Προσαρτημένο στο http://www.koutouzis.gr/prosopikotites.htm
Η ενδιαφέρουσα ομιλία της κας Ελένης Κονσολάκη
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΧΡ. ΦΟΥΡΝΙΑΔΗ
ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ
Πρώτα απ’ όλα θέλω να ευχαριστήσω τον Δήμο και τους Πολιτιστικούς Συλλόγους της Τροιζηνίας που μου έκαναν την τιμή να με προσκαλέσουν να μιλήσω απόψε στην εκδήλωση που διοργάνωσαν στη μνήμη του Χρήστου Φουρνιάδη. Επίσης θέλω να τους συγχαρώ θερμά για αυτήν την ωραία πρωτοβουλία τους.
Ο Χρήστος Φουρνιάδης ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, από αυτούς που δεν μας χαρίζει συχνά η φύση, ένα είδος σύγχρονου ιππότη ταγμένου στην υπεράσπιση των μεγάλων ιδεών. Γεννήθηκε στην Κερασούντα του Πόντου το 1898 και πέθανε στην Αθήνα το 1968, δηλαδή σε ηλικία 70 χρονών. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του, όλα τα ψυχικά και σωματικά του αποθέματα καθώς και τη μικρή περιουσία που διέθετε τα ξόδεψε προσπαθώντας να δώσει στα παιδιά της Τροιζηνίας ένα πολιτιστικό όραμα και ένα καλύτερο μέλλον. Όσα θα σας αναφέρω για τη δράση του στην Τροιζηνία στηρίζονται σε πληροφορίες που βρήκα στο αρχείο της Β΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και περιέχονται στο άρθρο που έχω δημοσιεύσει, ως αφιέρωμα στον Χρήστο Φουρνιάδη, στα Πρακτικά του 1ου Αρχαιολογικού Συνεδρίου του Αργοσαρωνικού.
Ο Φουρνιάδης ήταν καθηγητής Γαλλικών στη Μέση Εκπαίδευση, αλλά έχοντας μια ευρύτερη πνευματική καλλιέργεια και μια πληθωρική προσωπικότητα, δεν περιόριζε τη δραστηριότητά του στα κοινά επαγγελματικά του καθήκοντα. Πάντοτε αγωνιζόταν για κάποιο ιερότερο σκοπό, από το να μάθει απλώς στα παιδιά μια ξένη γλώσσα. Το 1957 αποσπάσθηκε στο Γυμνάσιο του Πόρου από το Γυμνάσιο της Νίκαιας, όπου υπηρετούσε μέχρι τότε. Η απομάκρυνσή του από εκεί προφανώς οφείλεται στο γεγονός ότι είχε καταγγείλει κάποιους από τους συναδέλφους του για χρηματισμό και, όπως συμβαίνει συνήθως, θίγοντας τα κακώς κείμενα έγινε ανεπιθύμητος. Οι καταγγελίες του, πάντως, πρέπει να ήταν αληθινές, γιατί στη δίκη που έγινε αργότερα οι αντίπαλοί του καταδικάσθηκαν.
Στον Πόρο βρήκε ένα νέο πεδίο δράσης, καθώς διαπίστωσε ότι οι αρχαιότητες της Τροιζηνίας ήταν εγκαταλειμμένες στην τύχη τους από την αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία υπαγόταν τότε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Με τη βοήθεια των τοπικών Αρχών και των νεαρών μαθητών του άρχισε να περισυλλέγει τα διάσπαρτα εδώ κι εκεί αρχαία και να τα συγκεντρώνει στο Δημοτικό Γραφείο του Πόρου. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς καμιά επίσημη εξουσιοδότηση, μια Αρχαιολογική Συλλογή, που την ονόμασε «Μουσείο Πόρου». Ένας πρώτος κατάλογος των αρχαίων αυτής της συλλογής, συνταγμένος από τον ίδιο με τον δικό του γλαφυρό τρόπο, στάλθηκε στις 13 Αυγούστου του 1958 στον τότε Διευθυντή Αρχαιοτήτων στην Αθήνα.
Ο κατάλογος αποτελείται από 6 δακτυλογραφημένες σελίδες και αρχίζει με τις εξής φράσεις: «Μουσείον Πόρου. Αδαπάνως διά το Δημόσιον και τον Δήμο Πόρου, δαπάναις του Ποντίου καθηγητού Χρήστου Φουρνιάδη, κόποις και μόχθοις αυτού και των παρ’ αυτού γαλβανισθέντων μαθητών του Γυμνασίου Πόρου, ιδρυθέν το 1958 έτος». Ο κατάλογος αυτός δεν είναι βέβαια μια επιστημονική καταγραφή των αρχαίων, αλλά μας δίνει πολύτιμα στοιχεία για την προέλευσή τους και είναι μια αυθεντική μαρτυρία για την κατάσταση που επικρατούσε τότε ως προς το ζήτημα της προστασίας των αρχαιοτήτων, καθώς και για τους αγώνες που χρειάσθηκαν έως ότου γίνει κοινή συνείδηση ότι τα αρχαία ανήκουν στα Μουσεία του Κράτους. Συχνά περιγράφονται σε αυτόν και τα περιστατικά που προηγήθηκαν για να μπορέσουν τα αρχαία να μεταφερθούν στο Μουσείο, άλλοτε με τη συνδρομή των Λιμενικών ή των Αστυνομικών Αρχών, και άλλοτε με τη βοήθεια προσκόπων ή νεοσυλλέκτων στρατιωτών.
Το πρώτο εύρημα που έχει καταγραφεί σε αυτόν τον κατάλογο, με τον αύξοντα αριθμό 1, είναι το πέλμα ενός μαρμάρινου αγάλματος υπερφυσικού μεγέθους, το οποίο βρέθηκε στο Ιερό του Ποσειδώνα στην αρχαία Καλαύρεια από τον μαθητή Αλκιβιάδη Κώνστα. Ο Φουρνιάδης, με τον ενθουσιασμό που ένοιωθε πάντοτε στη θέα των αρχαίων, απέδωσε αμέσως αυτό το πέλμα στο υπερφυσικό και μεγαλοπρεπές άγαλμα του θεού Ποσειδώνα, μπροστά στο οποίο ο Δημοσθένης ήπιε το δηλητήριο. Στο τέλος της περιγραφής του υπάρχει η σημείωση: «Το εν λόγω πέλμα εν υαλοφράκτω παρ’ εμού θήκη ενεκλείσθη προς συντήρησιν».
Η γυάλινη προθήκη που αναφέρει εδώ ο Φουρνιάδης και η χειρόγραφη επεξηγηματική πινακίδα που είχε φτιάξει ο ίδιος βρέθηκαν στην αποθήκη του σημερινού Μουσείου Πόρου και το γλυπτό έχει τώρα εκτεθεί έτσι ακριβώς όπως ήθελε εκείνος. Η καθ. Κλασικής Αρχαιολογίας κ. Όλγα Παλαγγιά που μελέτησε αυτό το εύρημα υποστηρίζει ότι είναι εξίσου πιθανό αυτό να ανήκει σε έναν κολοσσιαίο ανδριάντα Ρωμαίου αυτοκράτορα με τη μορφή θεού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό το εύρημα ήταν η μαγιά από την οποία δημιουργήθηκε το τωρινό Μουσείο, που ίσως δεν θα είχε ιδρυθεί ποτέ, αν δεν μας είχε ανοίξει τον δρόμο εκείνος ο πρωτοπόρος σκαπανέας της Αρχαιολογίας.
Από την παλαιά Αρχαιολογική Συλλογή του Φουρνιάδη προέρχονται και δύο επτύμβιες στήλες της έκθεσης του Μουσείου Πόρου. Η μία είναι διακοσμημένη με δύο ανάγλυφους ρόδακες και χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., δηλαδή στους κλασικούς χρόνους. Η άλλη χρονολογείται στον 2ο αι. μ.Χ., δηλαδή στους ρωμαϊκούς χρόνους, και παριστάνει μια γυναίκα με χιτώνα και ιμάτιο, που στέκεται κάτω από ένα τόξο.
Αυτή η δεύτερη στήλη είναι η υπ’ αρ. 3 στον κατάλογο του Φουρνιάδη, ο οποίος, εκτός από την περιγραφή της, μας δίνει και το ιστορικό της, αναφέροντας τα εξής: «…καθώς βεβαιοί ο κ. Π. Κάτσουλας, απόστρατος αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, Γερμανός τις προ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσέφερε 15.000 δρχ. εάν μετέφερον αυτήν προς παράδοσιν αυτώ δια λέμβου. Δια να λάβω εις την κατοχήν μου το πολύτιμον τούτο καλλιτέχνημα, επεκαλέσθην την συνδρομήν του Διοικητού του Αστυνομικού Τμήματος Πόρου κ. Παν. Τομαρά, μετά του οποίου μεταβάντες εις την αποθήκην του Π. Κατσίγκρα απεκομίσαμεν ταύτην».
Η συνδρομή του Αστυνομικού Διοικητή Παν. Τομαρά αναφέρεται και σε άλλα σημεία του καταλόγου Φουρνιάδη, όπως για παράδειγμα στα ευρήματα υπ’ αρ. 10 και 12. Το υπ’ αρ. 12 είναι μια μαρμάρινη κολώνα που κατάφερε να αποσπάσει από τον Ποριώτη παντοπώλη Γαβριήλ Ταρσάνη, ο οποίος ήταν έτοιμος να τη χρησιμοποιήσει ως οικοδομικό υλικό. Ο ίδιος παντοπώλης, όπως γράφει ο Φουρνιάδης, είχε προηγουμένως αγοράσει από έναν ιερέα αντί 50 δραχμών κάποια αρχαία που βρίσκονταν πίσω από τη μητροπολιτική εκκλησία του Αγ. Γεωργίου και τα είχε κομματιάσει για να τα χρησιμοποιήσει ως οικοδομικό υλικό στο νεόκτιστο σπίτι του και στη μάντρα του κήπου του.
Στην επόμενη σελίδα, στους αριθμούς 29, 30 και 31, γίνεται λόγος για τη μεγάλη μαρμάρινη κολώνα που ήταν παλαιότερα στημένη στην ομώνυμη πλατεία του Πόρου, αλλά η Λιμενική Επιτροπή την είχε στο μεταξύ αφαιρέσει από αυτή τη θέση και ο Φουρνιάδης την βρήκε, μαζί με άλλα αρχαία, στο 2ο Δημοτικό Σχολείο. Εδώ καταγράφονται και κάποιες πληροφορίες που του έδωσαν τότε για το ιστορικό εκείνης της κολώνας, πριν από το στήσιμό της στην πλατεία. Όπως του είπαν, αυτή είχε ανασυρθεί από τη θάλασσα, όπου είχε πέσει πριν από πολλά χρόνια, όταν επιχείρησαν να τη φορτώσουν μαζί με άλλα αρχαία σε ένα πλοίο με προορισμό τη Βαυαρία, κατ’ εντολή του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, πατέρα του τότε βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα.
Για μια άλλη μαρμάρινη κολώνα, την υπ’ αρ. 46 στον κατάλογο, αναφέρει ότι τη βρήκε πεταμένη ανάμεσα στους θάμνους κάτω από μια γέφυρα, σε απόσταση μισής ώρας από το Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, και ότι κατάφερε να την πάρει από εκεί με την βοήθεια προσκόπων επισκεπτών από τον Υμηττό, οι οποίοι τη μετέφεραν στο Μουσείο με φορτηγό αυτοκίνητο του Προγυμναστηρίου Πόρου.
Στην ίδια σελίδα, για τα υπ’ αρ. 53, 54 και 55 ο Φουρνιάδης γράφει ότι τα ανακάλυψε στην περιοχή Άρτιμο, όπου πήγε μαζί με τον αγροφύλακα Γκογκόση, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «ενθουσιώδη αρχαιόφιλο» και «κάλλιστο Έλληνα». Όπως αναφέρεται στο ίδιο σημείο, ο αγρονόμος κ. Θεοφίλης είχε εκδώσει τότε εγκύκλιο διαταγή προς τους αγροφύλακες της περιοχής να αναζητούν αρχαιότητες και να τις παραδίνουν στο Μουσείο.
Στον αριθμό 65 ο Φουρνιάδης σχολιάζει πάλι τη μεγάλη κολώνα της πλατείας του Πόρου, που ανακάλυψε στο 2ο Δημοτικό Σχολείο και που πίστευε ότι προερχόταν από τον ναό της Απατουρίας Αθηνάς. Για τον κίονα αυτό, ο οποίος ζύγιζε 650 οκάδες, γράφει ότι τον ανέσυρε από τον τάφο του χρησιμοποιώντας παλαμάρια και 30 νεοσύλλεκτους στρατιώτες.
Είναι αξιοθαύμαστο πως ο Φουρνιάδης κατάφερνε να κινητοποιεί τους πάντες για να επιτύχει τον σκοπό του και πως είχε την ικανότητα να μεταδίνει, σε μικρούς και μεγάλους, τον δικό του ενθουσιασμό για τη διάσωση των αρχαίων. Για τη συμπαράσταση που είχε από τους τοπικούς παράγοντες διαβάζουμε στο τέλος της σελίδας 5 και στη αρχή της σελίδας 6 το εξής σχόλιο: «Το ανωτέρω Μουσείον δεν κατέστη δυνατόν να ιδρυθεί μόνον δια του χαρακτηρίζοντός με ενθέου ζήλου, αλλά τη προτροπή και ενισχύσει του τετιμημένου Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, ενθέρμου Έλληνος Δικηγόρου, κ. Κ. Σαμπάνη και των συνεργατών του, ως και του κ. Βασ. Καρρά, Δικηγόρου, Προέδρου Λιμενικού Ταμείου Πόρου, και γενικότερον της ευγενούς πόλεως Πόρου».
Στο τέλος αυτού του καταλόγου, στο κάτω μέρος της σελίδας 6, υπάρχει μια χειρόγραφη σημείωση που λέει: «Εγγραφέντων περί τα 100 μέλη, ιδρύεται οσονούπω μέγας Σύλλογος Αρχαιοφίλων Τροιζηνίας». Όπως φαίνεται, λοιπόν, ήδη από το καλοκαίρι του 1958 ο Φουρνιάδης είχε επεκτείνει τη δραστηριότητά του και στην ευρύτερη περιοχή της Τροιζηνίας.
Αυτό, άλλωστε προκύπτει και από ένα πολυσέλιδο υπόμνημα με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου 1958 που στέλνει σε πολλούς αποδέκτες, τον Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο, τους Βασιλείς Παύλο και Φρειδερίκη, τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, τον Υπουργό Παιδείας, το Υπουργικό Συμβούλιο, τον Έφορο των Αρχαιοτήτων και άλλους, ελπίζοντας να τραβήξει την προσοχή τους στις πλούσιες, αλλά παραμελημένες από το Κράτος, αρχαιότητες της Τροιζηνίας. Πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής ζωντανεύουν μέσα από αυτό το χειμαρρώδες κείμενο, όπου ο Φουρνιάδης περιγράφει, με ρομαντική διάθεση και σε ύφος λυρικό, τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις του κατά τη διάρκεια των «σταυροφορικών» εξορμήσεών του.
Στη σελίδα 5 του υπομνήματος γίνεται για πρώτη φορά λόγος για το κτήμα του Αναργύρου Τίτιρη στη θέση Αγία Σωτείρα της Τροιζήνας, στο οποίο βρέθηκε αργότερα η περίφημη στήλη με το ψήφισμα του Θεμιστοκλή. Εδώ ο Φουρνιάδης βρήκε μια άλλη, ρωμαϊκή επιγραφή, που είχε λαξευθεί ξανά στις στενές πλευρές της για να μετατραπεί σε επίκρανο ενός πεσσού χριστιανικής βασιλικής. Τότε προστέθηκαν και οι ανάγλυφοι σταυροί στη μία πλευρά της. Για την ερειπωμένη εκκλησία της Αγ. Σωτείρας ή Μεταμόρφωσης σημειώνεται ότι πρέπει να κατέχει τη θέση του αρχαίου ναού της Αρτέμιδας Σωτείρας, που μνημονεύει ο Παυσανίας.
Στη σελίδα 8 περιγράφεται μια πολύωρη αρχαιολογική εκδρομή, που είχε διοργανώσει ο «κάλλιστος», όπως τον ονομάζει, φίλος του Θεόδωρος Μέλος. Στην εκδρομή αυτή συμμετείχαν και μερικοί άλλοι, που χαρακτηρίζονται από τον Φουρνιάδη ως θερμοί αρχαιόφιλοι: ο Γ. Βλάχος, αγγλομαθής κτηματίας, ο Ιωάννης Λίτσας, κτηματίας και τελειόφοιτος της Γαλλικής Σχολής Saint Paul, o Δ. Μέλος, δάσκαλος και Δ/ντής του Σχολείου του Δαμαλά, και ο Μ. Κατσάβελας. Αφού έφθασαν με λεωφορείο στην αγροικία του Θεόδωρου Μέλου, κοντά στην Ψήφτα, συνέχισαν την περιήγησή τους με ημιόνους. Πρώτα επισκέφθηκαν την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στο κτήμα του Π. Μέλου. Εκεί, όπως γράφει ο Φουρνιάδης, ανασκίρτησε στη θέα ενός κατάλευκου ιωνικού κιονοκράνου και είδε τρεις μαρμάρινους κίονες, πεσμένους σαν αδέλφια ο ένας δίπλα στον άλλο, που έμοιαζαν να τους εκλιπαρούν να τους ανασηκώσουν και να ξαναβρούν τις βάσεις και τα κιονόκρανά τους. Κατόπιν πήγαν να δουν την ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, γύρω από την οποία βρήκαν και πολλά άλλα αρχαία ερείπια. Από εκεί, μετά από μια πολύ κουραστική, δίωρη ανάβαση στην οροσειρά Αδέρες, έφθασαν στο βυζαντινό κάστρο της Κοκκινιάς. Μετά από ένα λιτό εκστρατευτικό γεύμα και αφού απόλαυσαν τη μαγευτική θέα του Σαρωνικού που έχει κανείς από εκεί πάνω, πήραν ένα απότομο κατηφορικό μονοπάτι για να γυρίσουν πίσω με τα πόδια. Στο δρόμο της επιστροφής σταμάτησαν για να δουν την καταστραμμένη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, δίπλα στη δεξαμενή του Σπύρου Δημητράτου.
Την επομένη ημέρα ο Φουρνιάδης επέστρεψε στον Άγιο Γεώργιο για να βρεί ένα μεγάλο πιθάρι που του είχαν πει ότι υπάρχει θαμμένο εκεί, και πραγματικά το βρήκε, αλλά δεν μπόρεσε να το μεταφέρει στο Μουσείο του γιατί κινδύνευε να διαλυθεί. Τη μεθεπομένη πήγε για τρίτη φορά στην Τροιζήνα και συνάντησε τον Μανώλη Κρίκωνα, που εργαζόταν στο κτήμα του. Εκείνος του έδωσε τον βοσκό του για να τον οδηγήσει στα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων. Η εκκλησία αυτή βρίσκεται σε ένα ύψωμα σε κοντινή απόσταση και πάνω από το κτήμα του Μανώλη Κρίκωνα.
Αφού επισκέφθηκε και θαύμασε εκείνη την εκκλησία, ανέβηκε μόνος του ψηλότερα για να βρεί ένα αρχαίο υδραγωγείο για το οποίο είχε ακούσει, αλλά περιπλανήθηκε και βρέθηκε σε μια χαράδρα με αιωνόβιες βελανιδιές, όπου πήγαζε το νερό που ποτίζει τα κρικωναίκα κτήματα. Δεν εγκατέλειψε όμως τον σκοπό του και την άλλη μέρα ξαναπήγε στην Τροιζήνα και ζήτησε πάλι τη βοήθεια του Μανώλη Κρίκωνα. Εκείνος αυτή τη φορά του έδωσε μαζί ένα γέροντα εργάτη του, ο οποίος τον οδήγησε τελικά στο υδραγωγείο που αναζητούσε τόσο επίμονα και που βρισκόταν, καθώς διαπίστωσε, περίπου 600-700 μ. ψηλότερα από τους Αγίους Αποστόλους, στο κτήμα του Γεωργίου Κατσίγρα.
Μια θερμή Αυγουστιάτικη Κυριακή αποφάσισε να ανέβει, με οδηγό τον νεαρό Μπέλο, στην ακρόπολη της Τροιζήνας, που βρίσκεται πάνω από την αρχαία πόλη, ανάμεσα στα ρέματα του Αγίου Αθανασίου και του Διαβολογέφυρου. Η κορυφή της έχει ύψος 313 μ. Εκεί, κατά τη μαρτυρία του Παυσανία, υπήρχε ένας ναός της Αθηνάς Σθενιάδος, ο οποίος εικονίζεται, μαζί με τον βράχο της ακρόπολης σε ένα χάλκινο νόμισμα της Τροιζήνας, του 2ου αι. μ.Χ. Όπως γράφει ο Φουρνιάδης στη σελίδα 10, η απότομη και ανηφορική άνοδος με τον αφόρητο καύσωνα, που κυριολεκτικά του έκαιγε το σώμα, ήταν για εκείνον ένας πραγματικός Γολγοθάς. Όταν τελικά, μετά από πολλές ταλαιπωρίες, κατάφερε να πατήσει το πόδι του στην κορυφή, αισθάνθηκε απέραντη ανακούφιση που η «εκούσια σταυροφορία» του είχε φθάσει στο τέρμα της. Από εκεί είδε ψηλότερα και το μεσαιωνικό κάστρο του Δαμαλά, αλλά ο εξηντάχρονος καθηγητής ήταν τόσο καταπονημένος που δεν επιχείρησε μια νέα ανάβαση. Τελικά αναγνωρίζει ότι όσα είχε ανακαλύψει δεν αποτελούσαν παρά μόνο ένα μικρό μέρος του ανεκτίμητου αρχαιολογικού πλούτου της περιοχής και καλεί τον τότε καταρτιζόμενο Σύλλογο Αρχαιοφίλων Τροιζηνίας να συνεχίσει τις δικές του προσπάθειες.
Όλες αυτές οι σωματικές ταλαιπωρίες φαίνεται ότι κλόνισαν την υγεία του και ένα μήνα αργότερα βρίσκεται νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Εκεί, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1958, αποτελείωσε το γράψιμο αυτού του υπομνήματος, όπως δείχνει το υστερόγραφο στη σελίδα 14. Εδώ αξίζει να προσέξουμε την προτελευταία παράγραφο του κειμένου, γιατί αποτελεί ένα είδος πνευματικής παρακαταθήκης που αφήνει ο Φουρνιάδης στις επόμενες γενεές. Σας διαβάζω τα δικά του λόγια: «Περαιώνων το παρόν μου, εύχομαι όπως ουδείς εκ των ομαιμόνων αδελφών μου Ελλήνων, Ποντίων και Τροιζηνίων, ευρεθεί φθονών την ποντιακήν μου πρωτοβουλίαν ταύτην, ήτις τόσους κόπους, μόχθους και χρήματα μοι εστοίχισεν, εν τη τεραστία δεκαμήνω προσπαθεία μου ταύτη, της επιτυχίας μου της οποίας τους μελιρρύτους και αγλαείς καρπούς αυτά ταύτα τα τέκνα των, και προσφιλείς μου μαθηταί, θέλουσι πρωτίστως γευθεί, ίνα, ανδρούμενοι αύριον, εύρωσι μίαν Ελλάδαν ευτυχεστέραν και λαμπροτέραν, λέγοντες: Αληθώς, ο καθηγητής Φουρνιάδης έπραξε και το προς ημάς, αλλά και το προς την με το φωτοστέφανον της δόξης, αλλά και με τον ακάνθινον στέφανον, κεκοσμημένην πατρίδα μας. Τούτο μοι αρκεί». Ο Φουρνιάδης εδώ φαίνεται να προαισθάνεται και να φοβάται όσα ακολούθησαν αργότερα, όπως θα ακούσετε παρακάτω.
Αφού θεραπεύθηκε προσωρινά και βγήκε από το νοσοκομείο, συνέχισε ακλόνητος το αρχαιολογικό έργο του. Αμέσως πηγαίνει στην Τροιζήνα για να φωτογραφήσει το ρωμαϊκό μαυσωλείο στο λεμονόκηπο Δρίβα και εξοργισμένος από την κατάσταση του διαπίστωσε στέλνει στις 28 Σεπτεμβρίου 1958 μια αναφορά στον τότε Διευθυντή Αρχαιοτήτων Ιω. Παπαδημητρίου, στον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, στην Αρχαιολογική Εταιρεία και σε άλλους ιθύνοντες, στους οποίους επισημαίνει με σκληρό ύφος: «Το μαυσωλείον τούτο, προκαλέσαν τον παμφάγον χρόνον και διασωθέν εν μέσω εθνικών περιπετειών χιλιετηρίδων, χρήζει αμέσου επισκευής και συντηρήσεως. Δι΄ο και εξορκίζω υμάς αποστείλητε πάραυτα αρχαιολόγον, άλλως τυγχάνομεν συνυπεύθυνοι δι’ ολιγωρίαν επί πιθανώ ανοσιουργήματι καταρρεύσεως προγονικού τούτου εξαισίου αριστουργήματος».
Στο τέλος αυτού του κειμένου έχει προσθέσει δύο χειρόγραφες σημειώσεις. Στην πρώτη, αριστερά, λέει, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να τοποθετηθεί ένα στέγαστρο στον οκταγωνικό κίονα με το αρχαϊκό επίγραμμα, που βρίσκεται δυτικά του ρέματος του Διαβολογέφυρου, στο κτήμα Κανελλοπούλου, και τον βλέπετε στην εικόνα όπως είναι ακόμη σήμερα. Στη δεύτερη σημείωση, κάτω από το όνομά του, καλεί απεγνωσμένα τους απόντες αρμοδίους να ενδιαφερθούν για την Τροιζήνα, λέγοντας: «Ανασκαφάς, ανασκαφάς, ανασκαφάς! Ο γεωργός εν Τροιζήνι Νικολάου, γαμβρός Αναργύρου Τίτιρη, ζητεί χρήματα ίνα δείξει υπό την γην μαρμαρίνας αρχαιότητας». Δυστυχώς, αυτή η δραματική έκκλησή του δεν βρήκε τότε καμιά ανταπόκριση από τους αρμοδίους.
Η έντονη αρχαιολογική δραστηριότητα του Φουρνιάδη στην Τροιζηνία φαίνεται ότι είχε φέρει σε αμηχανία την άπραγη Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία αποφάσισε να του αναθέσει επίσημα τα καθήκοντα του Έκτακτου Επιμελητή Αρχαιοτήτων Περιφερείας Πόρου και Επαρχίας Τροιζηνίας, ώστε να τον έχει τουλάχιστον υπό τον έλεγχό της. Η σχετική Απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας έχει ημερομηνία 30-9-58.
Ο Φουρνιάδης, όμως, δεν ανήκε σε εκείνο το είδος των ανθρώπων που συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις των ανωτέρων τους, παραβιάζοντας τις αρχές τους. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς μεσολάβησε, αλλά όπως μαθαίνουμε από μια γραπτή διαμαρτυρία του Συλλόγου Αρχαιοφίλων Τροιζηνίας, με ημερομηνία 22-1-59, μετά από λίγους μήνες η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του αφαίρεσε την ιδιότητα του Έκτακτου Επιμελητή και ανέθεσε τα καθήκοντά του στον καθηγητή Θεολογίας Πολυζώη Πήλια. Ο Φουρνιάδης διατάχθηκε να παραδώσει τα κλειδιά του Μουσείου Πόρου, που ήταν δικό του δημιούργημα, στον Γυμνασιάρχη του. Η αρχαιολογική Συλλογή του Πόρου στεγαζόταν τότε προσωρινά στην παλαιά οικία Κορυζή, η οποία αργότερα, το 1962, δωρίσθηκε από τους κληρονόμους του Αλέξανδρου Κορυζή στο Ελληνικό Δημόσιο και στη συνέχεια κατεδαφίσθηκε για να κατασκευασθεί το σημερινό Μουσείο.
Ο Πολυζώης Πήλιας όχι μόνο δεν συνέχισε το έργο του προκατόχου του, αλλά προσπάθησε να φέρει εμπόδια και στη δραστηριότητά του ως προέδρου του Συλλόγου Αρχαιοφίλων Τροιζηνίας. Σε μια αναφορά του με ημερομηνία 13 Μαΐου 1959 καταγγέλλει τον Φουρνιάδη ότι ίδρυσε αναρμοδίως Μουσείο στο Δαμαλά και ότι συλλέγει αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή της Τροιζήνας και τα τοποθετεί στο νέο Μουσείο.
Πραγματικά την περίοδο εκείνη ο Φουρνιάδης είχε πείσει τους κατοίκους της Τροιζήνας να του παραδώσουν όσα αρχαία είχαν στα σπίτια τους για να δημιουργηθεί με αυτά ένα προσωρινό τοπικό Μουσείο. Τα αρχαία στεγάζονταν τότε μέσα σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο του καφενείου του Σταύρου Μπέλου, που είχε το όνομα «Γ΄ Εθνοσυνέλευσις», όπως και σήμερα. Πάνω από την πόρτα εκείνου του δωματίου ο Φουρνιάδης είχε τοποθετήσει μια πινακίδα με την επιγραφή «Μουσείον Τροιζήνος Συλλόγου Αρχαιοφίλων».
Εκεί μεταφέρθηκε στις 23 Απριλίου 1959 και η περίφημη στήλη με το ψήφισμα του Θεμιστοκλή, την οποία είχε ξεθάψει πριν από 27 χρόνια ο Ανάργυρος Τίτιρης από το χωράφι του στην Αγ. Σωτείρα και μέχρι τότε την είχε στο σπίτι του. Μαζί με τη στήλη ο Τίτιρης παρέδωσε στον Φουρνιάδη και μια οινοχόη, δηλαδή κανάτα, των γεωμετρικών χρόνων, που τώρα βρίσκεται στην έκθεση του Μουσείου Πόρου.
Το καλοκαίρι του 1959 πέρασε από την Τροιζήνα ο Αμερικανός αρχαιολόγος M. Jameson, ο οποίος είδε τη στήλη και καταλαβαίνοντας τη μεγάλη αρχαιολογική σημασία της πήρε ένα έκτυπο, δηλαδή αντίγραφο, για να τη μελετήσει. Ένα χρόνο αργότερα, το 1960, δημοσίευσε τη μελέτη του στο αμερικανικό αρχαιολογικό περιοδικό Hesperia. Αμέσως έγινε μεγάλος θόρυβος στους αρχαιολογικούς κύκλους, γιατί επρόκειτο για μια συνταρακτική ανακάλυψη, αφού η στήλη διασώζει όλο το κείμενο του αθηναϊκού ψηφίσματος που πρότεινε ο Θεμιστοκλής το 480 π.Χ. για τα μέτρα αντιμετώπισης της περσικής εισβολής στην Αττική, δηλαδή να εκκενωθεί η Αθήνα να δοθεί ναυμαχία στην περιοχή της Σαλαμίνας και να μεταφερθούν τα γυναικόπαιδα των Αθηναίων για ασφάλεια στην Τροιζήνα. Η Τροιζήνα τράβηξε τότε τα φώτα της δημοσιότητας και ο γνωστός δημοσιογράφος Μ. Παρασκευαΐδης ήλθε εδώ για κάνει επιτόπιο ρεπορτάζ και να πάρει συνέντευξη από τον 95χρονο Ανάργυρο Τίτιρη. Το σχετικό άρθρο του Παρακευαΐδη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εικόνες».
Στη συνέχεια η Αρχαιολογική Συλλογή του Φουρνιάδη στεγάσθηκε στο παλιό Σχολείο της Κοινότητας, αφού το Δημοτικό Σχολείο εγκαταστάθηκε σε νέο κτίριο. Η στήλη με το ιστορικό ψήφισμα, μετά τον θόρυβο που ξέσπασε όταν ανακοινώθηκε η ανακάλυψή της, μεταφέρθηκε στις 2 Ιουνίου 1960 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο Επιγραφικό Μουσείο Αθηνών, όπου τώρα βρίσκεται. Τα υπόλοιπα αρχαία μεταφέρθηκαν αρχικά από το παλιό Σχολείο στο Κοινοτικό Κατάστημα και κατόπιν από εκεί στο υπόγειο της εκκλησίας του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου. Η μεταφορά τους στο νέο Μουσείο Πόρου έγινε πολύ αργότερα, το 1975.
Στο μεταξύ η πολύπαθη Αρχαιολογική Συλλογή της Τροιζήνας είχε εμπλουτισθεί και με νέα ευρήματα που προήλθαν από περισυλλογή ή παράδοση αρχαίων, όπως για παράδειγμα δύο ρωμαϊκές επιτύμβιες στήλες, που τώρα κοσμούν την έκθεση του Μουσείου Πόρου. Στη μία από αυτές παριστάνεται ένα ζευγάρι, ενώ στην άλλη σώζεται μόνο μια γυναικεία μορφή από ένα παρόμοιο ζευγάρι. Όπως μας πληροφορεί η επιγραφή που είναι χαραγμένη στο επιστύλιο, κάτω από το αέτωμα, η γυναίκα αυτή ονομαζόταν Διονυσία.
Ο πρωτοπόρος ιδρυτής των Αρχαιολογικών Συλλογών της Τροιζήνας και του Πόρου είχε αντιληφθεί ήδη από το 1959 ότι για να παραμείνουν στο τόπο τους τα αρχαία έπρεπε να στεγασθούν σε κατάλληλο Μουσείο και είχε τυπώσει τότε ένα ενημερωτικό έντυπο του Συλλόγου Αρχαιοφίλων Τροιζηνίας στην Αγγλική, με πληροφορίες για την αρχαία Τροιζήνα και την αρχαία Καλαύρεια, το οποίο έστελνε σε διάφορους οργανισμούς στην Αμερική, ζητώντας οικονομική ενίσχυση για την ανέγερση κανονικών Μουσείων στην Τροιζήνα και στον Πόρο. Για την προώθηση αυτού του σκοπού είχε εκλεγεί μια επιτροπή που την αποτελούσαν ο Βασ. Καράς, δικηγόρος, ο Δημ. Δρακόπουλος, Δ/ντής της Εθνικής Τράπεζας Πόρου, ο Αιμίλιος Βαγιάννης, βιοτέχνης, ο Κων. Σαμπάνης, δικηγόρος, ο Νικ. Κωστόπουλος, ιερέας, και ο Χρήστος Φουρνιάδης. Το έντυπο αυτό υπογράφουν ο Φουρνιάδης ως Πρόεδρος και ο οδοντίατρος Αθανάσιος Ανδρέου ως Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου. Οι προσπάθειες όμως αυτές δεν συνεχίσθηκαν, γιατί το 1960, ενώ είχε φθάσει στο αποκορύφωμα της αρχαιολογικής του προσφοράς με τη διάσωση του ψηφίσματος του Θεμιστοκλή, ο Φουρνιάδης υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη θέση του στη Νίκαια.
Ο έρωτάς του, όμως, για τις αρχαιότητες της Τροιζηνίας δεν έσβησε. Το 1965, αφού συνταξιοδοτήθηκε, επιστρέφει στον Πόρο, ελεύθερος πια από τις δημοσιοϋπαλληλικές του εξαρτήσεις. Κατ’ αρχήν στέλνει ένα γραπτό χαιρετισμό, με ημερομηνία 3-7-65, προς όλους τους κατοίκους της Τροιζηνίας, Ποριώτες, Γαλατιώτες, Δαμαλίτες, Μεθανίτες και άλλους, και τους καλεί να ενεργοποιήσουν και πάλι τον Σύλλογο Αρχαιοφίλων, ο οποίος στο διάστημα της απουσίας του είχε περιπέσει σε αδράνεια. Γίνονται νέες εκλογές και ο Φουρνιάδης επανεκλέγεται παμψηφεί ως πρόεδρος.
Όπως φαίνεται σε ένα έγγραφο της Κοινότητας Τροιζήνας με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1965, οι Τροιζήνιοι είχαν ανάλογα αισθήματα αγάπης και εκτίμησης για τον Φουρνιάδη. Εκεί αναφέρονται όλες οι τιμητικές διακρίσεις που του είχαν απονείμει στο διάστημα 1959-60: Τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη Τροιζήνας, του απένειμαν χρυσό μετάλλιο, έδωσαν το όνομά του στον δρόμο που οδηγεί προς τις Αρχαιότητες και ανάρτησαν την εικόνα του στο Κοινοτικό Κατάστημα. Με το έγγραφο αυτό η Κοινότητα Τροιζήνας ζητούσε από τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες να του απονείμει και η Πολιτεία τα ανώτερα παράσημα, τιμώντας τον για το σπουδαίο έργο του, τώρα που βρισκόταν στη δύση του βίου του.
Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, μετά την επανεκλογή του στην προεδρία του Συλλόγου Αρχαιοφίλων ο Φουρνιάδης συνεχίζει με τον ίδιο ζήλο την αρχαιολογική δράση του. Στις 18-9-65 στέλνει ένα μακροσκελές, πυκνογραμμένο υπόμνημα προς τους εκπροσώπους της Κυβέρνησης, τον τότε Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων Ιω. Κοντή και τον Έφορο Αρχαιοτήτων της Β’ Περιφερείας Ν. Βερδελή, με το οποίο διαμαρτύρεται εντονότατα για την πλήρη εγκατάλειψη των αρχαιοτήτων της Τροιζηνίας από το Κράτος.
Το υπόμνημα αυτό περιλαμβάνει και έναν κατάλογο 13 αιτημάτων, που δείχνουν την έντονη ανησυχία του Φουρνιάδη για το μέλλον των αρχαιοτήτων της Τροιζηνίας και τον διακαή πόθο του να δει το έργο του να συνεχίζεται και να ολοκληρώνεται από τους νεοτέρους, Τα αιτήματά του είναι συνοπτικά τα εξής:
1) Άμεση εγκατάσταση Επιμελητή Αρχαιοτήτων στον Πόρο. 2) Επίσπευση ανέγερσης Μουσείου Πόρου. 3) Ανέγερση Μουσείου στην Τροιζήνα. 4) Έναρξη σωστικών ανασκαφών στην Τροιζήνα. 5) Αναστήλωση των κιόνων της Επισκοπής. 6) Επισκευή και στερέωση του ρωμαϊκού μαυσωλείου στο κτήμα Δρίβα. 7) Περίφραξη του αρχαιολογικού χώρου της Τροιζήνας. 8) Καταγραφή όλων των ερειπωμένων χριστιανικών ναών από βυζαντινολόγο. 9) Περίφραξη του ναού Ποσειδώνος στον Πόρο. 10) Διάνοιξη δρόμου προς τον ναό Ποσειδώνος. 11) Ασφαλτόστρωση κεντρικής οδού προς Τροιζήνα. 12) Επιχορήγηση ανέγερσης Μουσείων στον Πόρο και στην Τροιζήνα από το Κρατικό Λαχείο. 13) Ανέγερση ξενοδοχείου από τον Ε.Ο.Τ. στην Τροιζήνα.
Επί πλέον τονίζει ότι ο νέος Επιμελητής Αρχαιοτήτων πρέπει να μελετήσει καλά τα «Κορινθιακά» του Παυσανία, όπου περιλαμβάνεται η περιγραφή της Τροιζηνίας, καθώς και τα δικά του διαφωτιστικά υπομνήματα. Στο τέλος του εγγράφου υπάρχει και η σφραγίδα του Συλλόγου Αρχαιοφίλων Τροιζηνίας, που είχε ως έμβλημα στο κέντρο τον χάρτη της Επαρχίας Τροιζηνίας.
Το κείμενο αυτό του Φουρνιάδη σε ορισμένα σημεία μοιάζει με παραλήρημα και φαίνεται ότι η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί σοβαρά. Τον επόμενο χρόνο φεύγει από τον Πόρο για να νοσηλευθεί σε νοσοκομείο και στη συνέχεια αποσύρεται στο σπίτι που είχε στη Σητεία για να ξεκουραστεί.
Στις προσπάθειες που έκανε ο Φουρνιάδης για να προβάλει τις αρχαιότητες της Τροιζηνίας εντάσσεται και μια αυτοσχέδια αφίσα που έφτιαξε εκείνη την εποχή, με τη φράση «Επισκεφθήτε αρχαιότητας Τροιζήνος» σε πέντε γλώσσες, διανθισμένη με διάφορα γνωστά εμβλήματα του Ελληνικού Πολιτισμού και με δικά του χειρόγραφα σχόλια.
Στο μεταξύ στη Β΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων έχει τοποθετηθεί ως Έφορος ο Δημήτριος Λαζαρίδης, ο οποίος αντιμετώπιζε τον Φουρνιάδη με μεγαλύτερη συμπάθεια και εκτίμηση από τους προκατόχους του. Με το υπ’ αρ. 999/5-5-66 έγγραφό του ο Λαζαρίδης ζητεί από τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων να μεριμνήσει για να εκφρασθεί σε αυτόν Υπουργική Ευαρέσκεια, δεδομένου ότι, όπως γράφει, «κατά την διάρκειαν της μακράς εν Πόρω θητείας του επέδειξεν έφεσιν και ζήλον περί τα αρχαιολογικά θέματα της περιοχής υπερβαίνοντα όλως τα συμβατικάς υποχρεώσεις δημοσίου υπαλλήλου, ηνάλωσεν αυτόχρημα τας δυνάμεις του διά την ανεύρεσιν, φύλαξιν και προστασίαν των αρχαιοτήτων, και συνετέλεσε πρωταρχικώς εις την ίδρυσιν των Μουσειακών Συλλογών Πόρου και Τροιζήνος». Η πρόταση του Λαζαρίδη για την έκφραση Υπουργικής Ευαρέσκειας στον Φουρνιάδη δυστυχώς δεν βρήκε ποτέ ανταπόκριση από τους ιθύνοντες της Κεντρικής Υπηρεσίας, παρά το γεγονός ότι εκείνος την επανέλαβε, με νεότερο έγγραφό του, και ένα χρόνο αργότερα.
Όταν ο Φουρνιάδης βγήκε από το νοσοκομείο και πήγε στη Σητεία, βρήκε στο σπίτι του την κοινοποίηση του εγγράφου του Λαζαρίδη και συγκινημένος, του έστειλε ένα θερμό ευχαριστήριο γράμμα, με ημερομηνία 2-9-66. Σε αυτό το γράμμα αφήνει για πρώτη φορά να διαφανεί η κόπωση και η πικρία του, καθώς λέει: «…εύρον εδώ εις Σητείαν το ανωτέρω έγγραφόν σας, που ήτο και είναι πραγματικώς βάλσαμον στη πονεμένη μου καρδιά, διότι, δυστυχώς, διαπιστώνω καθ’ εκάστην τόσας ατελείας και ελαττώματα εις τους ομαίμονας Παλαιοελλαδίτας, εγώ, ο Πόντιος, και πονώ, υποφέρω…».
Στο ίδιο γράμμα επαναλαμβάνει επίμονα ότι πρέπει να καθαριστεί και να αναστηλωθεί το ρωμαϊκό μαυσωλείο στο κτήμα Δρίβα, να κατασκευαστεί στέγαστρο στον οκταγωνικό κίονα με την αρχαϊκή επιγραφή και να αναστηλωθούν οι κίονες της της Επισκοπής. Επίσης, τονίζει και πάλι την αρχαιολογική σημασία του αγρού Τίτιρη, γράφοντας τα εξής: «Ο γεωργός Νικολάου, γαμβρός Τίτιρη, γνωρίζει λεμονόκηπον, ίσως του πενθερού του Αναργ. Τίτιρη, Σωτείρας Αρτέμιδος, όπου υπό τα δένδρα υπάρχουν πολλά μάρμαρα, αλλά ζητεί χρήματα. Θα ηδύνασθε να τον καλέσητε δια του Προέδρου κ. Π. Δρίβα». Για άλλη μια φορά, όμως, οι σοφές παραινέσεις του προς την Αρχαιολογική Υπηρεσία έπεσαν στο κενό.
Από το 1966 και μετά ο Φουρνιάδης, προαισθανόμενος ότι πλησιάζει το τέλος του, αρχίζει να διαμοιράζει τη μικρή προσωπική περιουσία του, διαθέτοντας διάφορα, σεβαστά για την εποχή εκείνη, ποσά σε δωρεές για κοινωφελείς και, κυρίως, πολιτιστικούς σκοπούς. Μεταξύ άλλων, στις 6-9-66 στέλνει μια επιστολή προς τον Διευθυντή του Υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στον Πόρο, με την οποία του δίνει την εντολή, σε περίπτωση θανάτου του, να διατεθούν οι καταθέσεις του, που ήταν τότε 22.042 δρχ., για την ανέγερση Μουσείου και Βιβλιοθήκης-Αγροτολέσχης στην Τροιζήνα.
Ο τελευταίος χρόνος της ζωής του είναι επίσης αφιερωμένος σε δωρεές. Με μια επιστολή που στέλνει στις 12 Ιουνίου του 1967 προς τον Λυκειάρχη και τον Γυμνασιάρχη Πόρου τους γνωστοποιεί ότι χαρίζει την πολυτελή βιβλιοθήκη του με 560 περίπου βιβλία στα σχολεία τους και εκφράζει την πεποίθηση ότι η ανάγνωση αυτών των βιβλίων θα κάνει τους μεν καθηγητές ικανότερους στο παιδαγωγικό έργο τους, τους δε μαθητές μια πεφωτισμένη ιθύνουσα τάξη της μεγάλης χώρας στην οποία έχουν το προνόμιο να ανήκουν.
Οι δωρεές του προς την Τροιζήνα καταγράφονται αναλυτικά σε μια άλλη επιστολή, με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1967, που στέλνει προς τον Πρόεδρο και το Κοινοτικό Συμβούλιο. Σε αυτήν επαναλαμβάνει κατ’ αρχήν την επιθυμία του να ανεγερθεί στην Τροιζήνα ένα Μουσειακό κτίριο, στο οποίο θα υπάρχει και βιβλιοθήκη με τα 250 βιβλία που είχε χαρίσει στην Κοινότητα το 1958. Η αίθουσα της βιβλιοθήκης ήθελε να χρησιμεύει και ως Αγροτολέσχη, ώστε να πηγαίνουν εκεί και να περνούν την ώρα τους διαβάζοντας οι κάτοικοι και ιδιαίτερα τα παιδιά. Για τον σκοπό αυτό προσφέρει συνολικά 52.000 δρχ.
Επί πλέον τους ενημερώνει ότι κληροδοτεί στην Κοινότητα, με διαθήκη που είχε συντάξει νωρίτερα και είχε καταθέσει στον συμβολαιογράφο Σητείας Ιω. Κοτσιφάκη, το ήμισυ της οικίας του στη Σητεία με όλα τα πολυτελή έπιπλα, βιβλιοθήκη, κ.λπ. Ιδιαίτερα συγκινητική είναι μια λεπτομέρεια που αποκαλύπτει το μέγεθος της γενναιοδωρίας του. Όπως αναφέρεται εδώ, ο Φουρνιάδης είχε ήδη φροντίσει να καταθέσει στην Εθνική Τράπεζα του Πόρου το ποσόν των 2.000 δρχ. για να καλυφθούν τα έξοδα της μετάβασης του Πρόεδρου της Κοινότητας στη Σητεία και της μεταφοράς στην Τροιζήνα όλων των υπαρχόντων του, όταν εκείνος πεθάνει. Στο γράμμα αυτό περιέχονται επίσης μερικές τελευταίες συμβουλές του προς τους κατοίκους της Τροιζήνας για την προβολή των αρχαιοτήτων τους και την τουριστική ανάπτυξη του τόπου τους.
Στις αρχές του 1968 ο Φουρνιάδης βρίσκεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο των Μελισσίων. Από εκεί στέλνει μια χειρόγραφη επιστολή, με ημερομηνία 11-1-68, στον Έφορο Αρχαιοτήτων Δημ. Λαζαρίδη και τον παρακαλεί να τον επισκεφθεί στο μοναχικό του δωμάτιο για να συζητήσουν. Όπως δείχνει αυτό το γράμμα, ακόμη και στα πρόθυρα του θανάτου του παρακολουθεί με ζωηρό ενδιαφέρον την υπόθεση της κατασκευής του νέου Μουσείου Πόρου και γνωρίζει όλες τις πρόσφατες εξελίξεις.
Η τελευταία επιστολή του από το νοσοκομείο έχει ημερομηνία 3-2-68 και φαίνεται ότι είναι γραμμένη με μεγάλη δυσκολία. Απευθύνεται και πάλι στον Λαζαρίδη, αλλά αυτή τη φορά είναι ένας ολιγόλογος ύστατος χαιρετισμός. Τώρα πια φαίνεται να περιμένει ήρεμα το θάνατό του, έχοντας αφήσει τη συνέχιση του έργου του στον διάδοχό του στην προεδρία του Συλλόγου Αρχαιοφίλων, τον Αιμίλιο Βαϊάννη, εκδότη της εφημερίδας «Δημοσθενίς». Στο αριστερό περιθώριο αυτής της επιστολή έχει προστεθεί, ως τελευταία πνευματική υποθήκη, η φράση: «Μέλλουσαι ανασκαφαί εν Τροιζήνι θα μας παρουσιάσουν εκπλήξεις». Υπογραφή Idem, δηλαδή ο ίδιος.
Ο Φουρνιάδης σήμερα αναπαύεται ανάμεσα στις αρχαιότητες της Τροιζήνας, που τόσο αγάπησε. Το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, όπου βρίσκεται ο τάφος του, είναι κτισμένο στον χώρο της αρχαίας αγοράς, κοντά στους ναούς και τα δημόσια κτίρια που μνημονεύει ο Παυσανίας. Από όλους τους τιμητικούς τίτλους που απέκτησε ενόσω ζούσε, στην ταφόπλακά του είναι γραμμένος μόνο ένας: Καθηγητής. Αυτός ήταν και ο σπουδαιότερος ρόλος του, γιατί τo αρχαιολογικό του έργο στην Τροιζηνία δεν ήταν μια θεωρητική ενασχόληση με την αρχαία τέχνη, αλλά είχε ως πρακτικό και κύριο στόχο την διαπαιδαγώγηση των νέων με τις ηθικές αξίες του ελληνικού πολιτισμού. Τα παιδιά που περπάτησαν κάποτε μαζί του στα αρχαία μονοπάτια μεγάλωσαν και έγιναν δραστήρια μέλη της τοπικής κοινωνίας, η οποία συγκεντρώθηκε σήμερα εδώ για να τιμήσει τη μνήμη του. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο καθηγητής Φουρνιάδης άφησε πίσω του σπόρους που βλάστησαν και έκαναν καρπούς, επομένως δεν αναλώθηκε μάταια για αυτόν τον σκοπό.
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία, αν και ωφελήθηκε τα μέγιστα από το έργο του, δεν έκρινε σκόπιμο να τον τιμήσει όπως του άξιζε. Για να απαλύνω κάπως την αδικία που του έκαναν, όταν εγώ δεν ήμουν ακόμη μέλος αυτής της Υπηρεσίας, κλείνοντας την ομιλία μου θέλω να αφιερώσω στον Φουρνιάδη ένα μικρό ποίημα του Κώστα Ουράνη, που θεωρώ ότι ανταποκρίνεται στον χαρακτήρα και τη ζωή εκείνου του ρομαντικού ιδεαλιστή του 20ου αιώνα. Το ποίημα έχει τον τίτλο «Δον Κιχώτης»:
Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ άλογό του
το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει,
και πίσω του, στο στωικό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε και αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…
Στο πέρασμά του απ’ τους πλατιούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού- κι ειρωνικά γελάνε.
Ω ποιητή! Παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε.
Οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε!