Ηρωες  της  Αντίστασης στον Πειραιά

     

 

        Δεκάδες  είναι οι  ηρωϊκές   ιστορίες  που  γράφτηκαν  στα χρόνια της Κατοχής από  νέους  άνδρες  και νερά κορίτσια  που ανήκαν σε μυστικές οργανώσεις, τόσο στον Πειραιά όσο και αλλού.

        Ο  Γιάννης Ιωαννίδης, δημοσιογράφος και λογοτέχνης και ο Λουκάς Λιναράς, υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών, ήταν αρχηγοί της μυστικής ομάδας «Βύρων» ή «Βύρωνες», στην οποία ανήκαν πολλοί Πειραιώτες - παρακλάδι του «Απόλλωνα» και  συνεργάστηκαν στενά με την «Μπουμπουλίνα» τη μητρική οργάνωση της Λέλας Καραγιάννη.

       Τους Βύρωνες έφερε σε επαφή  με την Καραγιάννη  η Μάρτζορυ Δημοπούλου, κόρη της Φερεντίνου, που εργαζόταν για την οργάνωση «Απόλλων» - έγινε συνεργάτης της «Μπουμπουλίνας» μετά την αποφυλάκισή της το 1942.  

      Από το Μάρτιο του 1943, οπότε αποκαλύφθηκε η δράση τους, ο  Ιωαννίδης,   και ο  Λιναράς έζησαν στην παρανομία, καταδιωκόμενοι από τους Γερμανούς.( Τον Λουκά τον γνώρισα γύρω στα 1970,  έναν μετρίου αναστήματος άνδρα, αδύνατο σχεδόν, αλλά που η ψυχή του φαίνεται είχε μεγάλο  μπόϊ. Τότε είχαμε συμφωνήσει να βρεθούμε για να μου πολλές ιστορίες, αλλά τα πράγματα ήρθαν έτσι που η συμφωνία δεν υλοποιήθηκε).

      Άλλη σημαντική συνεργάτης της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα»μ σχετική με τον Πειραιά,  ήταν η ελληνογερμανίδα, Μαρίχεν Γκλόκερ, με το ψευδώνυμο «Σπίθα», που μπήκε στην οργάνωση με τις προσπάθειες του Κυρ. Γραφόπουλου. Εργαζόταν στο γερμανικό ναυαρχείο και για οκτώ μήνες, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι τον Μάιο του 1944, έδινε πολύτιμες πληροφορίες, όπως τα δελτία των βαποριών, που έφευγαν από τον Πειραιά και την Πάτρα με όλες τις λεπτομέρειες: όνομα, χωρητικότητα, φορτίο και λιμάνι προορισμού.

        Για τις αποστολές της η Καραγιάννη χρησιμοποιούσε την Καστέλα, Φρεαττύδα, το Πασαλιμάνι.  

       Ανάμεσα στους ανθρώπους που χρησιμοποιούσε ήταν  ο καπετάνιος Ηλίας Χρυσίνης και το καϊκι του.

        Ενας άλλος Πειραιώτης, ο Μανώλης Παρλαμάς, ταβερνιάρης  στην Πειραϊκή, στρατολογήθηκε από τους Αγγλους και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Όταν αυτή έγινε γνωστή συνελήφθη  από τους Ναζί και  εκτελέστηκε.

        Υπήρχαν  και  πολλοί  άλλοι Πειραιώτες αγωνιστές τους οποίους θα δούμε παρακάτω.

        Η Ιντέλιτζες Σέρβις  σε ότι αφορά τον Πειραιά είχε το «στρατηγείο» της στην Καστέλα.

 

                                    

         Το πεδίο δράσης: Η περιοχή του Πειραιά  όπου συμπυκνώνεται η αγωνία του Κατοχικού δράματος. Εδώ κρύβεται και κινείται η Ιντέλιτζες Σέρβις.  Εδώ απλώνεται  η Γερμανική θηριωδία! Αλλά τα  «σπουργιτάκια» της Καστέλας σαμποτάρουν τον ανεφοδιασμό του Ρόμελ.

 

   Iστορίες  του Γιάννη Β. Ιωαννίδη,  που αναφέρονται  σε Πειραιώτες:

 

   Το σαμποτάζ στις αποθήκες 

   του Περάματος

 

       Το σαμποτάζ είχε οριστεί να γίνει στις 11 Μαρτίου 1943. Τα παλι­κάρια που αναλάβανε να εκτελέσουνε το παρά­τολμο «εγχείρημα», δεν είχανε καμιά σχέση με τις επίσημες οργανώ­σεις που δρούσανε τό­τε στην Ελλάδα. Δου­λεύανε εθελοντικά, για λογαριασμό τους. ΄Η πιο σωστά, για λογαριασμό της ελληνικής πατρίδας. Από την αρχή ακόμα της Κατοχής, είχανε δη­μιουργήσει μια μικρή ομάδα αντίστασης, με αρχηγό το Γιάννη Γαλη­νό. Όλοι μαζί δεν ξεπερνούσανε τους είκοσι.

       Ητανε όμως διαλεχτοί πα­τριώτες και παίζανε με το θά­νατο κάθε λεπτό που περνού­σε. Επειδή δεν είχανε ασύρ­ματο για να μπορούνε να μεταδίνουνε πληροφορίες στο στρατηγείο της Μέσης Ανατο­λής, αποφασίσανε να περιορι­στούνε στις δολιοφθορές. Μέ­χρι τότε είχανε αρκετές επιτυ­χίες, χωρίς όμως μεγάλα και εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ό σκοπός τους ήτανε να κά­νουνε κάτι συνταραχτικό, ώ­στε να τρομοκρατήσουνε πραγματικά τους Γερμανούς. Σχεδιάζανε, δηλαδή, ν' ανατινάξουνε ολόκληρο το συγκρότημα των γερμανικών αποθη­κών του Περάματος. Η  δουλειά κάθε άλλο παρά εύκολη ήτανε. Χρειαζότανε προπαντός να μελετηθεί ο τρόπος που θα ενεργούσανε, για να μην αποτύχουνε σε τίποτα. Από εκρηκτικές ύλες ήτανε απόλυ­τα εφοδιασμένοι. Στο υπόγειο του σπιτιού του Γιάννη Γαλη­νού, υπήρχανε όλα τα απαραί­τητα για την επιχείρηση τους: Ωρολογιακές βόμβες, χελώνες, στυλό, όλμοι, χειρο­βομβίδες και άλλα. Το ίδιο και στο σπίτι του αιγυπτιώτη Τάκη Γλυτσού, στην οδό Ίμβρου 3, το ίδιο και  στου γνωστού ποιητή και δημοσιογράφου  Παναγιώτη  Τσουτάκου  στην  οδό  Καλαντζάκου  14,  στο    Κερατσίνι.

      Το πρόβλημα ήτανε τώρα, το πώς θα κατορθώνανε να τοποθετήσουνε το υλικό αυτό στα σημεία που έπρεπε.  

      Στις αποθήκες του Περάματος, εκτός από τον Τάκη Γλυτσό, που παρίστανε τον εργάτη για λόγους ευνόητους, δούλευε κι Μαρία Σταυρουλάκη, μια τολμηρή κι αδάμαστη  κοπέλα. Αυτή, με πραγματικό κίνδυνο της ζωής της, κατάφερε να μεταφέρει τις «ωρολογιακές» και να τις κρύψει μέσα σ' ένα αδειανό βαρέλι, στην υπ' αριθ­μό 3 αποθήκη, με την αποτελε­σματική βοήθεια του Γλυτσού. Θα μπορούσε να πει κανένας, πως αυτό ήτανε μια επιτυχία ανεπανάληπτη.     

       Έτσι, το σαμπο­τάζ αυτό αποφασίστηκε να γί­νει στις 11 Μαρτίου 1943, όπως γράψαμε στην αρχή. Δη­λαδή, σε μια βδομάδα. Στο με­ταξύ ο Γιάννης Γαληνός κι ο Παναγιώτης Τσουτάκος, είχα­νε συνδεθεί με τον αεροπόρο Νίκο Παλιατσέα, που άνηκε σ' επίσημη οργάνωση της Μέσης Ανατολής. Αλλά μόλις ο τε­λευταίος πληροφορήθηκε για το προετοιμαζόμενο σαμπο­τάζ, τους συμβούλεψε ότι το σωστό ήτανε να ρωτήσουνε, προηγούμενα, το Στρατηγείο. Αλλο που δε θέλανε οι δυο συνεργάτες.

      Η επικοινωνία γίνηκε με τον ασύρματο της οργάνωσης του Παλιατσέα, που ήτανε το­ποθετημένος στην οδό Σεβαστείας  στη Νέα Σμύρνη.

       Χάρηκε, βέβαια, ο Γαληνός που έβλεπε ότι είχανε πέσει σε καλά χέρια, μα η απάντηση που περίμενε να έρθει αμέ­σως, δεν ήρθε, παρά έπειτα από είκοσι μέρες. Δεν ήτανε αρνητική, αλλ' ούτε κι έδινε ελπίδες να δράσουνε σύ­ντομα στις αποθήκες του Πε­ράματος ή οπουδήποτε αλλού. Έπρεπε απλώς να περιμένου­νε….

       Να περιμένουνε τί;  Άγνωστο.  Έτσι κάνανε, πάντοτε, οι Βρετανοί την εποχή εκείνη κι αφήνανε να περνάει πολύτιμος καιρός, δίνοντας απανωτές αναβολές σε πράγματα που έπρεπε να εκτελεστούνε αμέ­σως. Χωρίς την παραμικρή αναβολή. Η αργοπορία τούτη τους είχε δέσει τα χέρια και δεν ξέρανε τι έπρεπε να κάνουνε και πώς να φερθούνε. Ό Τάκης Γλυτσός κι η Μαρία Σταυρουλάκη προπαντός, βρίσκονταν σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Οι «ωρολογιακές» που βρίσκονταν μέσα στην αποθήκη 3, κρυμμένες, κινδυνεύανε να  ανακαλυφτούνε από τη μια στιγμή στην άλλη.  Αν γινότανε κάτι τέτοιο, ο κίνδυ­νος του θανάτου θα κρεμότα­νε πάνω από τα κεφάλια τους. Γιατί οι Γερμανοί θα αρχίζανε, οπωσδήποτε, τις ανακρίσεις και το αποτέλεσμα μπορούσε να το φανταστεί καθένας.

      Τόσο ο Παναγιώτης Τσουτάκος, όσο κι ο Τάκης Γλυτσός, ανήκανε από την αρχή της Κα­τοχής και στην Οργάνωση «Βύρωνες», που όχι μονάχα ή­τανε αναγνωρισμένη επίσημα από το συμμαχικό Στρατηγείο του Καΐρου, αλλά κι ήτανε μέσα στις πρώτες, αν όχι η πρώ­τη, που είχε τόσες επιτυχίες στον τομέα των πληροφοριών, των σαμποτάζ και των φυγαδεύσεων. Δεν είχανε δικαίωμα, όμως, να βοηθήσουνε άλλη οργάνωση χωρίς εντολή από «κάτω». Γι' αυτό κι ο Γιάννης Γαληνός απογοητεύτηκε μ όλη αυτήν την κατάσταση και σκέ­φτηκε να ενεργήσει σύμφωνα με τ' αρχικά του σχέδια.

      — Τόσο εγώ, όσο κι άλλοι δουλεύουμε για την Ελλάδα, είπε στον Παλιατσέα. Δεν πρό­κειται να περιμένω περισσότε­ρο. Το σαμποτάζ θα γίνει οπωσδήποτε κι αναλαβαίνω κάθε ευθύνη.  Αν θυμώσουνε οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι για την ενέργεια, με γεια τους και χαρά τους! Πολύ λίγο μ' ενδια­φέρει.

        Έφυγε ο Γαληνός και μαζί με τον Τσουτάκο, τράβηξε να συναντήσει τη Μαρία Σταυρουλάκη και τον Τάκη Γλυτσό. Ηθελε να τους εξηγήσει τα καθέκαστα και να τους πει πως ήτανε λεύτεροι να βάλουνε μπροστά την υπόθεση. Τα πράγματα όμως ήρθανε ανάποδα.

      Οι Γερμανοί, άγνωστο γιατί, παραδίνανε τις αποθήκες στους Ιταλούς και κανένας δεν ήξερε αν οι τελευταίοι θα τους κρατούσανε εκεί, ή θα έφερναν δικούς τους εργάτες και διερ­μηνείς. Η Μαρία, βέβαια, μιλούσε θαυμάσια γερμανικά, ιταλικά και γαλλικά.  Όσο να εί­ναι, όμως, στη θέση της ίσως να βάζανε κάποια  άλλη που τη γνωρίζανε καλύτερα και της είχανε περισσότερη εμπιστοσύ­νη. Η αγωνία των  Ελλήνων πατριωτών είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Γιατί, εκτός των άλλων, σκεφτόντουσαν πως αν οι Ιταλοί κάνανε έλεγχο στα είδη που θα παραλαβαίνανε κι ανακαλύπτανε τις βόμβες, θα πηγαίνανε όλοι χαμένοι. Βέβαια, αν θέλανε, θα μπορούσανε να φύγουνε από τις αποθήκες η Σταυρουλάκη και ο Τάκης Γλυτσός και να εξαφανι­στούνε. Αλλά δεν θα θέλανε να πληρώσουνε άλλοι τα σπασμένα. Τίμιοι  Έλληνες καθώς ήτανε, μείνανε στη θέση τους για να υποστούνε κι αυτοί την τύχη που περίμενε τους άλ­λους.

        Καμιά φορά όμως, συμβαίνουνε ανεξήγητα πράγματα. Ενώ οι αποθήκες ήτανε έτοι­μες να παραδοθούνε στους Ιταλούς, οι Γερμανοί αλλάξανε γνώμη την τελευταία στιγμή και τις ξανακρατήσανε. Αναπνεύσανε οι σαμποτέρ, γιορτάσανε το γεγονός κι αποφασίσανε να ενεργήσουνε αμέσως. Αλλά μεσολαβήσανε καινούρ­για, πάλι, περιστατικά, που μετατρέψανε τα πάντα σε τρα­γωδία. Σ' ένα μπλόκο, που έκα­νε η Γκεστάπο στο σπίτι της οδού Σεβαστείας, στη Νέα Σμύρνη, κατόρθωσε να συλλά­βει όχι μονάχα τον  23χρονο Νίκο Παλιατσέα, μα και τους συνεργά­τες του Σωκράτη Τσελέντη, Σταμάτη Τρατρά, πλοιοκτήτη του πετρελαιοκίνητου «Χρυ­σάνθη», που έκανε μεταφορές φυγάδων στη Σμύρνη, Α. Καϊρη, Σωκράτη Τσελέντη, Πέτρο Δρακόπουλο καθώς και το Νίκο Μενεγάτο, παλικά­ρια όλα τους διαλεχτά. Τους βασανίσανε  οι Γερμανοί, τους πετσοκόψανε στην κυριολεξία, αλλά επειδή δεν μπορέσανε να τους αποσπάσουνε λέξη, τους τουφεκίσανε και τους τέσσερις στις 29 Μαΐου 1943.

         Σε όλο αυτό το διάστημα, ο Γιάννης Γαληνός, ο Παναγιώ­της Τσουτάκος, ο Τάκης Γλυτσός, η  Μαρία Σταυρουλάκη κι όλοι οι άλλοι, περιμένανε με την ψυχή στο στόμα να δούνε το αποτέλεσμα. Δεν τολμούσανε να επιχειρήσουνε το μεγάλο σαμποτάζ, από φόβο μην επιδεινώσουνε την κατάσταση. Και οι «ωρολογιακές» εξακολουθούσανε να παραμένουνε κρυμμένες μέσα στο αδειανό βαρέλι, στην υπ αριθμό 3 αποθήκη του Περάματος. Η  Μαρία Σταυρουλάκη, ωστόσο, πνιγότανε από αδημονία. Και δεν έκανε τίποτ' άλλο από το να ψάχνει να βρει τον τρόπο, για να τις τοποθε­τήσει εκεί που έπρεπε.

        Περάσανε μερικές μέρες, ό­μως, χωρίς να κατορθώσει να  βρει την ευκαιρία που τόσο επιζητούσε. Άλλ' αντί για τη Σταυρουλάκη, τη βρήκε ο Τά­κης Γλυτσός, που ενήργησε με καταπληκτική ταχύτητα. Εντε­λώς τυχαία, ένας Γερμανός τον έστειλε στη γνωστή αποθήκη, για να ξεδιαλέξει μερικά βαρέ­λια. Ήτανε δέκα η ώρα το πρωί. Ό νεαρός σαμποτέρ άρ­παξε τις βόμβες, που το μέγε­θος τις κάθε μιας  δεν ήτανε μεγαλύτε­ρο από ένα πακέτο τσιγάρα και τις τοποθέτησε στα σημεία εκείνα που είχανε καθοριστεί από πριν, αφού προηγούμενα έσπασε την ειδική αμπούλα με τη νιτρογλυκερίνη. Από τη στιγμή εκείνη, το «ωρολογιακό καψούλι», άρχισε να δουλεύει  υποχθόνια. Η έκρηξη θα πραγματοποιότανε, ακριβώς, στις πέντε τα χαράματα.  Όμως τα πράγματα γίνανε πιο γρήγο­ρα, ίσως από κάποια κακή λειτουργία των ρολογιών: Στις τέσσερις το απόγευμα, τη στιγμή που σχολνούσανε οι ερ­γάτες, μια τρομαχτική έκρηξη ανατάραξε τον αέρα κι έσεισε  τη γη. Τα πάντα ανατινάχτηκανε, τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Φωνές τρόμου, κραυγές απελ­πισίας, βογκητά.  

       Όλο το βράδυ η πυρκαγιά κι οι εκρήξεις συνεχίζονταν ά­γρια. Κι η καταστροφή θα ήτα­νε τέλεια, αν δεν άρχιζε, ξαφνι­κά, να βρέχει. Η Γκεστάπο έ­κανε συλλήψεις, άλλ' είχε την καλοσύνη να στείλει στο νο­σοκομείο τους εργάτες που είχανε πληγωθεί, φυσικά, όλοι τους μένανε πάνω από κάθε «υποψία». Γιατί δεν ήτανε δυ­νατό να βάλουνε αυτοί τη…… φω­τιά και να πέσουνε κατόπι μό­νοι τους μέσα να καούνε! Ό Γλυτσός κι η Σταυρουλάκη, μεταφερθήκανε μαζί με τους άλ­λους στο Ζάννειο. Το μάθανε αυτό ο Γιάννης Γαληνός κι ο Παναγιώτης Τσουτάκος και τρέξανε να πάνε να τους δού­νε, αδιαφορώντας για τον κίν­δυνο που μπορούσε να διατρέξουνε. Μ' όλο που υπήρχανε φρουροί την είσοδο, κανένας δεν τους σταμάτησε. Πριν μπούνε στο θάλαμο, που τους είχανε, ένας Γερμανός αξιωμα­τικός τους  ρώτησε, τι τους ή­τανε οι δυο πληγωμένοι.

     — Είναι φίλοι μας, απαντήσανε ο Γαληνός κι ο Τσουτάκος με κά­ποια ανησυχία. Μάθαμε για το ατύχημα τους και ήρθαμε να τους δούμε.

       Ό αξιωματικός τους κοίταξε σιωπηλός για ένα ολόκληρο λεπτό. Ύστερα τους είπε, πά­ντα με τη βοήθεια του διερμη­νέα:

       — Θερμά συγχαρητήρια για τους  φίλους  σας!  Ή   Μαρία Σταυρουλάκη είναι βαριά πλη­γωμένη και μπορεί να μη ζή­σει.  Αν   έχει   οικογένεια, οι Γερμανοί θ' αναλάβουνε την προστασία της.  Μπορείτε  να τους δείτε. Πρέπει να σας τονί­σω ότι και οι δυο θυσιαστήκανε  σχεδόν, για να  σώσουνε αυτούς που οι άλλοι  Έλληνες θεωρούνε εχθρούς τους.

       Ό Παναγιώτης Τσουτάκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

      —  Μπορεί  να   είμαστε εχθροί αποκρίθηκε, αλλά τέτοιες στιγμές ακριβώς, οι  Έλληνες δείχνουνε τα πραγματι­κά τους αισθήματα.

       Έπειτα από το σύντομο αυ­τό διάλογο, ο Γιάννης Γαληνός κι ο Τσουτάκος μπήκανε στο θάλαμο, όπου βρήκανε φα­σκιωμένους τους δυο συνερ­γάτες τους. Ήτανε ξαπλωμένοι σε κατάλευκα σεντόνια και τους περιποιόντουσαν με ιδιαίτερη φροντίδα. Τους είδε ο Τά­κης Γλυτσός και τους χαμογέ­λασε. Όταν μείνανε μόνοι, το παλικάρι τους εξήγησε: «Οι βόμβες λειτουργήσανε πριν την ώρα τους. Καλύτερα έτσι, όμως, γιατί οι Γερμανοί αποδώσανε την έκρηξη σε κάποιο τυχαίο γεγονός. Όσους πιάσανε σαν υπόπτους τους αφήσανε λεύτερους. φτάνει, τώρα, η Μαρία να γίνει καλά». Και γίνηκε, για να συνεχίσουνε τη δράση τους ίσαμε την τελευταία μέρα της Κατοχής.

                                        Γιάννης Β. Ιωαννίδης

 

                        Ο  Παναγιώτης Τσουτάκος

 

     Ο Παναγιώτης Τσουτάκος γεννήθηκε και έζησε  στο Κερατσίνι, 1920- 27-7-2011. Επάγγελμα: Δημοσιογράφος. Εργάσθηκε στα «Νέα», «Μεσημβρινή» και 27 χρόνια στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Μεταπολεμικά εξέδωσε την  εφημερίδα "Πειραϊκόν Μέλλον". Έχει εκδώσει : 35 έργα (Ποίηση - Πεζογραφία- Ιστορία) (τρεις τόμοι «Η Ιστορία του Κερατσινίου» 1986). Βιβλία του και ποιήματά του έχουν μεταφρασθεί: Στη Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία, Ρουμανία, 1ταλία, Αλβανία, Τουρκία, Ουκρανία, Καναδά, Αυστραλία, Αργεντινή, Γιουγκοσλαβία, Σκόπια, Πορτογαλία, Αραβία, Ινδία και Κίνα. Ποιήματά του διδάσκονται στα Πανεπιστήμια Βαρσοβίας και Πόζναν καθώς και στο Πανεπιστήμιο Νάπολη της Ιταλίας. Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. 'Εχει τιμηθεί : Με πολλά μετάλλια και διακρίσεις, όπως: Μετάλλιο Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, Μετάλλιο Εθνικής Αντίστασης, Διεθνές Βραβείο Ποίησης (Ιταλία 1985), Διεθνές βραβείο Ειρήνης και Φιλίας lπεκτσί, (Τουρκία 1986 και 1999). Επίσης, τιμήθηκε με το ανώτατο παράσημο της Πολωνικής Κυβέρνησης για τα γράμματα και τον πολιτισμό. Είναι τακτικό μέλος της «Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών» της οποίας διετέλεσε και Πρόεδρός της, για μια πενταετία (1997-2001). Είναι Επίτιμος Πρόεδρος της «Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών» Πειραιά,  διετέλεσε  πρόεδρος  του «Ομίλου Πειραιά για τη διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας» 2005-2008, καθώς  πολλών άλλων πολιτιστικών φορέων και Σωματείων.

 

                                                                        Βασίλης  Παν. Κουτουζής

                                                                        Δημοσιογράφος ερευνητής

                                                                                                             1-1-11

 

Ο   ηρωικός Σαμιώτης καπετάν Χούμας 

 

Πηγές: Προσωπικές αφηγήσεις, δημοσιεύσεις.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Δεκτή κάθε πληροφορία που μπορεί να τροποποιήσει   ή να συμπληρώσει προς  το καλύτερο  το παρόν άρθρο.

 

 © KOUTOUZIS.GR Αναδημοσίευση  επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή  www.koutouzis.gr .

 

Κεντρική σελίδα