μέρες.   Είμαι  έμπορος  και  είχα κάτι δουλειές…..

       Δεν ήξερα τι   δουλειές μπορούσε νάχει   ένας  έμπορος στο Παρίσι, αλλά φαινόταν να μου λέει  ψέματα. Το παρουσιαστικό του έδειχνε εν­τελώς διαφορετικό επάγγελμα.

Ήταν ένας τύπος που  με είχε   συγκινήσει από την πρώτη στιγμή. Τα μαύρα του μάτια,  όταν με κοίταζαν, ένοιωθα να με μαγνητίζουν και να με τραβούν κοντά του.

      Και φαίνεται, τόχε καταλάβει, γιατί, κοιτάζοντάς με κατάματα, μου είπε με θαυμασμό:

—  Είσαστε πολύ όμορφη!

      Αυτό  το ήξερα,  αλλά όσο  νάταν  κολακεύτηκα.

—   Με  λένε  Ζέτα,  βρήκα  ν'   απαντήσω.

      Χαμογέλασε   ικανοποιημένος, φαίνεται, που είχε  πετύχει το  σκοπό  του.

—    Σε  πόση ώρα φθάνουμε στο Μιλάνο;   ρώτησα    για να   αλλάξω   τό­νο στη συζήτηση.

—  Σε   δέκα  λεπτά  περίπου.

      Ούτε  είχα   καταλάβει  καθόλου, πώς είχε περάσει  μία  σχεδόν ώρα   από τότε που ξεκινήσαμε,  πότε βυθισμένη στις   σκέψεις   μου,  πότε  με τη συζήτηση  του   Αργύρη —  αυτό ήταν τ'  όνομά του. Σε  λίγο θα  προσγειωνόμαστε στο Μιλάνο.

—   Θα  βγείτε έξω;   ρώτησε ο   Αργύρης.  Πρέπει.   Θα σας   κάνω συντροφιά.

       Βρήκα  την   απόφασή  του   πολύ πρόωρη   αλλά  όχι και ανεπιθύμητη.  Αλλωστε, πως  θα  περνούσαν οι  δυο   ώρες της καθυστέρησης στο αεροδρόμιο;

        Ετσι, όταν προσγειωθήκαμε στο Μιλάνο, βγήκα  με τον Αργύρη για έναν περίπατο.

Είχε πολύ κέφι και ήταν λιγότερο συγκρατημένος από μέσα. Μι­λούσε για διάφορα πράγματα και φαινόταν να  ξαναείχε επισκεφθεί  εκείνη  την πόλη. Μέσα στο πάρκο, μάλιστα, μου  εξήγησε τη σημα­σία ενός αγάλματος, Επειτα προχωρήσαμε στην απογευματινή δρο­σιά του πάρκου,  όπου  του δόθηκε η ευκαιρία ν'  ακουμπήσει το χέρι του πάνω στον ώμο μου. Αλλά το τράβηξε γρήγορα, σαν να είχε κάνει λάθος. Ομως συνέχισε αργότερα. Αφέθηκα στα συγκρατημένα χάδια του και σε μια στιγμή, βρέθηκα στην αγκαλιά του.  Οταν τα χείλη του αναζήτησαν τα δικά μου,  του τα έδωσα πρόθυμα...

        Οταν γυρίσαμε, ήμουνα κατενθουσιασμένη. Αυτός ο  άνθρωπος  είχε αρχίσει να μιλάει στην  καρδιά μου.  Αλλωστε κάποιον έπρεπε να αγαπήσω κι' εγώ. Ο Αργύρης ήταν ο τύπος που μου άρεσε κι' έδει­χνε νάναι καλό παιδί...  Ομως είχε ένα φευγαλέο χαμόγελο στα χεί­λη του, σαν νάκρυβε κάτι ή σαν να μην  ήταν σίγουρος για την ευτυχία του.

        Μπήκαμε πάλι στο αεροπλάνο κα συνεχίσαμε το ταξίδι. Τώρα ο  Αργύρης φαινόταν  κουρασμένος. Δεν είχε διάθεση.  Ποιος  ξέρει τί σκεφτόταν... Τον ρώτησα.

— Τίποτα, χρυσή μου, απάντησε κι έβγαλε το πορτοφόλι του, για να δει κάτι, ίσως κάποια σημείωση.

        Καθώς ανακάτεψε τα χαρτιά του, τούπεσε ένα κι  έσκυψα να το πιάσω. Αυτό το χαρτί  ήταν η φωτογραφία μιας γυναίκας...

        Κόντεψα να λιποθυμήσω. Προσπάθησα να κινήσω τα χέρια μου, να του τη δώσω, αλλά αυτά έμειναν ξερά σαν ξύλα. Ηταν η φωτογραφία  της αδελφής μου! Και πίσω η αφιέρωση έγραφε:

          « Με αγάπη  στον  μνηστήρα  μου  Αργύρη».

           Ηθελα να βάλω τα κλάματα, να φωνάξω, να πηδήσω   από το αερο­πλάνο, αλλά ο λυγμός μου   πνίγηκε στο βουητό του.

          Ο  Αργύρης — ο μέλλων κουνιάδος μου — άπλωσε το χέρι του  και  την πήρε.

—  Δεν είναι   τίποτε...  Μια  παλιά  ιστορία...  τραύλισε.

—   Καλά,  πρόφερα κρύβοντας  όσο  μπορούσα  την  ταραχή   μου,  αλλά  δε  νοιώθω  ευχάριστα,  συγγνώμη...

          Ακούμπησα το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες μου και σκούπισα κρυφά ένα δάκρυ που έτρεξε.   Δεν ήξερα τί έπρεπε να κάνω.

          Να τον βρίσω,  να τον  αφήσω και να  μην του πω τίποτα, να τα απο­καλύψω όλα στην αδελφή μου, για να της ανοίγω τα μάτια; Ακόμη και να τον  χτυπήσω μου ερχόταν. Ποια  θα ήταν η  θέση του ανάμεσα σε μένα και στη  Μαίρη, που  θα  γινόταν γυναίκα του;

         Όχι όχι... ντρεπόμουν. Δεν ήθελα να πικράνω την αδελφή μου. Μπορεί αυτή να τον αγαπούσε…..

         Αυτό θάκανα. Δε  θάλεγα τίποτα. Ομως, αυτό που  είχε κάνει   ο Αργύρης δεν ήταν τίμιο. Είχε προσπαθήσει να με ξεγελάσει, ενώ εγώ τον πίστεψα. Γι'. αυτό ήθελα να τον εκδικηθώ...

 

       Πως   πέρασε  η  ώρα   μέχρι που  φθάσαμε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, δεν κατάλαβα. Ημουνα ζαλισμένη  και  ο Αργύρης δεν μου  είχε μιλήσει καθόλου.  Η μάλλον μπορεί να  μου  είχε μιλήσει και δεν είχα ακούσει. Γιατί κι όταν  προσγειωνόμαστε  με σκούντησε η αεροσυνοδός για να συνέλθω.  Έδεσα τη   ζώνη μου  και προσγειωθήκαμε.

        Οταν βγαίναμε   από το αεροσκάφος, είπα στον  Αργύρη να προ­χωρήσει, για  να μη μας  δουν οι δικοί μου, που  θα με περίμεναν, και ίσως τον έπαιρνα στο τηλέφωνο την επομένη.

         Με καληνύχτισε κι' έφυγε. Εγώ πήγα στην αίθουσα αναμονής  και παράγγειλα ένα  δυνατό   καφέ.

          Οταν τον ήπια, συνήλθα κάπως και σκέφτηκα καλύτερα. Ναι, θα γυρνούσα πίσω στο Παρίσι...

 

          Μόνο όταν βρέθηκα  εκεί  ησύχασα.  Ολα έμοιαζαν μ'  ένα όνειρο.  Ο Αργύρης δεν ήξερε ποια ήμουν, ούτε και  θα  το μάθαινε ποτέ. Έτσι,  αν δεν είχε αλλάξει γνώμη,  αφού θα ξεκαθάριζε τις σκέψεις του, θάπρεπε να παντρευτεί την αδελφή μου. Ωσπου να τον συναντούσα πάλι σα γαμπρό μου, θα φρόντιζα ν' αλλάξω εμφάνιση. Για  τ' όνομά μου, αυτό   ήταν εύκολο.  Δεν μ' έλεγαν Ζέτα αλλά Λουκία. Ετσι  όλα θα  ήταν εν τάξει. Το μόνο που δεν είχα  κάνει ακόμα, ήταν ένα τηλεγράφημα.

           Γι' αυτό μόλις πάτησα στο δωμάτιο μου, πήρα ένα χαρτί και άρ­χισα να γράφω: «Λόγω   διεξαγωγής επιδείξεων,  αδυνατώ να έλθω, Εύχομαι βίον ευτυχή. Λουκία».

          Αυτό ήταν όλο. Δεν έκανε να τους ξεχάσω.  Επειτα ίσως αυτή να ήταν η τελευταία   ατιμία   του γαμπρού μου.

                                                                                             ΒΑΣΙΛΗΣ  ΠΑΝ.   ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ

 

 Κεντρική  σελίδα