Αγοραπωλησίες, τοπωνύμια, πρόσωπα  στον Πειραιά

 

 

   Ο Πειραιάς,  από τη  στιγμή που άρχισε η απελευθέρωση του 1821, άρχισε να αποτελεί τόπο  για  εγκατάσταση.

      Πριν από τον προγραμματισμένο εποικισμό, παρατη­ρούνται σποραδικές αφίξεις κατοίκων από άλλα σημεία  της Ελλάδας, που έρχονται να εγκατασταθούν στον Πει­ραιά, ανοίγοντας, κυρίως, μικρομάγα­ζα στο λιμάνι.  Και φυσικά αρχίζει να παίρνει αξία η  γη.

       Κατά τον Αγώνα, το  1828,  η κατάσταση  στην Αθήνα ήταν  φρικτή από πάσης απόψεως. Οι πραγματικοί Αθηναίοι είχαν διασκορπιστεί στην περιφέρεια.     Στην ερειπωμένη πόλη κατοικούσαν πλέον μόνο λοιμοκτονούντες Τουρκαλβανοί  που ζούσαν μέσα στα  ερείπια.

       Οι Αθηναίοι άρχισαν να επιστρέφουν και να αγοράζουν χτήματα  από τους Τούρκους  μετά το Φεβρουάριο του 1830. Στις 13/5/1831 εξέλεξαν προσωρινή δημοκρατία αλλά δεν έγινε αποδεκτή από τον Καποδίστρια, γιατί οι Τούρκοι κατείχαν ακόμη την Ακρόπολη.

        Ωστόσο στον Πειραιά  έχει προηγηθεί ο γάλλος Καϋράκ που έχει κάνει αγορές γύρω στα 1770. Στην αρχή οι χώροι νοικιάζονταν.  Όμως αγορές είχαν αρχίσει από μεγαλοκαρχαρίες  από το 1700.

        Οι πρώτοι οικιστές,  σύμφωνα με αναφορά της 21/12/33 προς τη Νομαρχία Αττικής, του Ηγουμένου της Μονής Αγίου Σπυρίδωνα  Συμεών Μαρμαροτούρη - που ήταν ιδιοκτήτρια  μεγάλης περιοχής του λιμανιού - πλήρωναν νοίκι για τις παράγκες των μα­γαζιών τους. Το αντίτιμο ήταν 4 φοίνικες (το νόμισμα του Καποδίστρια) και 5 σανίδες «έφ' άπαξ».

                                                                

      Οι σανίδες υπήρξαν η πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε για τις πρόχειρες αυτές κατασκευές του Πειραιά. Γι αυτό κι ο πρώτος δημοτικός φόρος επιβλήθηκε αργότε­ρα στους ξυλεμπόρους, που είχαν ήδη αποκομίσει σημαν­τικά κέρδη από τον οικοδομικό οργασμό της πρώτης αυ­τής φάσης εποικισμού του επινείου.

      Τίτλος τιμής για κάθε Πειραιώτη του περασμένου αιώ­να - που αποδιδόταν συχνά την ώρα της εκφώνησης του επικήδειου του - ήταν το ότι συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πρώτους οικιστές της πόλης.

      Στο βιβλίο της  η Λίζα Μιχελή, «ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ   ΣΤΗ ΜΑΓΧΕΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ», γράφει τα ακόλουθα:

     Τους Τούρκους ιδιοκτήτες διαδέχτηκαν από τα τέλη κιόλας του 18ου αι., ιδιαίτερα όμως στα χρόνια της Επανάστασης, οι Έλληνες κι Αρβανίτες κτηματίες, που βλέποντας «μακριά» περίμεναν μεγάλα οφέλη επενδύοντας στη γη, με σκοπό να την πουλήσουν αργότερα.

     Πολλοί αγωνιστές, επώνυμοι Αθηναίοι κι αρκετοί έξυπνοι έτρεξαν τότε να καταπατήσουν εθνικές και μοναστηριακές γαίες (της διαλυμένης Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα στο λιμάνι του Πειραιά) μα και ν' αγοράσουν πάμφθηνα τις ερημιές και τα βουνά. Ύστερα, τ' αγροτεμάχια άλλαζαν συχνά χέρια, ανάλογα τη ζήτηση.

      Οι λιγοστοί καλλιεργητές και βοσκοί της περιοχής είχαν δώσει ονόματα στους τόπους, Βάρη (Καμίνια), Άσπρα Χώματα, Κοκκινάδα, Κοκκινόβραχος (Αμφιάλη), Κοκκινόρεμα, Χείμαρρος Καμπά, λόφοι μικρού και μεγάλου Καραβά, Τουρκοβούνια, Πηγάδι Σταυρού, Σταυρός, Κερατσίνι, Δραπετσώνα, ξεχασμένα τα περισσότερα.

        Η πεδιάδα, από τον Πειραιά μέχρι την Αθήνα,  μήκους πέντε μιλίων και περίπου εννιά πλάτος, κοντά στη θάλασσα αποτελείται από θαυμάσια βοσκοτόπια,  ανα­κατεμένα με σταροχώραφα  και, καθώς πλησιάζει προς την Αθήνα, είναι πλούσια φυτεμένη με αμπέλια και  με ελιές.

        Ιδιοκτήτες των εκτάσεων αυτών ήταν Αθηναίοι, Έλ­ληνες και Τούρκοι. Όσο για το κέντρο του Πειραιά, φαίνεται πως ο κυριότερος ιδιοκτήτης του ήταν η Μονή το Αγίου Σπυρίδωνα  που  φαίνεται να χτίστηκε το 1735.  

       Η παλιότερη  αναφορά του γίνεται σε πωλητήριο συμβόλαιο του 1738, που έχει δημοσιευθεί από τον Ι. Μελετόπουλο και αφορά  τη μεταβίβαση ενός χωραφιού.

 

                Η Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα και οι ηγούμενοι

 

      Τα συμβολαιογραφικά κείμενα μιλούν και πάλι για την  ιστορία του μοναστηριού.

      Σε ένα πωλητήριο  1757  αναφέρεται σαν ηγούμενος την εποχή εκείνη ο Διονύσιος, που πουλάει για 5 1/2 γρό­σια ένα οικόπεδο της Μονής, που συνορεύει με τη θά­λασσα.

     Άλλος ηγούμενος, ο Νικηφόρος Γαβρίλης, εμφανίζε­ται σε προικοσύμφωνο του 1766:

     «Εις δόξαν Χριστού 1766 Ιανουαρίου 31 Αθήνα. Ή προικοπαράδοσις της νεόνυμφου Κρεούζης θυγατρός του ποτέ Σάδρου Γαβρίλη όπου της παραδίδη ή μήτηρ αυτής Καρού όμού και ό αδελφός της κυρ Νικηφόρος ηγούμε­νος του αγίου Σπυριδόνου δια προίκα και μερίδιον πατρικόν και μητρικόν τα κάτωθεν».    

       Ο τελευταίος από τους ηγουμένους της Μονής είναι ο Συμεών Μαρμαροτούρης,   σαν «ηγούμενος Σπυριδωνίτης Συμε­ών» υπογράφει πολλά συμβόλαια. 

    Παρά τη σημαντική κτηματική της περιουσία, που ίσως όμως ήταν δύσκολο να ρευστοποιηθεί, η Μονή φαίνεται πως περνούσε σε κάποια εποχή δύσκολες ώρες. Μάρτυ­ρες του γεγονότος είναι ένα χρεωστικό ομόλογο της 20ής Αυγούστου 1809, προς «τον Κόνσολον Φραντσέζον μουσιού Φωβέλ» κι ένα χρεωστικό γράμμα που απευθύνεται από τους μοναχούς προς την κυρία Γάσπαρη στις 28 Μαρ­τίου 1816: «...έλαβαν δια χρίαν και ανάγκην του μοναστη­ρίου τους... γρόσια χίλια εκατόν πενίντα, τα όποια γρόσια λέγω, νούμερο γρόσια 1.150, τα έλαβαν δάνια, δι'έναν χρόνον όλόκλιρον, καί τελειώνοντας ό χρόνος να έχουν να τα επιστρέψουν με καλήν εύχαρίστησιν...».

 

     Η μεγάλη κτηματική περιουσία της Μονής φαίνεται σε μια εκτιμητική έκθεση που γίνεται μετά την Απελευθέρωση, τον Απρίλιο του 1836: μερικά μόνο από τα κτήματά της   είχαν αξία που έφτανε στις 60.400 δραχμές περίπου, ποσόν τεράστιο για την εποχή. Εκτείνονταν από την περιοχή του Ρέντη, όπου βρίσκονταν τα φθηνότερα, μέχρι εκείνα του κέντρου (160 στρέμματα), που περιλαμβάνον­ταν στο Σχέδιο Πόλεως, κι ήταν βέβαια τα ακριβότερα. Αλλα κτήματα της Μονής βρίσκονταν στην περιοχή Τσιρλονέρι της Φρεαττύδας και στα θεόσπιτα - δηλα­δή στο λόφο της Καστέλας (εκεί όπου υπήρχαν λατρευτικές σπηλιές μέσα στο βράχο).

 

        Από τα διάφορα συμβόλαια προκύπτουν και σώζονται μ' ελαφρές παραλλαγές, τα επί μέρους τοπωνύμια του Πειραιά.  

 

   Περιοχή Πειραιά, 1750,  δάση, φυτείες, καλλιέργειες

                              

         Αμπελώνες και περιβόλια  στο κέντρο του  Πειραιά

 

         Από συμβολαιογραφικά κείμενα (πωλητήρια, προικοσύμφωνα, διαθήκες)  μπορούν να επισημανθούν  επίσης τα όρια, η τοπογραφία κι η χλωρίδα του Πειραιά. Αμπελώνες και περιβόλια περιστοιχίζουν το κέντρο του  φτάνοντας μέχρι τους Τρεις Πύργους (το Παλιό Φάληρο):

   ==  «Έτι άμπελον περίπου ενός στρέμματος, συνορευομένη αφ'ενός υπό του κτήματος υίών Ξηροταγάρου...». Αλλά  και «Αμπέλι στο Μοσκάτο στρέμματα τρία», «... και εις το Μοσκάτο, όσον έστήν το μηράδιόν της με σικές τέσσερες καί αχλάδες έξι».

   ==  Σε προικοσύμφωνα εμφανίζεται συχνά η περιοχή το Ρέντη:«.. .έτι έλαβε καί την ήμισυ φυτείαν εις τον Ρέντην>. «... καί αμπέλι στον Ρέντη στρέμμα πρηκίσιον εν καί μισό», «καί εις το Ρέντι στρέμματα δύο».

    ==   Παλιό επίσης είναι και το τοπωνύμιο του Καραβά: «εις του Καραβά χοράφι στρέμμα ένα πρικίσο με το ριζάρι του» (το ριζάρι χρησίμευε για την παρασκευή φυτικών βαφών). Στα συμβόλαια αυτά, τα όρια με τις γειτονικές ιδιοκτησίες καθορίζονται με μαρτυρίες.

     Στα παραθαλάσσια όμως οικόπεδα, οι ιδιοκτήτες του «…από το μέρος της θάλασσας δεν γνωρίζουν κανένα σινορίτην, μόνον την θάλασσαν»...

 

      Ο καπετάν Δημήτρης Βώκος πήρε από το 1826 το λόφο του μεγάλου Καραβά - κι αυτός λέγεται στις μέρες μας «Λόφος Βώκου». 

      Μεταξύ των οδών Δερβενακίων - Σαλαμίνος - Αρτεμισίου και Παλαμηδίου βρισκόταν ο «Μέγας Κήπος Νικ. Μελετόπουλου» ο οποίος και οικοπεδοποιήθηκε.

     Ένας από τους μεγαλοκτηματίες του Πειραιά στη διάρκεια του 18ου αιώνα, ήταν ο Κόλιας Μαλαγάρης.  Οι σχέσεις του με τους Τούρκους φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα καλές, κι ότι είχε αρχίσει ν' αγοράζει γη από το 1703 και μετά, όπως διαπιστώνεται από διάφορα πωλητήρια γραμμένα στα τουρκικά. Το όνομα Κόλιας φανερώνει ίσως την αρβανίτικη καταγωγή του.

      Σε οθωμανικό έγγραφο του έτους 1712 (Οθωμ., 1124) αναγράφεται ότι ο Κόλιας Μαλαγάρης (Αθηναίος) αγόρασε από τον Γιουσούφ Αγά και Δερβίς Χαλήλ τρεις αγρούς, τον ένα στη θέση Αγιος Νικόλαος Τσερατζίνι (10 στρέμματα) τον δεύτερο στη Δραπετσώνα (50 στρέμματα) και τον άλλο στην Κόσολα Τζερατιά – μάλλον στην περιοχή Αγίου Δημητρίου, (50 στρέμματα).

      Ο Άγιος Νικόλαος,  είναι των αρχών του ΙΗ' αιώνα, και  υπάρχει πάντα στο Κερατσίνι, στον περίβολο του Αγίου Γεωργίου.

 

                               Το Αγριμιό   

 

      Την εποχή εκείνη  το Κερατσίνι, από τον  Αγιο Διονύσιο και μετά ονομαζόταν Αγριμειό.

    Ο Κόλιας Μαλαγάρης έχει όμως συναλλαγές και με Έλ­ληνες:

    «Μουσταφά καλεπίου 1738 Μαρτίου 21 Αθήνας,

     Με το παρόν γράμμα φανερώνουν καί ομολογούν ότι οί παΐδες του ποτέ μπενιζέλου δημητρίουό κυρ νικόλαος και ό κυρ Ιωάννης όμού καί ή μητέρα τους ή κυρά ώρσα κάνωντας διά τα ανήλικα της παιδιά τον  άγγελον, και μπεναλδή πώς μετά βουλής καί θελήσεως του έπούλησαν το χωράφι όπου έχουν εις την τοποθεσίαν εις τον σταυρόν εις την στράταν της κούλουρης στρέμματα δέκα πέντε, πλησίον το εν μέρος το χωράφι του Αγίου Σπυρίδωνος καί από το έτερον παναγής μεγαρίτης και κόλιας Θυβαίος από δε το έτερον ό αγοραστής καί ή οδός τ'αύτό χωράφη ως έστι καί ως ευρίσκεται την σήμερον έπούλησαν οι άνω­θεν δύο εξάδελφοι ό κυρ νικόλας καί κυρ Ιωάννης καί ή μητέρα τους ή κυρά ώρσα εις την τελείαν πούλησιν του κάλια μαλαγάρη δια ριάλια είκοσι τέσσερα 24 και έλαβον τα άσπρα εις χείρας μετρητά...»

     Οι μάρτυρες που υπογράφουν είναι κι αυτοί Έλληνες:

 «Νικόλαος Μπενιζέλος βεβαιώνω ...

  Γεώργιος ζωγράφος μαρτυρώ ...

 απόστολος μουρικής μαρτυρώ»

     Δύο απ' αυτούς ίσως να είναι από τους Αρβανίτες της Αθήνας:

«...Νικόλαος Κόλιας μαρτυρώ ...

    μήτρος κατεργάρις μαρτυρώ...».

     Ο Μαλαγάρης, από το 1703 μέχρι το 1747, εξακολουθεί ν' αγοράζει γη σε διάφορα σημεία του Πειραιά, όπως φαί­νεται από άλλο πωλητήριο συμβόλαιο της 9ης Ιουνίου 1747.

      Παραθαλάσσια οικόπεδα αγοράζει από τον Μήτρο Γκίνη που του πουλάει: «τα χωράφια όπου έχει στο κερακίνη καί εις το πηγάδι, στρέμματα δύο πλησίον αυτός ό γγίνης και ό βράχος και ό αιγιαλός...», καθώς επίσης και «στρέμ­ματα δέκα είς την άλμύραν»...

 

                                         Ο Θανάσης Σαρδελάς

            

      Άλλος μεγαλοκτηματίας της εποχής της Τουρκοκρα­τίας είναι ο Θανάσης Σαρδελάς, (στη Μάντρα Σαρδελά, στο Νερό Αμφιάλης, όπου το γ Γυμνάσιο Παπαναστασίου +  Ζάππα, στρατοπέδευσαν τα παλικάρια του Καραϊσκάκη μετά το θάνατό του)  που ανάμεσα στο 1782 και το 1811, αποκτά κτήματα έκτασης 224 στρεμμάτων. Η περιοχή που αγοράζει εκτείνεται από το Κερατσίνι μέ­χρι το Σταυρό (στη σημερινή οδό Πέτρου Ράλλη). Πάνω στο μονοπάτι που ένωνε τον Πειραιά με το δρόμο που οδη­γούσε τότε απ' την Αθήνα στο Κερατσίνι, ο Σαρδελάς εί­χε κι ένα σπίτι.

          Στα σπίτια του, «μετόχι ή μάντρα Σαρδελά» έγιναν αψιμαχίες μεταξύ των Ελλήνων του Καραϊσκάκη και των Τούρκων του Κιουταχή τον Μάρτη και Απρίλη του 1827. Στο κτήμα ανήκε και το «Πηγάδι του Σταυρού», η πηγάδα στη συμβολή των οδών Δογάνη και Π. Ράλλη - Σαλαμίνος, όπου γινόταν η συνάντηση των ΕΛΑΣιτών συνδέσμων στην Κατοχή.


     Από τον Άγιο Δημήτριο μέχρι το Θεμιστόκλειο και πάνω είχε τα χωράφια του ο Δημήτριος Χ. Δέδες (1880) που πέθανε στα 1928. Στη μνήμη του «μπάρμπα-Μήτρου» χτίστηκε η εκκλησία, αφιερωμένη στο όνομα του. Κληρονόμοι του ήταν ο Παναγιώτης Λυγουριάτης με τη γυναίκα του Εράσμια, το γένος Κων/νου Αγγέλου.

       Άλλοι κάτοχοι εκτεταμένων «αγρών», «γηπέδων», «οικοπέδων», ήταν οι οικογένειες Μπούτου, Σελλά, Ελευθερίου, Κουλουργιώτη, (ο Αγ. Κουλουργιώτης είχε περιουσία στον Καραβά, στα Ταμπούρια, στην Ξυλοκερατέα, στο Σταυρό και αλλού), Μελετόπουλου, Κορωναίου, Καλαματιανού, Ζερβού, Χρυσαφίτη, Βγενά κ. α.

     Έτσι τα Ταμπούρια, από εξοχικός τόπος που στα 1827 φτιάχτηκαν πρόχειρα οχυρώματα (ταμπούρια) για την αντιμετώπιση των Τούρκων, κατέληξαν στις μέρες μας να είναι αναπόσπαστο, συνεχόμενο τμήμα του ευρύτερου Πειραιά, αφού η μια πλευρά τους ανήκει στο Δήμο Πειραιά (Ε' Διαμέρισμα από το 1982) και η άλλη στο Δήμο Κερατσινίου (χωρίζονται από την Καλοκαιρινού)...

 

                         Προεπαναστατικά τοπωνύμια

 

     Πολλά προεπαναστατικά τοπωνύμια του Πειραιά εμ­φανίζονται και στον κατάλογο των κτημάτων του Οθωμανού Αθηναίου Τατάρ Αχμέτ - που είχαν έκταση   πολλών χιλιάδων στρεμμάτων.

     Το 1830, όταν οι Τούρκοι εγκαταλείποντας την Αθήνα πουλούν τις ιδιοκτησίες τους, οι γιοι του Τατάρ Αχμέτ μεταβιβάζουν πολλά απ' τα κτήματα τους στο Νικόλαο Κα­πετανάκη:

    «Είς του Δαφνιού τη στράτα, τον Καραβά, την  Καστέλα, το Τσερατσίνι, το Κοντίτο της βρύσης του λιμένος»...

     Σ' αυτό το συμβόλαιο αναφέρεται ότι συμπεριλαμβάνονται στην αγοραπωλησία και «1) Το χωρίον το όνομαζόμενον τσερετσίνι, οπού τόχουν αγοράσει από τη Φανερωμένη και πού περιέχει 4 σπίτια, 4 αλώνια και 1 μελισσόμανδρα 2) Λαχίδι εις το Κερατσίνι μέσα στο παληό  χωριό με 4 σπίτια ερειπωμένα και  2 αλώνια».

      Την εποχή εκείνη, με τις ανακατατάξεις που γίνονται στις ιδιοκτησίες, χρησιμοποιούνται πολύ «οι μαρτυρίες των κολλίγων» καθώς και γέρων κατοίκων που «μη ήξεύροντες να γράψουν έκαμαν έκαστος δεξιοχείρως το σημείον του σταυρού».

 

       Η Μονή Φανερωμένης της Σαλαμίνας, αλλά και  κάτοικοι του νησιού, φαίνεται πως ήταν ανάμεσα στους παλιούς γαιοκτήμονες: μεγαλοϊδιοκτήτης του Πειραιά ήταν κι ο Κουλουριώτης, που είχε αγρούς στη Δραπετσώνα, κτήματα στα Ταμπούρια (απ τα ταμπούρια της Επανάστασης), στην Ευγένεια. Ο Κουλουριώτης εξάλλου είχε κτήματα και στην Κοκκινάδα - τη σημερινή Παλιά Κοκκινιά.

     Παλιά τοπωνύμια, που εμφανίζονται σε κείμενα του και­ρού της Τουρκοκρατίας είναι τα Καμίνια - που τα ανα­φέρει κι ο Μακρυγιάννης και που είχαν «λασπόσπιτα» για όσους αγρότες δούλευαν εκεί.

     Η Κρεμμυδαρού, κοντά στο λιμάνι - ίσως από τις μεγάλες κρεμμύδες που φύτρωναν στην περιοχή της - αναφέρεται μερικές φορές, κι ο Σκορδιλός δηλαδή ο Κορυδαλλός, εμφανίζεται επίσης σε πολ­λά συμβόλαια της εποχής εκείνης.

 

Η οικία - πανδοχείο του  πρώτου οικιστή 

 

      Η πρώτη «εκλεκτή οικία» του Πειραιά απαλλοτριώθη­κε για να γίνουν έργα στην περιοχή κι ο Τζελέπης πήρε •••αντάλλαγμα ορισμένα κτήματα του Δημοσίου.  

       Η οικία - πανδοχείο του  πρώτου οικιστή του Πειραιά Γιαννακού Τζελέπη, παλαίμαχου αγωνιστή  του '21, χτίστηκε  μετά το 1829,   στην ακτή εκείνη που πήρε από τότε το όνομα του και το διατηρεί μέχρι σήμερα.

        Αργότερα, το 1834, το μαγαζί του νοικιάστηκε από μια εμπορική εταιρία που μετέφερε  τις δραστηριότητες της από το Ναύπλιο στον Πειραιά, μόλις πληροφορήθηκε ότι    πρωτεύουσα  θα γίνει  η Αθήνα:

     «……επήρα εγώ μετά του Νικολάου Μελέτη και  μεταβήκαμεν εις Πειραιά κατά τω έτει 1834  10/βρίου  20 και ένοικιάσαμεν  το μαγαζίον του Ίωάν. Τζελέπη, όπου τότε μόνο εκείνο ήταν εις Πειραιά, και έπετύχαμεν λαμπρόν έμπόριον εις αυτόν τον χρόνον...».

       Είναι λόγια του   Σταμάτη Ιωάννου  που  με την «συντροφίαν» του,   χτίζουν  και σπίτι στην πλατεία Όθωνος «όπου κατά τα έτη 1836 έως καί 1861 ήταν ή αγορά του Πειραιώς.

      Όσο για το σπίτι του Τζελέπη, όπως φαίνεται από έγγραφο του Βασιλικού Οικονομικού Επιτρόπου Αττικής που απευθύνεται στον ίδιο στις 13/12/1838, κατεδαφίστηκε στη διάρκεια εκείνης της χρονιάς  για να γίνουν έργα.

      • **** Ως πρώτοι οικιστές του Πειραιά από επίσημο έγγραφο, παρουσιάζονται οι εξής πέντε: Ιω. Κατελούζος, Σπυρ. Διπλαράκης, Ιω. Τζελέπης, Αντ. Τζελέπης, Ν. Τζελέπης.

 

                             

                            

      Στο νεκροταφείο της Ανάστασης  (πέθανε το 1843) και στην επιτάφια πλάκα του πρώτου οικιστή διαβάζουμε:

     «Ω, διαβάτα, πρόσεχε, στον τάφο όπου βλέπεις, κοιμάται κι αναπαύεται ο Γιαννακός Τζελέπης. Αφήσας την πατρίδα του, Θετταλομαγνησίαν, αυτός την πρώτην έκτισε στον Πειραιά οικίαν».

        Αργότερα, σαν πέθαινε κι' η γυναίκα του κάποιος πρόσθεσε έναν στίχο:

«Εν μέσω τόπου χλοερού κι η σύζυγός του η Φλωρού».

 

                                    Η καταγγελία του Μακρυγιάννη   

 

       Κτήματα παίρνουν και άλλοι πολλοί με το νόμο του 1835  ως αγωνιστές.

       Όταν η γη άρχισε ν' αποκτά μεγαλύτερη αξία στον Πειραιά, «διαπιστώθηκαν» παρατυπίες στις διαδι­κασίες για την απόκτηση της: 

      Ο Μακρυγιάννης κατηγορεί επώνυμα διάφορους παρά­γοντες της αθηναϊκής πολιτικής ζωής για καταχρήσεις και αυθαιρεσίες σε σχέση με τη διανομή των πρώτων οικοπέ­δων στο κέντρο του Πειραιά:

    «Ήταν και είς τον Πειραιά στην άκρη εις την θάλασ­σαν κι'ολόγυρα ιδιοχτησίες· πήγε ό κύριος Κωλέτης και τη μέρασε των συντρόφωνέ του μυστικά' κι'οποίος 'διο-χτήτης είχε δέκα στρέμματα, του άφηναν μόνον τρακό­σες πήχες, ένα πέφτο του στρεμμάτου, και τ' άλλα τά μέραζε ό κύριος Κωλέτης – την 'διοχτησίαν των ανθρώπων την μέραζε των φίλωνέ τον δια να χτιστή ό τόπος. Και δέν τα προκήρυχνε σε όλο το κράτος, να βάλη και μίαν προθεσμίαν, αλλά τα μέρασε μέ τους φίλους του· και πήραν τις καλύτερες θέσες· καί τότε οπού μαθεύτηκε, οι άλλοι λάβαιναν τα βουνά. Τότε, ότι κάνει δούλεψη ή συντροφιά του Κωλέτη Κλεομένης, Ζαχαρίτζας καί Βλάχος καί θα γενούν πρώτοι κτίτορες, λέγει ό Κωλέτης είς τους Άντι-βασιλείς να δώσουνε αυτής της συντροφιάς εκατόν όγδοήντα χιλιάδες δραχμές να χτίσουνε, βραβείον πρώ­το. Τους έδωσε κι' από τριάντα έξι άργαστηρότοπους στην πρώτη φάτζα, της συντροφιάς εκατόν οχτώ αργαστήρια, και είς το μυστικό νάχη τα μισά ό 'νεργητής, αργαστήρια πενήντα τέσσαρα. Κλεισμένα τα μάτια, εκείνη ή θέση νοι­κιάζεται εκατό δραχμές το μήνα κάθε αργαστήρι. Μαθαίνοντας αυτά όλα καί το μυστικόν διάταγμα οπού τα μέραζε κρυφίως εις τους συντρόφους του, βάνω και φκιάνω μίαν αναφορά καί την υπογράφουν όλοι οί νοικοκυραίγοι».

 

 

                                                                      Άλλες  παλιές  μεταβιβάσεις

 

  Ο Δημήτρης Κρασονικολάκης  αναφέρει στην ιστοσελίδα του  τις ακόλουθες  μεταβιβάσεις  κτημάτων - προίκες  των  ετών 1824-1834   από τις οποίες προκύπτουν τοπωνύμια, αλλά και παράξενα ονόματα γυναικών:

===   Η νεόνυμφη Ώρσα, κόρη του Αναστάση Κροκειδά προικοδοτήθηκε στις 17.1.1824 μεταξύ άλλων και με «χωράφι μητρικόν της εις Κοκκινάδα  (Κοκκινιά) στρέμματα εξ, πλησίον σπυριδωνίτου, της οδού Κούλουρης…εις το αυτόν τόπον στρέμ. τέσσερα…».

===  Η νεόνυμφη Κούζια, κόρη του αποθανόντος Φυλακτού Μπαλακάκη προικοδοτήθηκε από τη μητέρα και τ’ αδέλφια της και πήρε « εις Περαία  χωράφι πατρικό στρέμματα δύο πλησίον της Καστέλλας» στις 28 Απριλίου 1828.

===  Προικοδότηση της νεόνυμφης Ώρσας κόρης του κυρ Αναστάση Κολοκέντη και της μακαρίτισσας Σιδερής κόρης του αποθανόντος παπά Ν. Κακούρη: «εις το περαία χωράφι πατρικό στρέμμα ένα».

===  Στις 9 Οκτωβρίου 1832 ο Σπύρος Γκικάκης και η γυναίκα του Κούζια Μιχαήλ Πούλου προίκισαν τη δεύτερη κόρη τους Πουλχερία (τη δώσανε στον κύπριο Μιχαήλ Πατζίχα) και με ένα «χωράφι εις Πειραιά στρέμ. εν με οκτώ βήματα πρόσωπον κατά θάλασσαν, πλησίον του πατρός..».

===   Η νεόνυμφη Τατιανή, κόρη του Χατζή Σπυρίδου Γκικάκη και της Κούζιας «του ποτέ μιχάλη πούλου» παντρεύτηκε τον Ιωάννη Δημητρίου Σιμόπουλο και πήρε « εις τον Πειραία οσπητότοπον ένα πλησίον του παραδότου (δηλαδή κοντά στον πατέρα της) μετρημένο στρέμμα μισό, αγορασμένο από τον Μαρτικαλή…11 Νοεμβρίου 1834:εν αθήναις»

===   «Ίσον γράμμα εκποιήσεως γενόμενον από 1818:Μαρτίου: επτά εν Αιγίνη ότι ο Μήτρος Κυρίκου Ντανούρδης επούλησεν χωράφι εις Περαία στρέμματα τέσσερα πλησίον κατά βοράν της Ανέτας θυγατρός του πωλητού, προς δυσμάς στρατηγός Μακρογιάννης και Μ. Βουζίκης κατά δε ανατολάς και νότου του Μοναστηρίου Αγίου Σπυρίδωνος: το οποίον χωράφιον μέσα εις αυτό λάκκους τέσσερης την σήμερον το επούλησεν ο άνωθεν Μήτρος Κυρίκου Ντανούρδη εις τους κυρίους Γεώργιον Καραμάνον και κύριον Παναγιώτην Κένταυρον δια τιμής γροσίων τετρακοσίων ογδοήντα. 480:-..1828:Μαρτίου:10:εν Αιγίνη. Γεώργιος Πούλος»

===    Στην Αίγινα, την 1 Μαρτίου 1828 παρουσίασαν στον νοτάριο Γεώργιο Πούλο ένα γράμμα εκποιήσεως που είχε γίνει από τις 25 Ιανουαρίου. Η Φωτεινή, κόρη του μακαρίτη Βασίλη Στήρη με τη συμφωνία της μητέρας της Ελευθερίας πούλησε από το πατρικό της χωράφι «εις τον Περαία στρέμματα πέντε πλησίον Μήτρος Ντανούρδη εθνικό του Μπαλή (ανήκε στον Τούρκο Μπαλή και περιήλθε στο κράτος)-της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος και της πωλήτριας:-το οποίο το επούλησεν η άνωθεν Φωτεινή ομού και η μητέρα της –εις τον στρατηγόν Μακρογιάννη στρέμματα τρία και εις τον κύριον Μή. Βουζίκη στρέμματα δύο δια τιμής το κάθε στρέμμα προς γρόσια είκοσι έξι όλα γρόσια εκατόν τριάντα: 130-και έγιναν δύο γράμματα και έχει ο κάθε αγοραστής από ένα όμοιο..»

===   Σήμερα στις 5 Απριλίου 1832 εν Αθήναις παρουσιάστηκε «ο Σωτήρης Αγαπίου Κυριακού και ωμολόγησεν ευχαρίστως ότι έχων Πατρικόν του χωράφι εις Πειραιά πωλεί απ’ αυτό μέρος τρία στρέμματα πλησίον Παναγή Παππά Καμπά, Τατάραχμέτη, Μουλαμπεκύρη, και ανατολικά του ιδίου, το ειρημένον μέρος στρέμματα τρία… εις τον Χρίστον Τουφεχτζήν δια τιμής Γροσίων πενήντα.. »

===   Σήμερα στις 17 Απριλίου 1832 στην Αθήνα παρουσιάστηκε στο Μνημονείο της πόλης ο Γεωργάκης Μήτρου Μυρτίκαλη και ομολόγησε, ότι είχε με τον Χ΄΄ Σπ. Γκικάκη χωράφι «εις Πειραιά αγνώριστον», δηλαδή εξ αδιαιρέτου. Το χωράφι ο Γκικάκης είχε από πριν αγοράσει από τις τρεις αδελφές του Μυρτίκαλη, συνολικά 8,5 στρέμματα. Ο Μυρτίκαλη του πούλησε το δικό του πατρικό μερίδιο από το ίδιο χωράφι «ευρισκόμενον αγνώριστον», τρία στρέμματα, «διά τιμής Γροσίων τριακοσίων». Σύνορα «Πλησίον του Αιγιαλού, Βορεινά Πετιχμετζή, Νοτεινά του Μοναστηρίου Αγίου Σπυρίδωνος, και Ανατολικά μονοπάτι».

===  Σήμερα, 30 Απριλίου 1832 στην Αθήνα, παρουσιάστηκε ο Χ΄΄ Σπ. Γκικάκης και ομολόγησε ευχαρίστως ότι πουλάει προς τον κύριο Γεώργιον Γιακωμάκη Τουμπάζη, υδραίο, «γην κατά τον Πειραιά από την αγοράν του παρά των παίδων Μυρτίκαλη στρέμματα τρία αγνώριστα (με αδιευκρίνιστα σύνορα) με πρόσωπον όμως βήματα είκοσι-πλησίον Νοτεινά Μοναστηρίου Αγίου Σπυρίδωνος, Βορεινά Πετιμεχτζή, Ανατολικά μονοπάτι, και Δυτικά Αιγιαλός…διά τιμής Γροσίων Χιλιάδων δύο και οκτακοσίων αρθ. 2800. Κατά το νόμισμα της Ελληνικής Πολιτείας, τα οποία έλαβεν ευθύς μετρητά, και απεπληρώθη, ευχαριστήθη και απεξενώθη απ’ αυτό το μέρος τελείως,..».

 

                                                      

         Ντόντγουεκ, λιμάνι Πειραιά 1806

                                      

                                     Το  σπίτι του Καϋράκ

 

===  Σήμερα 14 Μαΐου 1832 εν Αθήναις. Ο υποφαινόμενος Χ΄΄ Σπύρος Γκικάκης ομολογεί επίσημα «ότι έχων εκ του οσπητίου του ποτέ Καϊραή κειμένου εις Πειραιά αντικρύ του Μοναστηρίου Αγίου Σπυρίδωνος συνιστάμενον εκ των εριπείων της οικίας, αποθηκών, περιοχής έμπροσθεν, και όπισθεν το εν τέταρτον αγνώριστον εκ του ημίσεως, το οποίον εγώ και ο κύριος Π. Σκουζές ηγοράσαμεν αγνώριστον προς χρόνων, πωλώ το τέταρτον τούτο της κατοχής μου ευρισκόμενον σήμερον ερίπειον προς τον Κύριον Κωνσταντίνον Βλαχούτσην δια τιμής συμφωνημένης Γροσίων χιλιάδων επτά αρθ. 7000..».

      Ο Καϊραής είναι ο γάλλος Καϋράκ. Αναφέρουμε σε άλλο άρθρο γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Είχαν αγοράσει το σπίτι με τα τριγύρω εξαρτήματα στα 1815.      

      Η κόρη του Καϋράκ παντρεύτηκε τον   Αντρέ Μερτρούδ με τον οποίο απόκτησε την  Βιττόρια, Την οποία παντρεύτηκε ο  Σ. Βενιζέλλος + Βιττόρια Και πήρε το σπίτι του Καϋράκ. Η άλλη του κόρη Αικατερίνα έγινε σύζυγος του γιατρού Καίσαρα Βιτάλη. Ο Αντρέ Μερτρούδ  είχε ακόμη τους Γκιουζέπε και  Βαρθολομαίο.

===   19 Δεκεμβρίου 1823. Στα 1821 είχε πεθάνει η Βιττόρια χωρίς να κάνει παιδιά. Ήταν γυναίκα του Σ. Βενιζέλλου και κόρη του μακαρίτη Α. Μερτρούδ. Τα αδέλφια της και νόμιμοι κληρονόμοι της, η Αικατερίνα Βιτάλε, ο Γκιουζέπης και ο Βαρθολομαίος Μερτρούδ μαζί με τον προαναφερθέντα σύζυγό της, συγκεντρώθηκαν και συμφώνησαν μεταξύ τους οικειοθελώς, για την τύχη των σωζόμενων κινητών και ακινήτων που της είχαν δοθεί ως προίκα. Παραδέχτηκαν λοιπόν σαν τέταρτη πλήρη μερίδα τον Βενιζέλλο. Πρώτα διαμοίρασαν «ούτως αναλόγως κατ’ευχαρίστησιν αμοιβαίαν τα σωθέντα κινητά, ήτοι ρουχικά και τζεβαιρρικά».Μετά ο πρώην σύζυγος κατέβαλε «το εις Μετρητά μέρος της Προικός Γρόσια δύο χιλιάδας» και 800 γρόσια από το περιβόλι που μέρος του πουλήθηκε στα Πατήσια. Επίσης εκτιμήθηκαν και τα κτήματα που δόθηκαν σαν προίκα στην αποθανούσα, 1200 γρόσια από το υπόλοιπο περιβόλι στα Πατήσια , «το δε τέταρτον αγνώριστον (εξ αδιαιρέτου) του εις Πειραιά οσπητίου επ’ ονόματι του Μ. Καϊράκ δια Γρόσια χίλια δώδεκα». Έτσι μαζεύτηκε το ποσό των 5012 γροσιών. Τα αδέλφια, που τους αναλογούσε το ποσό των 3759, πήραν το κτήμα των Πατησίων (1200 γρόσια) και μετρητά 2559. Ο Βενιζέλλος από τα αναλογούντα 1253 γρόσια «έλαβεν εις Κτήμα μεν το ειρημένον τέταρτον του εις Πειραιά Οσπητίου εκτιμώμενον δια Γρόσια Χίλια δώδεκα», σε μετρητά για αποπληρωμή 241.Ως μάρτυρας υπογράφει ο Βιτάλης «ο ίδιος επίτροπος του Giuseppe Mertrud».

        Συμπερασματικά, μέσα από τα συμβόλαια βλέπουμε ότι, εκτός από τις φυσιολογικές προικοδοτήσεις και συναλλαγές, κάποιοι, μέσα στην ανασφάλεια των ταραγμένων καιρών του ξεσηκωμού, πουλούσαν από φόβο ή ανάγκη τις περιουσίες τους σε χαμηλές τιμές κι άλλοι, ψυχραιμότεροι, πιο διακριτικοί με στυγνούς εμπορικούς υπολογισμούς αγόραζαν φτηνά και αποκτούσαν μεγάλες εδαφικές περιούσιες με σκοπό το κέρδος. Παράδειγμα, ο Γκικάκης που πήρε ένα χωράφι στο λιμάνι 300 γρόσια και το πούλησε σε 13 μέρες 2800…

 

                                                          Επιμέλεια:  Βασίλης  Παν. Κουτουζής

                                                                           Δημοσιογράφος ερευνητής

                                                                                                            28-4-11

 

Πηγές:   Δημοσιεύματα, γκραβούρες, ΛΙΖΑΣ  ΜΙΧΕΛΗ «ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΡΤΟ ΛΕΟΝΕ   ΣΤΗ ΜΑΓΧΕΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ», ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΑΣΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

                                               

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Δεκτή κάθε πληροφορία που μπορεί να τροποποιήσει   ή να συμπληρώσει προς  το καλύτερο  το παρόν άρθρο.

 

 © KOUTOUZIS NEWS  Αναδημοσίευση  επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή  www.koutouzis.gr .

 

Κεντρική σελίδα