Προσαρτημένο  στις   Σελίδες με ενδιαφέρον

 

     Στο τεύχος  317 του Δεκεμβρίου 2011  του   περιοδικού  «ΣΥΛΛΟΓΕΣ»  που εκδίδει  ο κ. Αργύρης Βουρνάς, δημοσιεύθηκε ένα  άρθρο του  Σπυρίδωνα Μιχαλέα  (δείτε πιο κάτω) για το «Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης Αγιος Αθανάσιος» που  ίδρυσε ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ το 1577, και γρήγορα έγινε κέντρο σπουδών Ελληνικής και χριστιανικής παιδείας.

    Με αφορμή   το άρθρο αυτό, ο αρχιτέκτονας  Γιώργος Βασιλακόπουλος από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας, προϊστάμενος της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Πόρου, που έζησε στο Κολέγιο  αυτό,  απηύθυνε  επιστολή   στον εκδότη, με πολλά   στοιχεία για τα νεότερα χρόνια, η οποία και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 320 του Μαρτίου 2012 μαζί με προσωπικές του ενδιαφέρουσες φωτογραφίες. 

     Δείτε  το θέμα:

   Το Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης

 

                                                             Του Σπυρίδωνα  Ν. Μιχαλέα

 

     Το Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης ιδρύθηκε μετά την πρώτη Σύνοδο του Τrento, για να ενισχύσει τη μόρφωση των Ελλήνων στη Ρώμη. Πρόκειται για ένα Ίδρυμα, στο οποίο, όσο και αν συσσωρεύ­τηκαν οι μνήμες της ουμανιστικής παραδόσεως της Ρώμης, επικρα­τεί κατ' εξοχήν η ατμόσφαιρα της Αντιμεταρρυθμίσεως και της ιεραποστολικής πράξεως της Καθολι­κής Εκκλησίας.

     Το Κολέγιο αυτό εξελίσσεται σ' ένα κέντρο σπουδών της ελλη­νικής και χριστιανικής παιδείας και διαμορφώνεται ως η πρώτη ιδιόρ­ρυθμη και μοναδική πανεπιστημια­κή Σχολή ειδικά για Έλληνες στην Ευρώπη, αφού οι τρόφιμοι της μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση σε ηλικία 9 ετών περίπου. Στη συνέ­χεια, αυτοί αποφοιτούν μετά από δέκα - δεκαπέντε χρόνια ως πτυ­χιούχοι και διδάκτορες Φιλοσοφί­ας ή Θεολογίας.

       Η μορφωτική πολιτική που α­πό τα 1576 εγκαινίασε η Αγία Έδρα απέναντι στους σκλαβωμέ­νους Έλληνες με το Κολέγιο αυ­τό απέβλεπε στην παραγωγή στελεχών ικανών να υπηρετήσουν την ιδέα της ενωμένης Εκκλησίας με βάση το όραμα της αποτυχημένης Συνόδου της Φλωρεντίας.

       Η προσφορά μορφώσεως σε μι­κρούς Έλληνες στην Καθολική Δύση, κάτω από την άμεση επο­πτεία της Λατινικής Εκκλησίας, γνώρισε διάφορα σχέδια. Από τον 14ο αι. ακόμη ο δομινικανός Brocardus υποστήριζε ότι πρέπει κά­θε ελληνική οικογένεια να στέλ­νει στη Δύση ένα παιδί της για να ανατραφεί στη λατινική πίστη. Έτσι θα πετύχαινε ο «εκλατινισμός» της Ανατολής. Έναν αιώνα αργότερα, λίγο πριν από τη γνω­στή «ένωση» της Φλωρεντίας (1439), ο camaldoplese μοναχός και ανθρωπιστής Ambrogio Traversari, πρότεινε στον πάπα Ευγένιο Δ' τη μεταφορά στη Ρώμη ακόμη και ε­κατό νεαρών Ελλήνων που θα μορφώνονταν στα ελληνικά και τα λατινικά Γράμματα, θα ενστερνί­ζονταν τις απόψεις της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας και θα απέβαιναν πολύ χρήσιμοι, όταν, ώ­ριμοι, θα επέστρεφαν στην πατρί­δα τους. Με τον τρόπο αυτό θα σταθεροποιούνταν οριστικά η ένω­ση των δύο Εκκλησιών.

       Στις αρχές του επόμενου αιώ­να, του 16ου, η ίδρυση του περιώ­νυμου Ελληνικού Γυμνασίου «ad Gaballinum montem» από τον φι­λέλληνα πάπα Μέδικο Λέοντα Γ. Το Ελληνικό Γυμνάσιο Ρώμης ή­ταν σχολή προς εκμάθηση της ελ­ληνικής γλώσσας και μελέτης των Ελλήνων συγγραφέων που λει­τούργησε στη Ρώμη.            

      Ιδρύθηκε με­τά από τις επίμονες προσπάθειες του Ιανού Λάσκαρη και με την ευ­νοϊκή σύμπραξη του Πάπα Λέο­ντα Γ. Ο Λάσκαρης ήταν φίλος και οικείος των Μεδίκων. Όταν ο Λέων Γ έγινε Πάπας, κάλεσε τον Λάσκαρη στην Ρώμη. Ο Λάσκα­ρης ερχόμενος στην Ρώμη άρχισε αμέσως τις προσπάθειες ίδρυσης Γυμνασίου για την διατροφή και εκπαίδευση προσφύγων νέων από την υπόδουλη Ελλάδα. Ο Λέων έδωσε την συγκατάβαση του, και έτσι το Γυμνάσιο ανεγέρθη στούς πρόποδες του Κυρίνου λόφου. Για την ενέργεια τους αυτή Πάπας και ο Λάσκαρης αξιώθηκαν των επαίνων των συγχρόνων τους, και ιδιαίτερα του Ιερώνυμου Βίδα και Μάρκου Μουσούρου. Πολλοί σημαντικοί άνδρες αποφοίτησαν στο σχολείο αυτό. Ιδιαίτερα ο Κωνσταντίνος Ράλλης, Νικόλαος Σοφιανός, Χριστόφορος Κονταλέος, Ματθαίος ΔεΒάρης και άλλοι. Το Γυμνάσιο ήταν εξοπλισμένο με τυπογραφικό πιεστήριο, από οποίο τυπώθηκαν και εκδόθηκαν πολλά συγγράμματα των νεαρών φοιτητών. Αργότερα, όταν ο Λάσκαρης εγκατέλειψε την Ρώμη και πήγε στην Γαλλία για να μπει ατην υπηρεσία του Βασιλιά, ο δε Λέων Γ απεβίωσε το  1521, η λειτουργία του γυμνασίου φαίνετα­ι ότι έληξε. Αυτό εκλαμβάνουμε και από μια επιστολή την οποία γράφει ο Αρσένιος ο Μονεμβασίτης προς τον ίδιο τον Λάσκαρη. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι Κολέγιο του Λέοντος Γ δεν απέβλεπε καθόλου στη διάδοση των λατινικών δογμάτων γι αυτό και δεν αποτελεί ούτε συνέχεια προγενεστέρων επιδιώξεων ή καταστάσεων προσηλυτιστικού χαρακτήρα ούτε βέβαια και προοίμιο των ενεργειών της Καθολικής Εκκλησίας  στην περίοδο της Αντιμεταρρυθμίσεως.  

     Κατά τον 16ο αι. η Αγία Έδρα προσπαθεί να ελέγξει την θρη­σκευτική συνείδηση, ώστε να συ­γκρατηθεί το προτεσταντικό κίνη­μα. Έτσι αρχίζουν να διαμορφώ­νονται νέες συνθήκες ως προς τη στάση του Βατικανού απέναντι στον ελληνορθόδοξο κόσμο της Ανατολής. Οι καθολικοί προσπα­θούν να ενσωματώσουν τον «σχι­σματικό» κόσμο, στους κόλπους της δικιάς τους Εκκλησίας, κάτι που ήδη είχαν αρχίσει για δικό τους λογαριασμό οι προτεστάντες. Επίσης, οι καθολικοί χρησιμο­ποιούν το δυναμικότερο μέσο για να το πετύχουν: την «παιδεία», μέ­σω του ιερού κηρύγματος, της ίδρυσης σχολείων, της εκτύπωσης και διάδοσης Βιβλίων.

     Το πνεύμα της εποχής ολοκλη­ρώνεται στο πρόσωπο και στις πρά­ξεις ενός ικανού ηγέτη του καθο­λικού κόσμου, του πάπα Γρηγορίου ΙΓ'. Στην εκπαιδευτική του πο­λιτική οι Ιησουίτες, μειλίχιοι διδά­σκαλοι και λαμπροί διαφωτιστές, εξασφάλισαν αναμφισβήτητη επι­τυχία. Σ' αυτούς θα παραδώσει ο Γρηγόριος τη διεύθυνση του επα­νιδρυμένου στη Ρώμη Collegio Germanico, του Collegio Ungarico και του  Collegio  Inglesse. Στη Ρώ­μη επίσης ιδρύει τα Κολέγια των Μαρωνιτών του ΛιΒάνου και των Αρμενίων, καθώς και των Νεοφύ­των για τους Εβραίους και τους μουσουλμάνους που ασπάζονταν τον χριστιανισμό.

     Η πολιτική κατάσταση στην ο­θωμανική αυτοκρατορία είχε προ­καλέσει το ζωηρό ενδιαφέρον της καθολικής Ευρώπης και φυσικά του Βατικανού για το μέλλον των τουρκοκρατούμενων ελληνικών χωρών. Η προοπτική της απελευθέρωσης ελληνικών περιοχών έ­θεσε άμεσα στη Ρώμη το πρόβλη­μα της προσεγγίσεως των ορθό­δοξων πληθυσμών με ανθρώπους αφοσιωμένους στην ιδέα της ε­νώσεως των Εκκλησιών.  Έτσι ή­ταν αναγκαία η ίδρυση ενός Ι­δρύματος σχετικού με τους Έλλη­νες.

        Το 1575, φαίνεται πως είχε συ­νταχθεί παπική εγκύκλιος, στα ελ­ληνικά, που κοινοποιούσε στους κληρικούς και λαϊκούς της Ανα­τολικής Εκκλησίας την πρόθεση του Γρηγορίου ΙΓ' να ιδρύσει «φροντιστήριον» ή «διδασκαλείον», «παιδοτροφείον και παιδαγωγείον». Σ' αυτό καλούνταν να φοι­τήσουν ελληνόπουλα, για να μορφωθούν «εις τας σεμνάς επιστήμας», ώστε να μη σβήσει, αλλά να αναζωπυρωθεί και να διαλάμψει, όπως πρώτα, η σοφία της Ελ­λάδας. Το παπικό έγγραφο κάνει εκτενή αναφορά στην αρχαία ελ­ληνική κληρονομιά, η οποία πάει να χαθεί μέσα στην αμάθεια. Ο πάπας ενδιαφέρεται έντονα να δια­τηρηθεί η πολιτιστική ταυτότητα των Ελλήνων και στη συνέχεια α­ναφέρεται στη φλωρεντινή σύνοδο και την απόφαση της για την ένωση των Εκκλησιών. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, θα μορφώ­νονταν οι μαθητές του Κολλεγίου, ώστε να συμβάλλουν στη στε­ρέωση της εκκλησιαστικής ενώσε­ως.

       Με άλλα λόγια, το νέο Ίδρυμα είχε διττό σκοπό:την ανθρωπιστι­κή μόρφωση και η αποδοχή και διάδοση του φλωρεντινού όρου. Από τις 3 Νοεμβρίου 1576 άρχισε να λειτουργεί το Κολέγιο (πριν από την έκδοση της παπικής βού­λας) με την εγγραφή έξι μαθη­τών. Από τους έξι μαθητές, οι δύο γεννήθηκαν στην Ιταλία από Έλ­ληνες γονείς, Ηπειρώτες και Κορωναίους. Από τους υπόλοιπους, οι δύο ήταν από την Κύπρο και οι άλλοι από την τουρκοκρατούμενη ήδη πατρίδα τους (Κρήτη και Νάξο). Ωστόσο, δεν θα πρέπει να πα­ραλείψουμε πως η Βενετία είχε ενδιαφερθεί να διευκολύνει την αποστολή στη Ρώμη νεαρών Ελ­λήνων από τις αποικίες της στην Ανατολή (Επτάνησα, Κρήτη, Τή­νο).

      Η επίσημη διακήρυξη για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού Ιδρύματος των Ελλήνων έγινε στις 16 Ιανουαρίου 1577 με την έκδοση της γνωστής βούλας του Γρηγορίου ΙΓ. Σπουδαία θέση, στη λειτουργί­α του Κολεγίου, διαδραμάτιζαν οι καρδινάλιοι. Αυτοί, ήταν υπεύ­θυνοι για την επιλογή των οικότροφων και για την οικονομική ε­νίσχυση του Ιδρύματος. Ο μακρο­βιότερος και ο πιο δραστήριος ή­ταν ο Santoro ο οποίος διεύθυνε το Κολέγιο για περίπου 25-30 χρόνια. Αξιοσημείωτοι ήταν οι:  Filippo Buoncompagni, Gulielmo Sirielo kai o Benedetto Giustiniani.   Ο τελευταίος, μείωσε τα χρόνια των σπουδών, τον αριθμό των σπουδαστών και το προσωπικό του Ιδρύματος. Απομάκρυνε από τη διεύθυνση, το 1604, τους Ιησουί­τες και διεύθυνε το Κολέγιο ως τον θάνατο του. Ο θεσμός των καρδιναλίων συνεχίστηκε έως τα μέσα του 18ου αιώνα μ.Χ.

     Οι εξετάσεις στο Ίδρυμα λάμ­βαναν χώρα κάθε έτος και οι μα­θητές μπορούσαν να εξετασθούν στη Λογική, τα Φυσική Φιλοσοφί­α, τη Μεταφυσική και σε οποιοδήποτε μάθημα ολοκλήρωναν. Σημαντικές ήταν οι πτυχιακές και οι διδακτορικές εξετάσεις, οι οποίες γινόντουσαν δημόσια και με επι­σημότητα μέσα στην εκκλησία του Κολεγίου, τον Αγιο Αθανάσιο. Οι πτυχιακές εξετάσεις περιελάμβα­ναν τη Φιλοσοφία και την θεολο­γία. Πριν εμφανισθεί ο υποψήφιος πτυχιούχος στη δημόσια τελετή, υ­ποβαλλόταν σε αυστηρή εξέταση από τους καθηγητές του. Αν πε­τύχαινε στις εξετάσεις, του δινό­ταν οι ευκαιρία να δοκιμασθεί δη­μόσια με θέματα τα οποία έπρεπε πρώτα τα τοιχοκολληθούν σε δη­μόσια μέρη. Την ημέρα της τελε­τής, ο μαθητής έκανε μια εισαγω­γή μετά την οποία παρουσιάζονταν επίσημα στον καρδινάλιο τα θέματα. Ακολουθούσε η «εξέταση» και στο τέλος έκλεινε η διαδικα;σία με έναν επίσλογο από τον εξεταζόμενο.

      Για την αναγόρευση του διδά­κτορα, ίσχυε η παραπάνω διαδι­κασία με την μόνη διαφορά ότι εξεταζόταν σε δύο θέματα Φιλο­σοφίας και δύο Θεολογίας. Κάθε εξεταστής είχε δικαίωμα να μιλή­σει και να υποβάλει ερωτήσεις για περίπου 15 λεπτά. Στη συνέχεια  ο κλητήρας, διένειμε δύο χαρτάκια· στο ένα αναγραφόταν το γράμμα Α (approdo) και στο άλλο το γράμμα R (reprodo). Αυτά δίνονταν στον διευθυντή του Κολεγίου, στους προσκεκλημένους, στους ε­ξεταστές και στο προσωπικό του Ιδρύματος.

       Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Ο κλητήρας μάζευε τα χαρτάκια και ανακοίνωνε το αποτέλεσμα.

       Στη συνέχεια, εφόσον το απο­τέλεσμα ήταν θετικό, ο διδάκτο­ρας ορκιζόταν με το χέρι στο ευαγ­γέλιο και έπαιρνε από τον υπεύ­θυνο των σπουδών το διδακτορι­κό δίπλωμα. Του έδιναν επίσης έναν σκούφο, ένα δαχτυλίδι και την Αγία Γραφή. Στο τέλος, ο νέ­ος διδάκτορας ανέβαινε στην έ­δρα και έκανε ένα σύντομο μάθη­μα. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη του διδακτορικού διπλώ­ματος, πέρα από τη γνώση, ήταν το ήθος του υποψηφίου. Γενικά οι διδάκτορες του Κολεγίου ήταν και της Φιλοσοφίας και της Θεο­λογίας, από κοινού. Οι έλληνες διδάκτορες κάλυπταν συνήθως το 55% ως προς το σύνολο των δι­δακτόρων. Τέλος, για τους υπο­ψήφιους της Φιλοσοφίας - Θεολογίας τα θέματα είχαν δύο μέρη: το ένα προερχόταν από τον Αρι­στοτέλη και αναφερόταν στον φι­λοσοφικό τομέα  το άλλο κάλυ­πτε τον θεολογικό τομέα.

    Κεντρική σελίδα