ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ   ΔΙΗΓΗΜΑ / δημοσιεύτηκε  στο  περιοδικό      ΘΗΣΑΥΡΟΣ το  1967

 

        ΔΙΑΛΟΓΟΣ   ΣΤΟΝ  ΟΥΡΑΝΟ……

 

        Από νωρίς το απόγευμα εί­χα βυθιστεί στο διάβασμα αφη­γήσεων, γύρω από την ύπαρξη φαντασμάτων  και πνευμάτων. Στην αρχή, βέβαια, χωρίς ενδι­αφέρον, διότι όσο και να πιστεύει κανείς στην  ύπαρξη  «αε­ρικών», δεν είναι δυνατόν  να  αποδείξει πως υπάρχουν.

        Καθώς, όμως, προχωρούσα  στην ανάγνωση, η σκέψη μου  άρχισε ν' ασχολείται σοβαρά μ' αυτό το  θέμα, γιατί  βρήκα πολλά  σημεία, που μπορούσαν νάχουν σχέση με τον  εαυτό μου. Αφησα το   διάβασμα  κι άρχισα  να σκέφτομαι...

        «Τώρα τελευταία νιώθω τόσο παράξενα, χωρίς  κανένα λόγο. Αισθάνομαι σαν «ανύπαρκτος»,  σα να υπάρχει  μόνο  η ψυχή  μου. Εχω χάσει την αίσθηση του χρόνου και  του χώρου.  Ισως να είμαι κι εγώ ένα  πνεύμα! Αλλά, πάλι, αυτό δεν είναι δυνατό.

        »  Τα πνεύματα είναι αϋλα! Δεν είναι  χειροπιαστά, ό­πως εγώ αυτή  τη  στιγμή! Βέβαια,  δε  μπορεί   να είναι  αλλιώς...

        » ΕΙΜΑΙ  ο δόκτωρ Μπάρνετ. Με ξέρουν όλοι στη μικρή μας πόλη. Με βλέπουν, με  ζουν, μου σφίγγουν το χέρι.  Αν ήμουν πνεύμα, δεν θα γινόντου­σαν όλα αυτά. Θα περνούσα α­παρατήρητος,.. Κι'  όμως, κάποια σχέση πρέπει νάχω  με το υπερ­πέραν. Πολλές φορές νιώθω πως καθοδηγούμαι από ένα πνεύμα. Ισως αυτό να μου δίνει  τη δύναμη  ν' απαντώ σε  πράγματα, που για πρώτη φορά με ρωτούν  και πολύ περισσότερο, που  δεν διδάχθηκα ποτέ. Ποιο νάναι  όμως, το πνεύμα; Πώς να το αποκαλύψω;

         » Μα κουράστηκα μ αυτές τις σκέψεις... Καλύτερα θάταν να βγω στη  βεράντα να πάρω  λί­γο   αέρα, να ξεκαθαρίσει το μυ­αλό μου...

           » Το τρίξιμο της πόρ­τας, καθώς την άνοιξα, μου  θύμισε πως οι  μεντεσέδες θέλουν λάδωμα.

           —  Θα   το τακτοποιήσω αύριο, σκέφτηκα.

           ΕΞΩ ο δρόμος έχει απόλυτη ησυχία. Είναι   η  ώρα, βλέπεις, περασμένη —δώδεκα και τέταρ­το. Ψηλά στον ουρανό αλλάζει η  μέρα….. Λίγο αν προσέξει   κανείς, αντιλαμβάνεται ότι κάτι το μυστήριο γίνεται  αυτή τη  στιγ­μή. Το Σύμπαν νεκρό για τα μάτια,   μα  καθαρό  και διάφανο για το πνεύμα, παρουσίαζε  μεγάλη  κίνηση. Τούτη τη στιγμή η ψυχή  μου είναι στα ουράνια  κι  α­κούει τις φωνές άλλων  ανθρώ­πων, που δε ζουν πια και που το πνεύμα μου τις βλέπει σαν μι­κρές πυγολαμπίδες! Και  τι πολ­λές που  είναι!  Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις  σε  ποιους ανήκουν!

 

          

          » Μα, να! μια πυγολαμπίδα με­γαλώνει κι  έρχεται προς το μέ­ρος μου! Κι' όσο έρχεται, τόσο παίρνει τη μορφή μιας κοπέλας. Τώρα τη διακρίνω καθα­ρά. Είναι η Ροζίτα, η γυναίκα   μου, που  πέθανε πριν είκοσι χρόνια!  Απέχει μόλις λίγα μέτρα από μένα. Είναι   ακόμη νέα και όμορφη, όπως τότε. Με κοιτάζει   και   χαμογελά.

         — Μπάρνετ! ακούω τη γλυκιά   φωνή της να με καλεί.

          » Δεν μπορώ να της απαντήσω. Έχω  μείνει  έκθαμβος από το  μεγαλείο του ουράνιου  κόσμου...

         -  Μπάρνετ, σ' αγαπώ πάντα.  Ομως  δε  θέλω  νάρθεις ακόμη……

           » Ενα ρίγος διαπέρασε το  κορμί μου. Δεν είναι  ακόμα  ο και­ρός μου να πεθάνω, σκέφτηκα.

          —  Δε  θα πεθάνεις  ακόμα  Μπάρνετ,  μου  είπε η Ροζίτα.

         Είχε διαβάσει  κιόλας τη  σκέψη  μου.  Επρεπε να τα  ξέρει  όλα λοιπόν.

          —  Ποιός είμαι, Ροζίτα; Ποι­ός  είμαι; Τη ρώτησα τρομαγμένα.

          --  Ο πρώτος , απάντησε εκείνη  ήσουνα  γιατρός του Τουταγχαμών, ο δεύτερος ένας  γιατρός του Ναπολέοντα, και ο τρίτος, φυσικά, ο δόκτωρ Μπάρνετ…..

           »  Παρά λίγο να χάσω  τις αισθήσεις  μου. Όμως  με κράτη­σε ψύχραιμο η Ροζίτα.

           --  Μη φοβάσαι, Μπάρνετ.  Ολοι οι άνθρωποι έχουν ξαναζήσει   και  δύο  και τρεις και τέσ­σερις φορές...  Να  εγώ π. χ. ή­μουνα  πρώτα ιέρεια στην Ελευ­σίνα. Μ' έλεγαν   Αρσινόη.  Ο­ταν με σκότωσαν, γιατί αγάπη­σα έναν  όμορφο πολεμιστή,  η ψυχή μου περιπλανήθηκε  αρκε­τά  ώσπου να βρει ένα νέο σώ­μα. Με την νέα μου μορφή, ή­μουνα ένα κοριτσάκι αδύνατο και καχεκτικό, κόρη κάποιου Ιταλού γεωργού. Πέθανα  πολύ νέα πάλι, στα δεκάξι  μου  χρόνια.  Επειτα ξαναγεννήθηκα σαν κόρη κάποιου   δούκα  της  Καλα­βρίας.  Οταν μεγάλωσα, με  πήρες  εσύ, Μπάρνετ, και μ' έκανες γυναίκα σου. Θυμάσαι   τι  όμορφες  μέρες περάσαμε; Τις   εκδρομές, τις χιονοδρομίες, τις   γιορτές στο Τυρόλο;   Πάω  και τώρα   Μπάρνετ. Μόνο, που τα βλέπω όλα από ψηλά... Και  συ δεν είσαι εκεί...

          — Ροζίτα, γιατί   δεν ξαναγυ­ρίζεις στη   ζωή; τόλμησα   να  τη  ρωτήσω.

          — Αν  ξαναγεννηθώ, Μπάρνετ, ώσπου να μεγαλώσω,    εσύ  θάχεις πεθάνει….   Επειτα αν ξαναμπεί  η ψυχή  μου σ ένα  άλλο   σώ­μα, δε  θα   θυμάμαι  τίποτα απ  όσα  σου είπα. Ούτε  να σε γνω­ρίσω δε  θα μπορώ.  Κι ούτε φυσικά και συ! Τότε ποιο  το όφελος;   Από δω πάνω μπο­ρώ να σε βλέπω, να  περνάω κα­λά και να χαίρομαι...  Επειτα σε βοηθάω, Μπάρνετ. Θυμάσαι, προχθές, που κόντευες να πέσεις  με  το αυτοκίνητό σου   στη χαράδρα;  Εγώ  σούδωσα τη δύναμη να στρίψεις το τιμόνι αντίθετα  και να γλιτώσεις. Θυμάσαι που ανέβαλες το ταξίδι σου με το αεροπλάνο  που έπεσε και σκοτώθηκαν όλοι; Με δική μου προσταγή άλλαξες γνώμη…..Μα τώρα σ αφήνω  Μπάρνετ…. Πρέπει να γυρίσω ψηλά…. Θα με αναζητούν…. Θάμαι πάντα κοντά  σου  Μπάρνετ…. Και θα ξανάρθω……

         » Απόκοσμες μουσικές τυλί­γουν την αποχώρηση της Ροζίτας. Καθώς απομακρύνεται   ξαναγίνεται μικρή πυγολαμπίδα και σε λίγο  δεν ξεχωρίζει μέσα στις τόσες  άλλες. Αν δηλαδή  μπορέσει  κανείς να τις δει όλες μαζί…..

 

     » Τώρα πια ξέρω ποιος είμαι. Μου το αποκάλυψε η Ροζίτα… Ετσι εξηγείται  πως μερικές φορές   ξέρω πράγματα  που δε διδάχτηκα  ποτέ…. Και το σημαντικότερο, πως είδα τη Ροζίτα, την  αγάπη  μου, που την έχω χάσει  τόσα χρόνια…. Πόσο  θα ήθελα να ξανάρθει…. Εστω και σαν πυγολαμπίδα!.....

 

                                                                                        ΒΑΣΙΛΗΣ   ΠΑΝ.   ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ  

 

   Κεντρική  σελίδα